Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Ρωσία, μετά τη στρατιωτική εμπλοκή της στην κρίση της Συρίας, είναι αυτός που ήδη μαστίζει τις Ηνωμένες
Πολιτείες: Δηλαδή, το να παραλύσει μπροστά στην επιδίωξη να ικανοποιήσει τις αντιφατικές βλέψεις πολλών διαφορετικών συμμάχων στην περιοχή, εξασφαλίζοντας εν τέλει τη δυσφορία και την καχυποψία όλων.
Ήδη, όσο κινούνταν στο πλαίσιο της σύμπραξης “4+1” (Μόσχα, Τεχεράνη, Βαγδάτη, Δαμασκός συν Χεζμπολλάχ), η ρωσική πολιτική χρειάστηκε επανειλημμένα να λειάνει τις τριβές που προέκυπταν με το Ιράν και τα πράγματα μόνο περισσότερο περίπλοκα γίνονται μετά το “φλερτ” της Ρωσίαςμε την Τουρκία.
Η Μόσχα δεν εγκατέλειψε (τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση της κατάπαυσης του πυρός του Σεπτεμβρίου) την φιλοδοξία να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της στη Συρία ως “μοχλό” για μία ευρύτερη συνεννόηση με τη Δύση, η οποία προϋποθέτει συμβιβασμούς. Αντιθέτως, το Ιράν θεωρούσε ότι οι περίοδοι νηνεμίας, απλώς, θα χρησιμοποιούνταν για τον επανεξοπλισμό των ανταρτών και ο Assad μιλά με κάθε ευκαιρία για ανακατάληψη της συριακής επικράτειας μέχρι το τελευταίο εκατοστό.
Η επέμβαση της Τουρκίας στη συριακή επικράτεια στο πλαίσιο της Επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη”, με διακηρυγμένο στόχο την απόκρουση των τζιχαντιστών και πραγματικό την ανάσχεση των Κούρδων, ανέδειξε όλη τη γκάμα των αντιφάσεων. Διότι το μεν πρόσφατο φλερτ Putin-Erdogan, με τις ποικίλες οικονομικές και γεωπολιτικές πιθανές προεκτάσεις του, θα πρέπει να διαφυλαχθεί, όμως οι επιδιώξεις των δύο πλευρών στη Συρία εξακολουθούν να μη συμπίπτουν.
Η Μόσχα αρχικά σιώπησε απέναντι σε μία στρατιωτική ενέργεια που παραβιάζει την εθνική κυριαρχία της Δαμασκού, επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις ότι έχει δώσει σιωπηρά το πράσινο φώς στην Άγκυρα, με αντάλλαγμα τη βοήθειά της στην απομάκρυνση των ανταρτών από το ανατολικό Χαλέπι, όπου και διεξάγεται η κρισιμότερη μάχη του συριακού πολέμου. Όμως, οι κατοπινές δημοσίως εκφρασμένες ενστάσεις της Ρωσίας δείχνουν ότι η τουρκική πλευρά ξεπέρασε τα (προσυμφωνημένα;) όρια, ενώ τυχόν οριακή αποδυνάμωση των Κούρδων μαχητών του PYD στην περιοχή του Αφρίν θα απειλούσε και την προσπάθεια ανακατάληψης του ίδιου του Χαλεπίου.
Σε κάθε περίπτωση, η Μόσχα είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει “κουρδική πολιτική” – όχι μόνο σε σχέση με την Άγκυρα, αλλά και σε σχέση με τη Δαμασκό.
Σε κάθε περίπτωση, η Μόσχα είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει “κουρδική πολιτική” – όχι μόνο σε σχέση με την Άγκυρα, αλλά και σε σχέση με τη Δαμασκό.
Είναι, σε αυτό το σημείο, που προκύπτουν οι πληροφορίες ότι η ρωσική πλευρά έχει αναπτύξει μεσολαβητική προσπάθεια ανάμεσα στην κυβέρνηση του Assad και τρία αυτονομημένα “καντόνια” της Rojava στη βόρεια Συρία.
Σύμφωνα με το al-monitor.com, οκτώ αξιωματούχοι των ρωσικών υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας κατέφτασαν στις 17 Σεπτεμβρίου σε στην αεροπορική βάση της Λατάκιας με τον στόχο να επιτύχουν μία συμφωνία ανάμεσα στο κυβερνών Συριακό Αραβικό Κόμμα και το Συριακό Κουρδικό Κόμμα στη βάση ενός ντοκουμέντου το οποίο προέβλεπε: συνταγματική αναγνώριση των εθνοτικών και πολιτικών δικαιωμάτων των Κούρδων και των λοιπών μειονοτήτων της Συρίας, μετονομασία της χώρας από “Συριακή Αραβική Δημοκρατία” σε “Συριακή Λαϊκή Δημοκρατία”, αναγνώριση των μορφών αυτοκυβέρνησης που έχουν εγκαθιδρυθεί στα καντόνια της Τζαζίρα, του Αφρίν και του Κομπάνι, αναγνώριση των στρατιωτικών και αστυνομικών μονάδων της Rojava ως νόμιμων και ίδρυση μιας επιτροπής συντονισμού του σχέσεων ανάμεσα στην κουρδική οντότητα και την κεντρική κυβέρνηση της Δαμασκού.
Η κουρδική αντιπροσωπεία φέρεται να έθεσε τα επιπλέον αιτήματα του τερματισμού εγκατάστασης Αράβων στα καντόνια και της αποζημίωσης των Κούρδων για ζημίες που έχουν υποστεί. Η αντιπροσωπεία της Δαμασκού φέρεται να απέρριψε όλο τον κατάλογο, όμως η διαδικασία δεν θεωρείται τερματισμένη.
Είναι προφανές ότι η Ρωσία, εμπνεόμενη από τη δική της εθνοτική πολιτική, επιθυμεί να εντάξει το κουρδικό ζήτημα στη συζήτηση για τη συνταγματική φυσιογνωμία της μελλοντικής Συρίας, ώστε να διαφυλάξει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Το αν η κουρδική πλευρά, που ήδη ενισχύεται ποικιλοτρόπως από τις ΗΠΑ, πρόκειται να δελεασθεί αρκούντως είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, όπως και το πώς θα αντιδράσουν Άγκυρα και Τεχεράνη.
capitalgr