ανάγκη. Ακόμη όμως και η υποχώρηση των εισαγωγών τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, οφείλεται όχι στην αντικατάσταση των εισαγόμενων προϊόντων από εγχωρίως παραγόμενα, αλλά σε σημαντικό βαθμό στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) για την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου, προκύπτει ότι από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ, το 2001, έως και το 2015, το σωρευτικό εμπορικό έλλειμμα, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, είναι κάτι περισσότερο από το τρέχον χρέος της χώρας: 348 δισ. ευρώ είναι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου την περίοδο 2001 – 2015, ενώ 327 δισ. ευρώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης.
Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία εν μέρει έχει αλλάξει το παραγωγικό της πρότυπο και έχει ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της φανερώνεται από τα ακόλουθα στοιχεία: Οι εισαγωγές αφού έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο το 2008, σε 51,82 δισ. ευρώ (χωρίς τα πετρελαιοειδή), άρχισαν να υποχωρούν δραστικά από το 2009 και έπειτα για να διαμορφωθούν το 2015 στα 32,47 δισ. ευρώ, περίπου δηλαδή στα επίπεδα του 2001 (32,18 δισ. ευρώ). Οι εξαγωγές αυξήθηκαν σταδιακά από το 2001 έως και το 2008 για να υποχωρήσουν το 2009 και στη συνέχεια να ακολουθήσουν ανοδική πορεία με τη χρονιά ρεκόρ να είναι το 2015, όταν η αξία τους διαμορφώθηκε σε 18,05 δισ. ευρώ. Το δε έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μπορεί να μην βρίσκεται πια στα ακραία επίπεδα του 2008, όταν είχε διαμορφωθεί σε 35,08 δισ. ευρώ, παραμένει όμως σημαντικό, καθώς το 2015 έφτασε τα 14,42 δισ. ευρώ.
Οπως επισημαίνει ο ΠΣΕ, την τελευταία διετία παρατηρείται σχετική στασιμότητα σε επίπεδο τόσο των εισαγωγών όσο και των εξαγωγών, φαινόμενο το οποίο ο σύνδεσμος αποδίδει στις επιπτώσεις της αποεπένδυσης των προηγούμενων ετών στην ελληνική οικονομία, αλλά και στην έλλειψη ρευστότητας στις επιχειρήσεις.
Από την ανάλυση των στοιχείων των εισαγωγών για την περίοδο 2008 – 2015 προκύπτει ότι «λείπουν» από την εγχώρια μεταποίηση (υπό τη μορφή των πρώτων υλών) και το εμπόριο (ως τελικά καταναλωτικά αγαθά) προϊόντα αξίας άνω των 21,5 δισ. ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κύκλους εργασιών επιχειρήσεων, θέσεις εργασίας και φόρος προς είσπραξη από το Δημόσιο. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών προκύπτει «απώλεια» της τάξης των 19,36 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι οι επιπτώσεις ήταν καθολικές για όλους σχεδόν τους κλάδους του εμπορίου και της μεταποίησης. Η μεγαλύτερη ύφεση παρατηρείται στους κλάδους των οχημάτων, των δομικών υλικών και της αγροτικής παραγωγής, ενώ αντιθέτως σημαντικές αντοχές καταγράφουν τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Έντυπη