Πλήθος καταχρηστικών περιπτώσεων και δυσλειτουργιών εντοπίζονται στην πράξη κατά την εφαρμογή του νόμου Κατσέλη, που έχει αλλάξει τουλάχιστον
τέσσερις φορές μέχρι σήμερα –οι δύο από αυτές τις αλλαγές έγιναν τον τελευταίο χρόνο– δημιουργώντας πολλαπλά και διαφορετικά επίπεδα προστασίας. Η βασική αδυναμία του νόμου προέκυπτε έως σήμερα από τη μακρά περίοδο που μεσολαβούσε από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και η οποία ξεπερνούσε ακόμη και τα δέκα έτη. Eτσι πολλοί ήταν αυτοί που κατέφυγαν στον νόμο για να κερδίσουν χρόνο, μια πρακτική που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον έως και το 2015, πριν δηλ. από την τελευταία αλλαγή του νόμου, που έθεσε συγκεκριμένα όρια προστασίας.
Η αυστηροποίηση του νόμου από τις αρχές του 2016 ήταν άλλωστε και η αιτία των μαζικών προσφυγών μέχρι τα τέλη του 2015, με αποτέλεσμα σήμερα κάποιοι δανειολήπτες να αξιολογούνται με ευνοϊκά κριτήρια και κάποιοι όχι. Οι τράπεζες ζητούν την ενιαία αντιμετώπιση όλων των περιπτώσεων, καθώς όπως σημειώνουν, τα διαφορετικά επίπεδα προστασίας συνιστούν δυσλειτουργία και για το δικαστικό σύστημα που μπορεί να εκδικάσει σε μία μέρα πολλές υποθέσεις με διαφορετικά όμως κριτήρια την κάθε μία. Το θέμα συζητήθηκε στη χθεσινή συνάντηση με τους θεσμούς, σε συνδυασμό με μια σειρά από άλλα θέματα που ευνοούν την καταχρηστική συμπεριφορά από μερίδα δανειοληπτών. Οπως υποστηρίζουν, η εμπειρία έως σήμερα έχει δείξει ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις που κάποιος έκανε αίτηση ένταξης στον νόμο και λίγο πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης την απέσυρε για να υποβάλει νέα αίτηση, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να κερδίσει χρόνο. Αρκετοί είναι εκείνοι που ακόμα και σήμερα, κι ενώ η τράπεζα έχει προχωρήσει στα αναγκαστικά μέτρα και βρίσκονται ένα βήμα πριν από τον πλειστηριασμό, επικαλούνται τον Κώδικα Δεοντολογίας που δεν αποκλείει τις συμβάσεις που έχουν καταγγελθεί. Ετσι, με βάση τα όσα προβλέπει ο Κώδικας, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να στείλουν επιστολή και στους δανειολήπτες οι οποίοι βρίσκουν ευκαιρία να καθυστερήσουν με αυτό τον τρόπο τον πλειστηριασμό.
Πριν από την τελευταία αλλαγή του νόμου δεν υπήρχαν όρια –εισοδηματικά ή περιουσιακά– στην προστασία. Κάποιος μπορούσε να κάνει χρήση των προστατευτικών διατάξεων ακόμη και αν είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία, ενώ οι πιο επιτήδειοι το έκαναν μόνο και μόνο για να «παγώσουν» τον χρόνο μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Σήμερα ισχύουν συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και όρια στην αντικειμενική αξία της α΄ κατοικίας που προστατεύεται. Ετσι δικαίωμα προστασίας έχουν όσοι διαθέτουν:
• Κύρια κατοικία αντικειμενικής αξίας έως 120.000 ευρώ (για τον άγαμο) προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα. Οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίας πρέπει να έχουν εισόδημα που είναι ίσο ή υπολείπεται των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (όπως διαμορφώνονται έως σήμερα) και που αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα έως 8.180 ευρώ για ένα άτομο, 13.917 ευρώ για δύο άτομα, 17.278 για δύο άτομα και ένα τέκνο και 20.639 ευρώ για τετραμελή οικογένεια. Ο δανειολήπτης θα πληρώνει την αξία του ακινήτου του, όπως αυτή θα προέκυπτε αν πήγαινε σε πλειστηριασμό, σε 20 έτη με μηνιαίες καταβολές που επιβαρύνονται με τόκο. Εάν αδυνατεί να πληρώσει, θα συμμετέχει το Δημόσιο.
• Κύρια κατοικία αντικειμενικής αξίας έως 180.000 ευρώ για τον άγαμο, 220.000 ευρώ για τον έγγαμο, προσαυξημένη κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα. Το εισόδημα υπολογίζεται και πάλι με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης και ο δανειολήπτης θα πληρώνει επίσης για είκοσι έτη μια δόση που θα υπολογιστεί όπως στην παραπάνω κατηγορία, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται συμμετοχή του Δημοσίου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ