Το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου (22/10) το ερευνητικό σκάφος «Surveyor», μισθωμένο από το Πολυτεχνείο Κρήτης αναχώρησε από τη θαλάσσια περιοχή νότια της Ρόδου με πορεία δυτικά προς το Αιγαίο.
Για τρεις ημέρες είχε παραμείνει εκεί, συνοδευόμενο από δύο φρεγάτες, την
Δελληνική «Νικηφόρος Φωκάς» και την τουρκική «Gelibolu». Η τουρκική φρεγάτα συνόδευσε το «Surveyor» μέχρι περίπου το μέσον της Ρόδου και έπειτα έστριψε ανατολικά.
Το σημείο της στροφής του τουρκικού πλοίου δεν ήταν τυχαίο, ούτε και σηματοδοτούσε κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά. Συμπίπτει με τον 28ο μεσημβρινό, ο οποίος διατέμνει νοητά τη Ρόδο περίπου στη μέση του νησιού και είναι ένα όριο που οι τουρκικές ναυτικές δυνάμεις χρησιμοποιούν προκειμένου να προσδιορίσουν τον ισχυρισμό τους για θαλάσσια αρμοδιότητα σε εκείνο το κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου.
Προφανώς, σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή περιλαμβάνεται και όλη η επιφάνεια νότια του Καστελλόριζου. Η συγκεκριμένη τακτική δεν είναι άγνωστη ούτε στο Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) και στην Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) ούτε βεβαίως και στο ΓΕΕΘΑ, γι’ αυτό και τηρούνται πολύ χαμηλοί τόνοι.
Ο 28ος μεσημβρινός εξηγεί σε σημαντικό βαθμό και το γεγονός των συχνών αεροναυτικών ασκήσεων Ερευνας και Διάσωσης που πραγματοποιούν οι ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή. Πέρα από την παραδοσιακή αμιγώς ελληνοτουρκική διάσταση που έχει η διεκδίκηση ζωτικού θαλάσσιου χώρου από την Αγκυρα, στρατιωτικές και διπλωματικές πηγές με πολυετή γνώση των ζητημάτων που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, τονίζουν ότι η Τουρκία διεκδικεί πλέον να εδραιώσει την παρουσία της ως η κατεξοχήν ναυτική δύναμη της Λεκάνης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η στροφή που φαίνεται ότι έχει κάνει η Τουρκία στο βέτο το οποίο μέχρι πρότινος έθετε για συγχώνευση της επιχείρησης της Ε.Ε. «Sophia» στην Κεντρική Μεσόγειο με εκείνη του ΝΑΤΟ (η οποία έχει την κωδική ονομασία «Sea Guardian» και θα διαδεχθεί την υφιστάμενη «Active Endevor») λόγω της συμμετοχής σε αυτήν και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
H απόφαση
Η σύνοδος των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ στις 26 και 27 Οκτωβρίου έλυσε αυτή την εκκρεμότητα, γεγονός που σημαίνει ότι αναλόγως έχει και η Κύπρος υποχωρήσει από τη σχετική αντίδρασή της ως χώρα της Ε.Ε. για την τουρκική συμμετοχή στην κοινή επιχείρηση. Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο του «Sea Guardian», πλοία της Τουρκίας θα μπορούν να επιχειρούν και στην Κεντρική Μεσόγειο. Μέσω της κοινής επιχείρησης ΝΑΤΟ – Ε.Ε., η Ελλάδα επίσης προσπαθεί να αυξήσει το ειδικό βάρος της στην περιοχή, προκειμένου να κατορθώσει να διατηρήσει τη ναυτική φήμη της (μέχρι πολύ πρόσφατα ο ελληνικός στόλος κατατασσόταν μεταξύ των ισχυροτέρων διεθνώς, με μαχητική αξία να αντιστοιχεί στο 80% του αμερικανικού ναυτικού).
Λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα παρέχει ώς τώρα, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων «Active Endevor» και «Sophia» δύο υποβρύχια τα οποία αθροιστικά παραμένουν για τρεις μήνες τον χρόνο, με ενδιάμεσα τρίμηνα διαλείμματα. Πρόκειται για επιχειρήσεις σημαντικού μεγέθους, στις οποίες άλλοτε η Ελλάδα έστελνε ως στοιχείο προβολής ισχύος μία φρεγάτα. Εμπειρα στρατιωτικά στελέχη αντιλαμβάνονται ότι στην ευρύτερη περιοχή, πέρα από την Τουρκία, ακόμη και χώρες με παραδοσιακό προσανατολισμό προς την ξηρά, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ενισχύουν τον θαλάσσιο βραχίονά τους με πλοία και υποβρύχια μεγαλύτερου εκτοπίσματος και αυξημένων δυνατοτήτων.
Ενας πολύ σημαντικός λόγος που οι χώρες αυτές αναβαθμίζουν τους στόλους τους, είναι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου και η σχεδόν δεδομένη εξέλιξη της μεταφοράς του κατά κύριο λόγο μέσω δεξαμενοπλοίων υγροποιημένου αερίου (LNG). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι, αντιλαμβανόμενοι την προστιθέμενη αξία που αποκτά για κάθε χώρα η ναυτική ισχύς στη Μεσόγειο, οι Ιταλοί πιέζουν για περαιτέρω αναβάθμιση του νατοϊκού στρατηγείου στη Νάπολη.
Οι πρωτοβουλίες
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι, παρά την κρίση, το απαιτητικό αυτό περιβάλλον πιέζει εκ των πραγμάτων για πρωτοβουλίες. Μέχρι και αυτή τη στιγμή δεν έχει διατυπωθεί εθνική θαλάσσια πολιτική (πόσο μάλλον στρατηγική), ωστόσο τονίζεται ότι η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθεί το εύρος των αποστολών που αναλαμβάνει το ΝΑΤΟ τόσο στην ανοικτή (blue water) όσο και στην κλειστή θάλασσα (brown water). Επίσης, η μείωση του αμερικανικού στόλου από περίπου χίλια πλοία το 1990 σε περίπου τριακόσια σήμερα, εκ των πραγμάτων μεταφέρει την ευθύνη διατήρησης της παρέμβασης του ΝΑΤΟ στα χέρια και των υπολοίπων συμμάχων.
Γι’ αυτό και από το ΓΕΝ γίνονται διαρκείς κρούσεις για την ανάγκη συμμετοχής σε επιχειρήσεις με πλοίο το οποίο μπορεί να κάνει προβολή της ελληνικής ισχύος (show of force) και τη δυνατότητα αξιόπιστης και ουσιαστικής εξυπηρέτησης των συμμαχικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Στρατιωτικές πηγές υπενθύμιζαν ότι προ του 2010 το ελληνικό Π.Ν. ήταν από τις σημαντικότερες δεξαμενές ναυτικών δυνάμεων της Συμμαχίας, σε αναλογία πολύ υψηλότερη από άλλες μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες. Ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της αξιοπιστίας στο εσωτερικό των συμμαχικών δομών, περιγράφεται η πρώτη ναυτική επιχείρηση της Ε.Ε. στις ακτές της Σομαλίας, η οποία είχε ως πρώτο διοικητή της, αρχιπλοίαρχο του Π.Ν.
Προφανώς, προκειμένου να υλοποιηθεί ένας τέτοιος σχεδιασμός απαιτούνται κινήσεις που θα επιτρέψουν τη συντήρηση του υπάρχοντος στόλου και, ενδεχομένως, την επαύξησή του. Η δημοσιονομική συγκυρία δεν επιτρέπει την αγορά νέων πλοίων, ωστόσο η πιθανότητα ενίσχυσης με παλαιότερες μονάδες (π.χ. από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ), είναι αρκετά σοβαρή. Υπάρχουν και αρκετά προωθημένες σκέψεις για αξιοποίηση της ναυτικής εμπειρίας του Π.Ν., μέσω παροχής εκπαίδευσης ή ακόμη και μίσθωσης δυνάμεων σε άλλες χώρες για έργα θαλάσσιας ασφάλειας. Τέλος, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων επιχειρεί να αναδείξει και το συγκριτικό πλεονέκτημα της ναυτικής βάσης της Σούδας. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Ευάγγελος Αποστολάκης προωθεί τη δυναμική της Σούδας στην ανατολική Μεσόγειο και –παρά τις δυσκολίες– επιχειρεί να τη μετατρέψει σε υπόδειγμα στρατιωτικής ναυτικής βάσης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ