«Αν η Ιταλία ή η Ελλάδα έφευγαν από την Ευρωζώνη, θα υπήρχε μία φλόγα ανάκαμψης λόγω της υποτίμησης, αλλά, όπως ξέρουμε από την εμπειρία του
παρελθόντος, η φλόγα γρήγορα θα έσβηνε». Με αυτή τη φράση, ο Μάριο Μόντι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρώην Ευρωπαίος επίτροπος, απαντά στην εκτίμηση του Πολ Κρούγκμαν, στην οποία προέβη σε πάνελ του Athens Democracy Forum την περασμένη Τετάρτη, ότι η Ελλάδα θα ωφελείτο αν αποχωρούσε από το ευρώ.
«Δεν θα ήταν διατηρήσιμη η ανάπτυξη που θα καταγραφόταν», τονίζει ο κ. Μόντι, σε συνομιλία που είχε με την «Κ» στο περιθώριο των εργασιών του Athens Democracy Forum στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
«Φοβάμαι ότι και οι δύο χώρες μας θα επέστρεφαν σε παραδοσιακές οικονομικές συνταγές, που δεν έφεραν καλά αποτελέσματα τις προηγούμενες δεκαετίες».
Το σενάριο της εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη δεν θεωρείται σήμερα τόσο ευφάνταστο όσο παλαιότερα. Η συνταγματική αναθεώρηση που έχει θέσει ενώπιον του λαού σε δημοψήφισμα ο Ματέο Ρέντσι είναι πολύ πιθανό να απορριφθεί – στην οποία περίπτωση ο πρωθυπουργός έχει πει ότι θα παραιτηθεί. Ακόμα κι αν δεν συμβεί αυτό, είναι πολύ πιθανό να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης, όταν γίνουν εκλογές, το
«Κίνημα των Πέντε Αστέρων», ένα αντισυστημικό κόμμα που φλερτάρει με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα.
«Δεν έχω ιδέα ποιο θα είναι το αποτέλεσμα», λέει ο κ. Μόντι σχετικά με το δημοψήφισμα, καθώς οι δημοσκοπήσεις διαφέρουν μεταξύ τους, η ακριβής ημερομηνία δεν είναι ακόμα γνωστή και «μένει πολύς καιρός» ώς τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε εικάζεται ότι θα λάβει χώρα. Επιπλέον, «όπως ξέρουμε και από άλλα δημοψηφίσματα, το αποτέλεσμα συχνά κρίνεται από παράγοντες που δεν έχουν σχέση με το περιεχόμενο της ερώτησης».
Με αυτό ως δεδομένο, ήταν λάθος του κ. Ρέντσι να δηλώσει ότι θα παραιτηθεί αν οι ψηφοφόροι απορρίψουν τις προτάσεις του – να το μετατρέψει ουσιαστικά σε δημοψήφισμα που αφορά τον ίδιο;
«Ναι, ήταν λάθος», απαντά. «Νομίζω ότι το έχει κατανοήσει και αλλάζει στάση προς μία πιο πραγματιστική κατεύθυνση». Πάντως, ο κ. Μόντι δεν είναι πεπεισμένος ότι η συνταγματική μεταρρύθμιση είναι ζωτικής σημασίας – «η Ιταλία δεν είναι μία μη κυβερνήσιμη χώρα», λέει. «Ο ίδιος ο πρωθυπουργός κυβερνά με το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο δεν τον έχει αποτρέψει από το να πάρει μία σειρά μέτρων σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Πώς βλέπει το ενδεχόμενο διακυβέρνησης της χώρας του από το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων»; «Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στην Ιταλία, όπως και σε άλλες χώρες, για ένα πολιτικό κίνημα που εμφανίζεται ως το νέο, χωρίς δεσμούς με το παλαιό κατεστημένο», λέει ο κ. Μόντι. «Ωστόσο, τα πρώτα δείγματα γραφής που έχουν να επιδείξουν σε τοπικό επίπεδο, με πιο προβεβλημένη περίπτωση τον Δήμο της Ρώμης, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν θρίαμβος», λέει με αγγλοσαξονική ειρωνεία. «Αυτό που χρειαζόμαστε στη διακυβέρνηση είναι εντιμότητα αλλά και ικανότητα διοίκησης».
Οσον αφορά ένα πιθανό δημοψήφισμα στην Ιταλία για το ευρώ, εκφράζει την εκτίμηση ότι οι ψηφοφόροι θα επέλεγαν την παραμονή – «αυτή, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν δική μου, σθεναρά διατυπωμένη σύσταση». Ωστόσο, αν δεν αλλάξει το υπάρχον δημοσιονομικό καθεστώς στην Ευρωζώνη, μπορεί η Ιταλία να ανακάμψει δυναμικά διατηρώντας το κοινό νόμισμα; Μπορεί η Ελλάδα;
«Το μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ευρωζώνη έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει», σημειώνει ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός. «Αυτό συμβαίνει με απρόβλεπτο τρόπο, μέσω των δόσεων ευελιξίας που χορηγούνται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Θα ήταν πολύ προτιμότερο να υπάρξει μία ρητή και σαφής εξαίρεση για δαπάνες δημόσιων επενδύσεων, η αξία των οποίων θα επαληθεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και από εκεί και πέρα να περιοριστεί η ευελιξία στο ελάχιστο.
Αυτό θα επέτρεπε τη σύγκλιση μεταξύ των δύο οραμάτων που υπάρχουν σήμερα για την Ευρωζώνη: η Γερμανία και οι χώρες του Βορρά θα έπαιρναν την κατοχύρωση ενός αυστηρού κανόνα, με πολύ μικρά περιθώρια ελιγμών, ενώ οι χώρες του Νότου θα είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν δημόσιες επενδύσεις – άρα θα ήταν στα μάτια τους ένας πιο αξιοσέβαστος κανόνας».
Για τις προτεραιότητες της Ε.Ε. μετά το Brexit, ο κ. Μόντι αναδεικνύει τη σημασία εμβάθυνσης της κοινής αγοράς, αν και παραδέχεται ότι αυτό θα είναι πιο δύσκολο χωρίς τη συμβολή του Ηνωμένου Βασιλείου.
Παράλληλα, «όπως είπα και στους υπουργούς [Οικονομικών] προ ημερών στην Μπρατισλάβα, πρέπει να λάβουμε μέτρα για την αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας και για στενότερο συντονισμό των φορολογικών πολιτικών».
Για το ζήτημα της φορολογίας συγκεκριμένα, τονίζει ότι, ενώ «δεν χρειάζεται εναρμόνιση όλων των συντελεστών στην Ε.Ε.», εντούτοις είναι «σημαντικό και επείγον να υπάρξει μία κοινή φορολογική βάση, δηλαδή ένας κοινός ορισμός της κερδοφορίας σε όλα τα κράτη-μέλη. Θα υπήρχε έτσι περισσότερη διαφάνεια, κάτι το οποίο θα έπρεπε να καλωσορίζουν τόσοι εκείνοι που επιδιώκουν την πλήρη εναρμόνιση της φορολογίας των επιχειρήσεων όσο και όσοι θέλουν να επιμείνουν στον φορολογικό ανταγωνισμό».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη