Τη μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση μεταξύ όλων των χωρών-μελών, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, έχει λάβει η ελληνική οικονομία από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η Ελλάδα έχει λάβει κατά την περίοδο 2000 – 2015 συνολικές ενισχύσεις από την Ε.Ε. ύψους
71,8 δισ. ευρώ, δηλαδή, περίπου 4,5 δισ. ευρώ, κατά μέσον όρο, ετησίως. Πρόκειται για χρήματα (όχι δάνεια) που κατευθύνονται για την ενίσχυση του αγροτικού τομέα, την κατασκευή έργων υποδομής, την ενίσχυση της απασχόλησης, τη χρηματοδότηση επενδύσεων, επιχειρήσεων κ.ά. και είναι εντελώς ανεξάρτητα από τη χρηματοδότηση-δάνεια που έχει λάβει η χώρα μας μέσω των τριών μνημονίων, για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού αδιεξόδου.
Οι κοινοτικές ενισχύσεις που έχει λάβει η χώρα μας είναι –σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας– κατά 35% υψηλότερες των κεφαλαίων που έχει λάβει στο αντίστοιχο διάστημα η Πορτογαλία, κατά 250% υψηλότερα σε σχέση με τη χρηματοδότηση που έχει λάβει η Ιρλανδία και κατά 320% σε σχέση με αυτή της Ισπανίας.
Οι καθαρές ευρωπαϊκές ενισχύσεις που λαμβάνει κάθε χρόνο ο εγχώριος προϋπολογισμός αντιστοιχούν, κατά μέσον όρο, στο 2,36% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, οι κοινοτικές ενισχύσεις έχουν θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Ετσι, για παράδειγμα, το 2015 που η οικονομία συρρικνώθηκε κατά -0,2%, αν δεν υπήρχαν τα κοινοτικά χρήματα η μείωση θα έφθανε το -1,2%.
Οι κοινοτικές ενισχύσεις που λαμβάνουμε, ως ποσοστό του ΑΕΠ, συγκρίνεται μόνο με τις ενισχύσεις που λαμβάνουν τα νεότερα μέλη της Ε.Ε., κυρίως χώρες από το πρώην ανατολικό μπλοκ (Λιθουανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Λετονία, Εσθονία, Πολωνία).
Μέσω του ΕΣΠΑ ή αντίστοιχων παλαιότερων ευρωπαϊκών προγραμμάτων έχουν χρηματοδοτηθεί και χρηματοδοτούνται μεγάλα έργα υποδομής (μετρό, οδικοί άξονες, αεροδρόμια, δίκτυα, γέφυρες, λιμάνια κ.ά.), ενώ οι ετήσιες ενισχύσεις προς τον αγροτικό τομέα ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ! Παράλληλα, χρηματοδοτούνται χιλιάδες μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες μέσω αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Επιπλέον, ειδικά τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης το ΕΣΠΑ μέσω μιας «δημιουργικής ερμηνείας» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για να χρηματοδοτήσει βασικές λειτουργίες του κράτους: απασχόληση εκπαιδευτικού προσωπικού (πάνω από 100.000 κάθε έτος), νοσοκομειακού προσωπικού κ.ά., λειτουργία παιδικών σταθμών, πολιτιστικές δραστηριότητες, ανέγερση σχολείων, ενίσχυση πανεπιστημίων, νοσοκομείων, ανάδειξη αρχαιολογικών – πολιτιστικών χώρων, προστασία περιβάλλοντος, προμήθεια αστικών λεωφορείων, φροντίδα ατόμων με αναπηρία, κοινωνικά παντοπωλεία, δομές σίτισης, ενίσχυση επιμόρφωση ανέργων, ανάπλαση πλατειών – πεζοδρομήσεις, αποκομιδή σκουπιδιών, επεξεργασία αστικών λυμάτων κ.ά.
Και… περιπολικά
Ακόμα και οι αγορές νέων περιπολικών της αστυνομίας, ή η ενίσχυση υποδομών των Ενόπλων Δυνάμεων ή η εκτύπωση των σχολικών βιβλίων με τη χρηματοδοτική βοήθεια του ΕΣΠΑ γίνονται! Δεν υπάρχει σημείο χωρίς έργο ή δραστηριότητα που δεν έχει χρηματοδοτηθεί από ΕΣΠΑ. Επιπρόσθετα η Ε.Ε. για να διευκολύνει χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, και αδυνατούν να καλύψουν την εθνική συμμετοχή αποφάσισε την αύξηση της άμεσης χρηματοδότησης (που μεταφράζεται για την Ελλάδα σε πρόσθετη ρευστότητα 500 εκατ. και εξοικονόμηση 2 δισ. για τον προϋπόλογισμό), καταβάλλοντας το 95% του συνολικού κόστους των έργων.
Παρ’ όλα αυτά, το 80% των συμπολιτών μας πιστεύει η Ε.Ε. είναι αυτή που ωφελήθηκε από την Ελλάδα και όχι η Ελλάδα (διαΝΕΟσις Φεβ. 2016). Σύμφωνα με την Public Issue (Βαρόμετρο, Μάιος 2016), το 55% των πολιτών έχει αρνητική άποψη για την Ε.Ε., ενώ η υποστήριξη προς το ευρώ έχει υποχωρήσει στο 55% (από 66% τον Οκτώβριο 2015). Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος τεκμηριωμένα ότι η επίδραση της Ε.Ε. στην Ελλάδα ήταν αρνητική σε κάποιον τομέα.
Ποιες χώρες τα έδωσαν και πού πήγαν
Ασφαλώς, η αντιευρωπαϊκή «έκρηξη» συνδέεται με την παρατεταμένη οικονομική κρίση που δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας εδώ και 8 χρόνια. Ωστόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες συνολικά του πολιτικού προσωπικού, που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της κρίσης, μετέφερε τις ευθύνες σε τρίτους. Με πολεμική ρητορική καλλιεργήθηκαν αφηγήματα ότι την κρίση την προκάλεσαν τα μνημόνια, το ευρώ, τα τοκογλυφικά επιτόκια, τα δομικά προβλήματα της Ε.Ε., ότι θέλουν να μετατρέψουν τη χώρα σε αποικία χρέους, να αγοράσουν τα πάντα για «ένα κομμάτι ψωμί», ότι μας δανείζουν για να αγοράζουμε τα βιομηχανικά προϊόντα του Βορρά ή αμυντικό εξοπλισμό κ.ά.
Το εξαιρετικά μικρό μέγεθος της χώρας μας ως αγορά, αποτελεί μόλις το 1,6% της Ε.Ε., δεν στάθηκε εμπόδιο στη συνωμοσιολογία. Ούτε οι αριθμοί: χώρες όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, η Σουηδία, η Γαλλία κ.ά. χρηματοδοτούν με δεκάδες δισ. ευρώ τον κοινοτικό προϋπολογισμό, με τη χώρα μας να είναι ένας από τους βασικούς αποδέκτες των χρημάτων αυτών! Μάλιστα, ένα από τα βασικά επιχειρήματα της πλευράς που υποστήριξε το Brexit ήταν οι υψηλές βρετανικές εισφορές στην Ε.Ε. που κατέληγαν, όπως φώναζαν οι λαϊκιστές, σε φαραωνικά έργα σε χώρες όπως η Ελλάδα! Και εδώ προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Διότι, αν η Ελλάδα είναι από τις πλέον ωφελημένες χώρες της Ε.Ε. γιατί δεν το βλέπουμε στην οικονομία; Στην καθημερινή ζωή μας;
Απλούστατα γιατί τα 72 δισ. σε μεγάλο βαθμό κατασπαταλήθηκαν (ασφαλώς, έχουν γίνει και πολλά σημαντικά έργα) από ένα πολιτικό σύστημα και μια δημόσια διοίκηση ανίκανα να διεκπεραιώσουν αποτελεσματικά το παραμικρό. Τα χρήματα «φαγώθηκαν» σε καταναλωτικούς σκοπούς και έργα υπερτιμολογημένα, συχνά περιττά, ασύνδετα, χωρίς σχεδιασμό. Επιπλέον, το πολιτικό προσωπικό δημιούργησε ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος λόγω της μεγάλης επέκτασης του κρατικού μηχανισμού και των αδιανόητα επιπόλαιων πολιτικών που ακολουθήθηκαν στο ασφαλιστικό.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη