Άρειος Πάγος 289/2013 Έννοια «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας
(Έννοια «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας)
ΑΠ 289 / 2013
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 289/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Ρ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κοινωνίας με την επωνυμία “Α. και Μ. Τ.”, που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Τ. του Κ. και 3) Μ. συζ. Α. Τ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Γάτσιο και Πέτρο Μηλιαράκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 813/2007, όπως αυτή διορθώθηκε με την 56/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 334/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-1-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 8-1-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό, μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ., που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη των μελών της (άρθρο 22 Εμπ.Ν.) και ο σχηματισμός της επωνυμίας της από τα ονόματα αυτών, υπάρχει και όταν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, ως ομόρρυθμη εταιρία “εν τοις πράγμασι”, εφόσον, ασκεί εμπορικές πράξεις, εμφανίζεται ενώπιον του κοινού ως εταιρία και αναλαμβάνει με ένα από τα μέλη της τις υποχρεώσεις έναντι των τρίτων. Τέλος, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του αυτού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (Ολ.ΑΠ 14/2007), αρκεί να εκτίθενται τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστή να διαγνώσει τον τύπο της εταιρίας που πράγματι έχει συσταθεί και τον οποίο αυτός θα χαρακτηρίσει, χωρίς να δεσμεύεται από τον τυχόν δοθέντα από τους συμβληθέντες χαρακτηρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε κατά των αναιρεσιβλήτων την από 25-5-2006 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία, κατά την ορθή εκτίμηση αυτής, εκθέτει ότι προσλήφθηκε την 1-3-2004 από την πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία “…………………”, που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, μέλη της οποίας είναι ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι (Α. Τ. και Μ. Τ.), με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως Διευθυντής του εποχιακής λειτουργίας τουριστικού συγκροτήματος της πρώτης, που βρίσκεται στις … και λειτουργεί με το διακριτικό τίτλο “…………………”. Την 1-3-2005 επαναπροσλήφθηκε με νέα σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι 30-11-2006 και εργάστηκε προσφέροντας τις υπηρεσίες του μέχρι 15-3-2006 όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης τον απέλυσε προφορικά χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να του καταβάλουν τα αιτούμενα ποσά για μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών κ.λπ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, δεδομένου ότι περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θεμελιώνουν την υποχρέωση των εναγομένων ως εργοδοτών αυτού να του καταβάλλουν τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς. Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, απέρριψε ως απαράδεκτη την εν λόγω αγωγή, διότι έκρινε ότι αυτή είναι αόριστη, με την αιτιολογία ότι, η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως εταιρία χωρίς να αναφέρεται αν πρόκειται περί εταιρίας δημοσιευμένης ή έστω αδημοσίευτης “εν τοις πράγμασι”, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εταίρου, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Και τούτο, διότι κατά τα προαναφερθέντα ορθώς η αγωγή στράφηκε κατά των αναιρεσιβλήτων, εφόσον σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής ότι η πρώτη ενάγεται ως εταιρία “ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι”, η οποία είχε εμπορικό σκοπό και δη την εκμετάλλευση του αναφερόμενου ξενοδοχείου, με μοναδικά μέλη της, τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την εξέδωσαν, σύμφωνα με την αληθή έννοια του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 334/2011 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: http://www.taxheaven
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Ρ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κοινωνίας με την επωνυμία “Α. και Μ. Τ.”, που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Τ. του Κ. και 3) Μ. συζ. Α. Τ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Γάτσιο και Πέτρο Μηλιαράκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 813/2007, όπως αυτή διορθώθηκε με την 56/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 334/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19-1-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 8-1-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 62 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό, μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ’ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ., που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον δε απονεμήθηκε από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ’ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ’ ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσεως της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η απεριόριστη και εις ολόκληρο ευθύνη των μελών της (άρθρο 22 Εμπ.Ν.) και ο σχηματισμός της επωνυμίας της από τα ονόματα αυτών, υπάρχει και όταν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, ως ομόρρυθμη εταιρία “εν τοις πράγμασι”, εφόσον, ασκεί εμπορικές πράξεις, εμφανίζεται ενώπιον του κοινού ως εταιρία και αναλαμβάνει με ένα από τα μέλη της τις υποχρεώσεις έναντι των τρίτων. Τέλος, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 118 και 216 του αυτού Κώδικα, συνάγεται ότι σε περίπτωση ενώσεως προσώπων ή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, για το κύρος του δικογράφου της αγωγής, είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (Ολ.ΑΠ 14/2007), αρκεί να εκτίθενται τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία που θα επιτρέψουν στο δικαστή να διαγνώσει τον τύπο της εταιρίας που πράγματι έχει συσταθεί και τον οποίο αυτός θα χαρακτηρίσει, χωρίς να δεσμεύεται από τον τυχόν δοθέντα από τους συμβληθέντες χαρακτηρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε κατά των αναιρεσιβλήτων την από 25-5-2006 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία, κατά την ορθή εκτίμηση αυτής, εκθέτει ότι προσλήφθηκε την 1-3-2004 από την πρώτη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία “…………………”, που εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα, μέλη της οποίας είναι ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι (Α. Τ. και Μ. Τ.), με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως Διευθυντής του εποχιακής λειτουργίας τουριστικού συγκροτήματος της πρώτης, που βρίσκεται στις … και λειτουργεί με το διακριτικό τίτλο “…………………”. Την 1-3-2005 επαναπροσλήφθηκε με νέα σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας μέχρι 30-11-2006 και εργάστηκε προσφέροντας τις υπηρεσίες του μέχρι 15-3-2006 όταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης τον απέλυσε προφορικά χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να του καταβάλουν τα αιτούμενα ποσά για μισθούς υπερημερίας, δώρα εορτών κ.λπ. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ήταν αρκούντως ορισμένη ως προς την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων, δεδομένου ότι περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θεμελιώνουν την υποχρέωση των εναγομένων ως εργοδοτών αυτού να του καταβάλλουν τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς. Επομένως, το Εφετείο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, απέρριψε ως απαράδεκτη την εν λόγω αγωγή, διότι έκρινε ότι αυτή είναι αόριστη, με την αιτιολογία ότι, η πρώτη εναγομένη ενάγεται ως εταιρία χωρίς να αναφέρεται αν πρόκειται περί εταιρίας δημοσιευμένης ή έστω αδημοσίευτης “εν τοις πράγμασι”, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εταίρου, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Και τούτο, διότι κατά τα προαναφερθέντα ορθώς η αγωγή στράφηκε κατά των αναιρεσιβλήτων, εφόσον σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής ότι η πρώτη ενάγεται ως εταιρία “ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι”, η οποία είχε εμπορικό σκοπό και δη την εκμετάλλευση του αναφερόμενου ξενοδοχείου, με μοναδικά μέλη της, τους δεύτερο και τρίτη των εναγομένων οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αληθώς από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την εξέδωσαν, σύμφωνα με την αληθή έννοια του άρθρου 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 334/2011 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: http://www.taxheaven