ΑΠ 680/2016 (ποιν.) Χρεοκοπία: Έννοια του εγκλήματος. Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για χρεοκοπία, επειδή η διαζευκτική παραδοχή από το δικαστήριο περισσότερων από τους υπαλλακτικούς τρόπους τελέσεως αυτού δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για το πώς συντελέσθηκε το αδίκημα. Έλλειψη αιτιολογίας. Απαραίτητη η εξειδίκευση ποιων συγκεκριμένων υποχρεωτικώς τηρούμενων βιβλίων της εταιρίας παρέλειψαν να τηρήσουν ή να
εξαφανίσουν ή αποκρύψουν οι κατηγορούμενοι, ώστε να δυσχεράνουν τη διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας τόσο της πτωχεύσασας εταιρίας όσο και των ιδίων.
“Με το άρθρο 171 του Ν. 3588/10-7-2007 “Πτωχευτικός Κώδικας”, που ισχύει από 16-9-2007 (κατ’ άρθρ. 180 αυτού), θεσπίζεται ένα πτωχευτικό αδίκημα χρεοκοπίας -καταργουμένης της διακρίσεως του προϊσχύσαντος δικαίου μεταξύ απλής και δόλιας χρεοκοπίας, του οποίου οι νομοτυπικές μορφές (ποινικές υποστάσεις) περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο. Στην παράγραφο 1 του άρθρου τούτου ορίζεται, ότι “με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε: α)…, β)…, γ)…, δ)…, ε) παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, στ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά το νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, ζ) αντίθετα προς το νόμο, i) παραλείπει την κατά το νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του…”.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το έγκλημα της χρεοκοπίας είναι υπαλλακτικώς μικτό, διότι οι περισσότεροι τρόποι τελέσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής συμπεριφοράς, ώστε, αν ο δράστης πραγματώσει περισσότερους τους ενός τρόπους τελέσεώς του, συγχρόνως ή διαδοχικώς, ένα μόνο έγκλημα χρεοκοπίας τελεί. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, συντρέχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και, όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, προς την οποία εξομοιώνεται και εκείνη, που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της αποφάσεως, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά, που αναγράφονται στο διατακτικό της αποφάσεως εκτός βέβαια εάν το τελευταίο είναι τόσο αναλυτικό και πλήρως, ώστε να καθίσταται εντελώς περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέτοια δε περίπτωση υφίσταται και όταν η παράβαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, όταν, δηλαδή, έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Έτσι, επί καταδίκης για το προαναφερθέν πτωχευτικό αδίκημα της χρεοκοπίας, η τυχόν διαζευκτική παραδοχή από το δικαστήριο περισσότερων από τους υπαλλακτικούς τρόπους τελέσεως αυτού δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο για το πώς συντελέσθηκε το εν λόγω αδίκημα, οπότε επέρχεται εκ πλαγίου παράβαση της προπαρατεθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία στερεί την απόφαση νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα επί παραλείψεως της τηρήσεως των υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων στην οποία αφορά η περ. ε’ (της παρ. 1 άνω άρθρου 171 ως και επί εξαφανίσεως, αποκρύψεως κτλ. των εμπορικών βιβλίων στα οποία αφορά η περ. στ’ και περιλαμβάνονται τα μη υποχρεωτικά εμπορικά βιβλία ήτοι ενεργειών και παραλείψεων, που έχουν το νόημα της παρεμποδίσεως της γνώσεως και του ελέγχου της περιουσίας του πτωχεύσαντος εμπόρου εκ μέρους του συνδίκου και των πιστωτών, η καταδικαστική απόφαση πρέπει να εξειδικεύει τα κρίσιμα βιβλία, και τα οποία ως υποχρεωτικά) παρέλειψε τήρησε (περ. ε’ ) ή τα οποία αυτός εξαφάνισε, απέκρυψε ή παρασιώπησε την η ύπαρξή τους, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, ότι πραγματώθηκαν οι παραπάνω συμπεριφορές, άλλως η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως…
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, ως ενιαίο σύνολο, δεν διέλαβε την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι, αφενός μεν αυτή είναι ανεπαρκής ως προς τον τρόπο τελέσεως του προαναφερθέντος εγκλήματος, αφετέρου δε το πόρισμά της περιέχει ασάφειες και αντιφάσεις, η εμφιλοχώρηση των οποίων μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της αλλά και στο ίδιο το διατακτικό αυτής καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, στο διατακτικό της αποφάσεως διατυπώνονται διαζευκτικά οι τρόποι τελέσεως παρά των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων της αξιόποινης πράξεως της χρεοκοπίας, είτε δια παραλείψεως να τηρήσουν τα υποχρεωτικά εμπορικά βιβλία της αναφερόμενης Α.Ε. είτε δι’ εξαφανίσεως – αποκρύψεως αυτών ή παρασιωπήσεως της υπάρξεώς τους, οπότε υφίσταται ασάφεια, ως προς τον τρόπο με τον οποίο συντελέσθηκε το ανωτέρω αδίκημα και για ποια συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά (από τις περιπτώσεις ε’ και στ’ της παραγρ. 1 του άρθρου 171 Ν. 3588/2007) καταδικάστηκαν αυτοί. Εξάλλου, υφίσταται ασάφεια και αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, διότι στο μεν σκεπτικό το πόρισμα αυτής περιορίζεται στην παραδοχή, ότι “..οι κατηγορούμενοι δυσχέραιναν την πτώχευση της εταιρείας που αυτοί προκάλεσαν, αφού ουδέποτε τήρησαν τα υποχρεωτικά εμπορικά βιβλία…”, αναφερόμενο, δηλαδή, μόνο στην περίπτωση ε’ του άρθρου 171 παρ.1 Ν. 3588/2007, ενώ το διατακτικό, όπως προεκτέθηκε, αναφέρεται σε τρεις τρόπους τελέσεως της επίδικης πράξεως, ήτοι σε εκείνους των περιπτώσεων ε’ , στ’ και ζ’ της παραγρ. 1 του παραπάνω άρθρου, με συνέπεια να μην μπορούν να εξακριβωθούν τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως, που συγκροτούν την ταυτότητα του παραπάνω εγκλήματος, τα οποία δεν περιγράφονται στην εν λόγω απόφαση κατά τρόπο ορισμένο και σαφή. Ακόμη, δεν εξειδικεύονται ούτε καν αναφέρονται, όπως επιβάλλεται για την πληρότητα της αιτιολογίας, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, τα συγκεκριμένα υποχρεωτικά βιβλία της εταιρίας, που αποδίδεται στους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες, ότι παρέλειψαν να τηρήσουν ή ποία βιβλία εξαφάνισαν – απέκρυψαν ή παρασιώπησαν την ύπαρξή τους, δυσχεραίνοντας έτσι τη διαπίστωση της καταστάσεως της περιουσίας της πτωχεύσασας εταιρίας και των ιδίων. Τέλος, όσον αφορά τον τρόπο τελέσεως της επίδικης πράξεως δια παραλείψεως της κατά νόμο συντάξεως των ισολογισμών της εταιρίας (περίπτ. ζ’ του άρθρου 171 παρ.1 Ν. 3588/2007), γίνεται σχετική αναφορά μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως δια της μνείας, ότι “…και επί πλέον δεν προέβησαν στην σύνταξη των ισολογισμών της εν λόγω εταιρίας για τις χρήσεις 1-10-2007 έως 30-9-2008 και 1-10-2008 έως 30-9-2009, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας αυτής και των ιδίων, ιδίως μετά την κήρυξη της παραπάνω ανώνυμης εταιρίας σε πτώχευση, με ορισθέντα χρόνο παύσης των πληρωμών της την 10η Δεκεμβρίου 2009”, ενώ στο σκεπτικό, όπου, συναφώς, γίνεται απλώς και μόνο έκθεση του περιεχομένου της ένορκης επ’ ακροατηρίου καταθέσεως της συνδίκου της πτωχεύσασας εταιρίας, κατά την οποία (κατάθεση) οι κατηγορούμενοι “δεν είχαν συντάξει ισολογισμούς για δύο έτη χρήσης”, δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου περί του τρόπου αυτού τελέσεως του ανωτέρω εγκλήματος (δια παραλείψεως συντάξεως των ισολογισμών της άνω εταιρίας για τις αναφερόμενες στο διατακτικό χρήσεις) και έτσι περί του εν λόγω τρόπου τελέσεως του εγκλήματος δεν υφίσταται καθόλου αιτιολογία. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και στερείται νόμιμης βάσεως, καθόσον, εξαιτίας της κατά τα άνω ανεπάρκειας του αιτιολογικού της, καθώς και των προεκτεθεισών ασαφειών και αντιφάσεων του πορίσματός της, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής, επί του προκειμένου, της προπαρατεθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 171 παρ.1 περ. ε’ , στ’ , ζ’ Ν. 3588/2007, η οποία έτσι παραβιάσθηκε εκ πλαγίου». (areiospagos.gr)
Legalnews24.gr