Εσοδα όπως οι συνδρομές στις πιστωτικές κάρτες που επανήλθαν μετά πολλά χρόνια, οι χρεώσεις για εμβάσματα στο εξωτερικό –ειδικά μετά την επιβολή των capital controls– αλλά και οι προμήθειες από την αύξηση συναλλαγών μέσω πιστωτικών καρτών, ενίσχυσαν σε σημαντικό βαθμό τα έσοδα του τραπεζικού κλάδου το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Η βελτίωση των αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών στηρίχθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του κόστους χρήματος μέσα από την υποχώρηση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, που σε συνδυασμό με τη μείωση της εξάρτησης από τον ακριβό ELA, στήριξαν την οργανική κερδοφορία.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία για τις τραπεζικές προμήθειες που δημοσιεύει η ΤτΕ, η συνδρομή στις πιστωτικές κάρτες επανήλθε έπειτα από χρόνια απουσίας και κυμαίνεται στα 30 ευρώ τον χρόνο. Η συνδρομή επιβάλλεται κυρίως στις νέες κάρτες που εκδίδονται από τις τράπεζες και οι οποίες παρά το γεγονός ότι βγαίνουν πλέον με φειδώ, αντικαθιστούν σταδιακά το στοκ των παλαιότερων καρτών που είτε καταργήθηκαν μέσα από τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις στο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, είτε ανανεώνονται μετά τη λήξη τους.
Την ίδια στιγμή, οι επιβαρύνσεις για τις μεταφορές χρημάτων στο εξωτερικό έχουν επανέλθει μετά την επιβολή των capital controls. Παρά τη μερική χαλάρωση των περιορισμών, όλες οι συναλλαγές των επιχειρήσεων –είτε μέσα από τα καταστήματα είτε μέσα από την ειδική επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών– γίνονται πλέον με τη μορφή εμβάσματος, που ξεκινά από 15-20 ευρώ για μικρά ποσά ακόμη και 500 ευρώ και μπορεί να εκτιναχθεί ανάλογα με το ύψος του μεταφερόμενου ποσού.
Μεγάλο μέρος των προμηθειών που εισπράττουν οι τράπεζες αντλείται από τις συναλλαγές που γίνονται μέσω πιστωτικών καρτών ή από την τοποθέτηση των τερματικών POS. Αν και η μέση προμήθεια που εισπράττεται από τις συναλλαγές έχει μειωθεί σε 0,50%-1,5% του τζίρου – ανάλογα με την επιχείρηση– η διείσδυση του πλαστικού χρήματος σε όλο και μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών οδηγεί σε αυξημένα έσοδα, που ενισχύουν την οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Αυξημένα την ίδια στιγμή είναι και όλα τα έξοδα που βαραίνουν τις αιτήσεις για ρυθμίσεις ή αναδιαρθρώσεις δανείων, όπως τα έξοδα φακέλου, έξοδα επιμήκυνσης ή τοκοπληρωμής, που διαμορφώνονται στα 200 ευρώ περίπου, όταν κάποιος επιλέξει να ρυθμίσει την οφειλή του εκτός του Κώδικα Δεοντολογίας, που δεν επιτρέπει την επιβολή χρεώσεων.
Βασικός πυλώνας στήριξης των οργανικών κερδών του τραπεζικού συστήματος το πρώτο εξάμηνο του έτους, υπήρξε η μείωση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το μέσο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο τέλος Ιουλίου στο 0,86%, αλλά σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες μια μέση προθεσμιακή κατάθεση δεν αποδίδει περισσότερο από 0,50%-0,60% ετησίως.
Στον αντίποδα είναι τα επιτόκια χορηγήσεων που παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και καθιστούν απαγορευτικό τον δανεισμό τόσo για τις μεγάλες όσο και για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχείαμ το μέσο επιτόκιο για δάνεια έως 250.000 ευρώ εκτινάχθηκε τον Ιούλιο στο 6,18% από 5,68% τον Ιούνιο, ενώ πάνω από 5% είναι το μέσο επιτόκιο δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όταν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο επιτόκιο είναι κάτω από 2%. Τα πραγματικά επιτόκια, ωστόσο, για τις μικρές επιχειρήσεις φθάνουν στο 8% και λειτουργούν αποτρεπτικά για κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία και διάθεση.
Η βελτίωση των αποτελεσμάτων του πρώτου εξαμήνου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών στηρίχθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό στη μείωση του κόστους χρήματος μέσα από την υποχώρηση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις, που σε συνδυασμό με τη μείωση της εξάρτησης από τον ακριβό ELA, στήριξαν την οργανική κερδοφορία.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία για τις τραπεζικές προμήθειες που δημοσιεύει η ΤτΕ, η συνδρομή στις πιστωτικές κάρτες επανήλθε έπειτα από χρόνια απουσίας και κυμαίνεται στα 30 ευρώ τον χρόνο. Η συνδρομή επιβάλλεται κυρίως στις νέες κάρτες που εκδίδονται από τις τράπεζες και οι οποίες παρά το γεγονός ότι βγαίνουν πλέον με φειδώ, αντικαθιστούν σταδιακά το στοκ των παλαιότερων καρτών που είτε καταργήθηκαν μέσα από τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις στο τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, είτε ανανεώνονται μετά τη λήξη τους.
Την ίδια στιγμή, οι επιβαρύνσεις για τις μεταφορές χρημάτων στο εξωτερικό έχουν επανέλθει μετά την επιβολή των capital controls. Παρά τη μερική χαλάρωση των περιορισμών, όλες οι συναλλαγές των επιχειρήσεων –είτε μέσα από τα καταστήματα είτε μέσα από την ειδική επιτροπή του υπουργείου Οικονομικών– γίνονται πλέον με τη μορφή εμβάσματος, που ξεκινά από 15-20 ευρώ για μικρά ποσά ακόμη και 500 ευρώ και μπορεί να εκτιναχθεί ανάλογα με το ύψος του μεταφερόμενου ποσού.
Μεγάλο μέρος των προμηθειών που εισπράττουν οι τράπεζες αντλείται από τις συναλλαγές που γίνονται μέσω πιστωτικών καρτών ή από την τοποθέτηση των τερματικών POS. Αν και η μέση προμήθεια που εισπράττεται από τις συναλλαγές έχει μειωθεί σε 0,50%-1,5% του τζίρου – ανάλογα με την επιχείρηση– η διείσδυση του πλαστικού χρήματος σε όλο και μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών οδηγεί σε αυξημένα έσοδα, που ενισχύουν την οργανική κερδοφορία των τραπεζών. Αυξημένα την ίδια στιγμή είναι και όλα τα έξοδα που βαραίνουν τις αιτήσεις για ρυθμίσεις ή αναδιαρθρώσεις δανείων, όπως τα έξοδα φακέλου, έξοδα επιμήκυνσης ή τοκοπληρωμής, που διαμορφώνονται στα 200 ευρώ περίπου, όταν κάποιος επιλέξει να ρυθμίσει την οφειλή του εκτός του Κώδικα Δεοντολογίας, που δεν επιτρέπει την επιβολή χρεώσεων.
Βασικός πυλώνας στήριξης των οργανικών κερδών του τραπεζικού συστήματος το πρώτο εξάμηνο του έτους, υπήρξε η μείωση των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το μέσο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο τέλος Ιουλίου στο 0,86%, αλλά σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες μια μέση προθεσμιακή κατάθεση δεν αποδίδει περισσότερο από 0,50%-0,60% ετησίως.
Στον αντίποδα είναι τα επιτόκια χορηγήσεων που παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα και καθιστούν απαγορευτικό τον δανεισμό τόσo για τις μεγάλες όσο και για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχείαμ το μέσο επιτόκιο για δάνεια έως 250.000 ευρώ εκτινάχθηκε τον Ιούλιο στο 6,18% από 5,68% τον Ιούνιο, ενώ πάνω από 5% είναι το μέσο επιτόκιο δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όταν στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο επιτόκιο είναι κάτω από 2%. Τα πραγματικά επιτόκια, ωστόσο, για τις μικρές επιχειρήσεις φθάνουν στο 8% και λειτουργούν αποτρεπτικά για κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία και διάθεση.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ