Έχουν συμπληρωθεί 70 χρόνια από την 1η Οκτωβρίου 1946. Εκείνη την ημέρα 12 από τους 22 κατηγορούμενους των δικών της Νυρεμβέργης καταδικάστηκαν σε θάνατο διά απαγχονισμού, επτά οδηγήθηκαν στις φυλακές εγκληματιών
πολέμου στο Σπάνταου του Βερολίνου και τρεις αθωώθηκαν. Δεν ήταν μόνο η κατακλείδα μιας γιγάντιας δικαστικής υπόθεσης όπου υποβλήθηκαν 2.630 έγγραφα και κατέθεσαν 270 μάρτυρες, αλλά και η ολοκλήρωση μιας παγκόσμιας δικαστικής πρωτοτυπίας: Ένα διεθνές στρατιωτικό δικαστήριο απένειμε δικαιοσύνη.
Ηγετικά στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Αδόλφου Χίτλερ κλήθηκαν να λογοδοτήσουν στο όνομα του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά στη Νυρεμβέργη, την πόλη των κομματικών συνεδρίων των Εθνικοσοσιαλιστών και τόπο διεξαγωγής μεγάλων προπαγανδιστικών τους εκδηλώσεων. Τα πρωτοκλασάτα στελέχη κλήθηκαν να απολογηθούν όχι επειδή έχασαν τον πόλεμο, αλλά επειδή τον ξεκίνησαν. Η διεξαγωγή αυτών των δικών θα ήταν αδύνατη χωρίς προηγούμενο συντονισμό των Συμμάχων για την εναρμόνιση των διαφορετικών νομικών τους συστημάτων.
Το Διεθνές Δίκαιο αλλάζει όψη
Τα θεμέλια για τη διεξαγωγή των δικών της Νυρεμβέργης μπήκαν στο Λονδίνο. Στις 8 Αυγούστου 1945 οι νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέγραψαν τη Χάρτα του Λονδίνου, η οποία ρύθμιζε τον τρόπο διεξαγωγής των δικών. Η ιδέα να καθίσουν στο εδώλιο ηγετικά στελέχη των ναζί ανήκε στις ΗΠΑ, οι οποίες γνώριζαν ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου μέσω μυστικών υπηρεσιών για τα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών και των συμμάχων τους στην ανατολική Ευρώπη εναντίον αμάχων.
Στο Λονδίνο συμφωνήθηκαν τα βασικά σημεία του κατηγορητηρίου στη Νυρεμβέργη: Σχεδιασμός και διεξαγωγή ενός επιθετικού πολέμου, παραβίαση του δικαίου του πολέμου (δηλαδή εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η τελευταία νομική κατηγορία μάλιστα «γεννήθηκε» στο Λονδίνο. Οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έθεσαν σε νέα βάση το διεθνές δίκαιο, καταργώντας ουσιαστικά τις αρχές της Συνθήκης Ειρήνης της Βεστφαλίας, με την οποία τερματίστηκε το 1648 ο Τριακονταετής Πόλεμος. Μέχρι τότε (1945) τα κυρίαρχα κράτη μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν στους πολίτες τους και να συνεχίζουν τους πολέμους για όσο διάστημα αισθάνονταν επαρκώς ισχυρά. Με τη Χάρτα του Λονδίνου μπήκε ένα τέλος σε αυτή τη νομική αντίληψη.
Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ο Χέρμαν Γκέρινγκ, επικεφαλής της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας και κορυφαίο στέλεχος των ναζί μεταξύ των κατηγορουμένων στη Νυρεμβέργη, είχε την πεποίθηση ότι βρισκόταν νομικά στο απυρόβλητο. Όπως έλεγε σαρκαστικά, «όλα όσα έγιναν στη χώρα μας, δεν σας αφορούν στο παραμικρό». Κι άλλοι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να σχετικοποιήσουν τις ευθύνες τους και να κρυφτούν πίσω από τον Χίτλερ, αρνούμενοι ότι ήταν υπεύθυνοι για τα εγκλήματά τους. Αυτή η στρατηγική δεν μπόρεσε να συνεχιστεί πάντως όταν άρχισαν στο δικαστήριο οι καταθέσεις επιζώντων, που αποκάλυψαν την ανείπωτη φονική δράση του ναζιστικού καθεστώτος. Μόνο ο Γκέρινγκ έμεινε αταλάντευτος ως το τέλος: Αλαζονικός, αμετανόητος και εν τέλει δειλός. Προκειμένου να μην εκτελεστεί αυτοκτόνησε.
Οι προσδοκίες των νομικών δεν εκπληρώθηκαν
Την 1η Οκτωβρίου, όταν ο Βρετανός αρχιδικαστής Τζέφρι Λόρενς έθεσε τέλος τις ιστορικές δίκες της Νυρεμβέργης με την ανάγνωση των αποφάσεων, ποινικολόγοι και διεθνολόγοι ήλπιζαν ότι ο κόσμος είναι θωρακισμένος για το μέλλον απέναντι σε διεθνή εγκλήματα. Ωστόσο, αυτή η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε, κάτι που είναι σε μεγάλο βαθμό συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε. Αυτό άλλαξε μόλις μεταξύ 1989 και 1991. Τα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Ρουάντα αποτέλεσαν αφορμή για ποινική δίωξη των διεθνών μαζικών εγκλημάτων.
Ωστόσο, παρά την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΠΔ) με το Καταστατικό της Ρώμης, πολλές χώρες δεν υποστήριξαν επαρκώς τον θεσμό. Οι ΗΠΑ, η Κίνα και το Ισραήλ αρνήθηκαν να επικυρώσουν το καταστατικό. Ως εκ τούτου είναι ασαφές σήμερα αν οι αποφάσεις του ΔΠΔ θα τύχουν ποτέ τόσο θετικής αξιολόγησης όσο οι εκείνες που προέκυψαν από τις δίκες της Νυρεμβέργης 70 χρόνια πριν.
Πηγή: DW