Την κατάργηση του καθολικού αντιφυματικού εμβολιασμού στα παιδιά της Α΄ τάξης του Δημοτικού αποφάσισε το υπουργείο Υγείας που, ωστόσο, συστήνει τον εμβολιασμό κατά της φυματίωσης σε νεογνά και παιδιά που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, όπως παιδιά μεταναστών ή τσιγγανόπουλα με κακές συνθήκες διαβίωσης.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει εγκύκλιος που υπογράφει ο γενικός γραμματέας Δημόσιας Υγείας του υπουργείου Ιωάννης Μπασκόζος, η Ελλάδα είναι χώρα χαμηλής ενδημικότητας για τη φυματίωση και στις συνθήκες αυτές ο καθολικός εμβολιασμός παιδιών της Α΄ Δημοτικού δεν έχει επαρκή αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, καθολικός αντιφυματικός εμβολιασμός σε παιδιά της Α΄ Δημοτικού δεν εφαρμόζεται πλέον σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, με αυτά τα δεδομένα και κατόπιν εισηγήσεων της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών αποφασίστηκε η διακοπή της εφαρμογής καθολικού αντιφυματικού εμβολιασμού (εμβόλιο BCG) στα παιδιά Α΄ Δημοτικού και η τροποποίηση του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών. Eιδικότερα, αυτό που πλέον ισχύει είναι ότι η πρόληψη της φυματίωσης συστήνεται να γίνεται με εμβολιασμό με BCG στη γέννηση σε νεογνά αυξημένου κινδύνου και συγκεκριμένα:
• Νεογνά μεταναστών που προέρχονται από χώρες με υψηλό ή μέσο δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης ή που ζουν σε δυσχερείς συνθήκες.
• Νεογνά αθιγγάνων καθώς και άλλων πληθυσμιακών ομάδων που ζουν σε συνθήκες ομαδικής διαβίωσης.
• Νεογνά μητέρων που έχουν μολυνθεί με τον ιό ΗIV (εξαιρούνται βρέφη που έχουν ήδη συμπτωματολογία βρεφικού έιτζ).
• Νεογνά οικογενειών που πρόκειται να μετακινηθούν σε χώρες με υψηλό ή μέσω δείκτη φυματιώδους διαμόλυνσης, και
• Νεογνά στο άμεσο περιβάλλον των οποίων υπάρχει άτομο με ενεργό φυματίωση, το οποίο δεν συμμορφώνεται στη θεραπεία ή πάσχει από πολυανθεκτική νόσο και το παιδί δεν μπορεί να απομακρυνθεί.
Επίσης, ο εμβολιασμός με BCG συστήνεται και σε μεγαλύτερα βρέφη και παιδιά των συγκεκριμένων ομάδων αυξημένου κινδύνου, μέχρι και την ηλικία των πέντε ετών.
Υπενθυμίζεται ότι η φυματίωση είναι νόσημα που προκαλείται από μυκοβακτηρίδιο που προσβάλλει συνήθως τους πνεύμονες. Μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο με την εισπνοή σταγονιδίων που περιέχουν μυκοβακτηρίδια. Οι περισσότεροι άνθρωποι που εισπνέουν τα μυκοβακτηρίδια μολύνονται, αλλά ο οργανισμός έχει την ικανότητα να αμυνθεί και να σταματήσει την ανάπτυξή τους.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ