Στα 76 δισ. ευρώ ανέρχεται ο τζίρος των 690 μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ενώ ειδικά το λιανικό εμπόριο μετά από μια δεκαετία έντονης ανόδου (2000-2008) συρρικνώθηκε κατά 5% ετησίως, σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας που εστιάζει στον εντοπισμό των διαρθρωτικών αδυναμιών των ΜμΕ του κλάδου.
Ο αριθμός των επιχειρήσεων στο λιανεμπόριο περιορίστηκε σωρευτικά κατά περίπου 30.000 καταστήματα, αντιστοιχώντας σε συνολική πτώση της τάξης του 16% (28% στην Αττική). Ανθεκτικότερα αποδείχθηκαν τα είδη πρώτης ανάγκης (λιανεμπόριο τροφίμων και σουπερμάρκετ) με πτώση πωλήσεων της τάξης του 25% στο διάστημα 2008-2015, ενώ εντονότερη πίεση δέχθηκε το εμπόριο διαρκών καταναλωτικών αγαθών (είδη οικιακού εξοπλισμού) με πτώση πωλήσεων της τάξης του 60% κατά την ίδια περίοδο.
Με τον όγκο πωλήσεών του να συρρικνώνεται, το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα προσανατολίζεται σε μια υποχρεωτική αναδιάρθρωση και στην ανεύρεση ενός νέου προτύπου δομών και λειτουργίας, εκτιμά η μελέτη. Ευρέως αποδεκτή ως βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου είναι ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτουν τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων έναντι μόλις ¼ στην ΕΕ.
Ο κλάδος χρειάζεται αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων και ενίσχυση της κουλτούρας επιχειρηματικότητας, καθώς τα 4/5 των ΜμΕ αντιστοιχούν σε ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν αντίστοιχο μερίδιο στο σύνολο του εγχώριου εταιρικού τομέα (έναντι μόλις ½ του εταιρικού τομέα στην Ευρώπη).
Η αδύναμη εικόνα της «μέσης» επιχείρησης λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα αποκρύπτει έντονες ανομοιογένειες, καθώς έχουμε τη συνύπαρξη: i) δυναμικών επιχειρήσεων (38% του τομέα) και ii) αδύναμων επιχειρήσεων (¼ του τομέα) οι οποίες βρίσκονται στα όρια επιβίωσης χωρίς να έχουν προβεί σε καμία επενδυτική ή στρατηγική κίνηση την τελευταία πενταετία.
Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων λιανεμπορίου δημιουργεί πιέσεις στη ρευστότητα και στον εμπορικό κύκλο τους, καθώς οι προμηθευτές τους έχουν έντονο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, με τον βασικό προμηθευτή να καλύπτει το 40% των συνολικών πρώτων υλών και να είναι κυρίως μεγάλη επιχείρηση.
Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματική χρήση παγίων κεφαλαίων, χρησιμοποιώντας σχεδόν 5πλάσιας αξίας πάγια κεφάλαια σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για να πετύχει €1 πωλήσεων. Η αναδιάρθρωση του κλάδου εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί χωρίς ωστόσο έντονες πιέσεις περιορισμού της απασχόλησης. Η επόμενη ημέρα του λιανικού εμπορίου αφορά μεγαλύτερες επιχειρήσεις που θα έχουν τη δυναμική να επιφέρουν υψηλή προστιθέμενη αξία στον κλάδο, μέσω στρατηγικών (i) branding, (ii) e-commerce, και (iii) αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης με προμηθευτές
Οσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου, όπως αποτυπώθηκαν στην έρευνα της ΕΤΕ βάσει ερωτηματολογίου σε δείγμα 300 επιχειρήσεων, το επιχειρηματικό κλίμα στο λιανικό εμπόριο εμφανίζεται πιο αδύναμο από τον μέσο όρο του ελληνικού τομέα των ΜμΕ.
Παράλληλα, το ποσοστό των ΜμΕ λιανεμπορίου που δηλώνει ότι έχει επιχειρηματικό σχέδιο ανάπτυξης είναι μόλις 22% έναντι 39% για το σύνολο των ΜμΕ. Εστιάζοντας στις διαρθρωτικές στρεβλώσεις, ξεχωρίζουν δύο χαρακτηριστικά:
Οι μικρές επιχειρήσεις καλύπτουν το μεγαλύτερο κομμάτι του τομέα στην Ελλάδα – δηλαδή, το 71% της απασχόλησης (έναντι 56% για τις ελληνικές ΜμΕ συνολικά και 37% για τις ΜμΕ λιανικού εμπορίου στην ΕΕ) και το 66% των πωλήσεων (έναντι 34% για τις ελληνικές ΜμΕ συνολικά και 25% για τις ΜμΕ λιανικού εμπορίου στην ΕΕ).
ΒΗΜΑ