Καταστροφικός για την πορεία των τιμών των κατοικιών αποδείχθηκε ο ΕΝΦΙΑ, καθώς η επιβολή του δημιούργησε ένα σοκ στους ιδιοκτήτες και τους επίδοξους
αγοραστές ακινήτων, που ακόμη δεν έχουν προσαρμοστεί στην ιδέα της καταβολής ενός σημαντικού ετήσιου ποσού για την κατοχή ακίνητης περιουσίας.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών GLP Values, μόνο από την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, οι τιμές των κατοικιών έχουν υποστεί πτώση της τάξεως του 18%. «Οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα έχουν μειωθεί 50% κατά μέσον όρο από το 2009 μέχρι σήμερα. Από αυτήν την πτώση, περίπου το 1/3, ή 35%, αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο στην επιβολή του ΕΝΦΙΑ», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Λίτσας, επικεφαλής της εταιρείας.
Η επιβολή του εν λόγω φόρου κατοχής και κυρίως το ύψος αυτού, το οποίο προσεγγίζει τα 3,3 δισ. ευρώ, έναντι 500 εκατ. ευρώ που ήταν τα φορολογικά έσοδα από την αγορά ακινήτων το 2009, είχε καταλυτικό ρόλο στην επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά κατοικίας.
Αίφνης, πολλοί ιδιοκτήτες συνειδητοποίησαν ότι δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στον φόρο αυτό και υποχρεώθηκαν στην αναγκαστική πώληση μέρους της ακίνητης περιουσίας τους. Η εξέλιξη αυτή άσκησε πρόσθετη πίεση στις τιμές από τη σημαντική αύξηση της προσφοράς. Την ίδια στιγμή, η ζήτηση συνέχισε να φθίνει, μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο το «χάσμα» σε σχέση με τα προσφερόμενα προς πώληση ακίνητα, τα οποία υπολογίζεται ότι διαμορφώνονται σε 200.000 πανελλαδικά (αφορά κάθε είδους ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων και οικοπέδων).
Θα ήταν καλύτερα
Εάν δεν είχε επιβληθεί ο ΕΝΦΙΑ, ή έστω αν η επιβάρυνση που απορρέει από αυτόν ήταν μικρότερη, είναι πιθανό η ζήτηση να ήταν υψηλότερη απ’ ό,τι σήμερα. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι η αγορά κατοικίας θα βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, τουλάχιστον από πλευράς αγοραπωλησιών, ακόμα και σε συνθήκες πλήρους απουσίας τραπεζικής χρηματοδότησης. Αλλωστε, για σημαντικό χρονικό διάστημα από το 2011 έως τις αρχές του 2015, σχεδόν το σύνολο των αγοραπωλησιών πραγματοποιήθηκε με μετρητά, καθώς ακόμα κι αν προκύψει τραπεζικός δανεισμός, αυτός σχεδόν ποτέ δεν ξεπερνά το 30%-35% της συνολικής αξίας του ακινήτου.
Από τις αρχές του 2015 και μετά, ακόμη και αυτά τα μετρητά έχουν αρχίσει να στερεύουν ή να διοχετεύονται στο εξωτερικό, υπό τον φόβο μιας πιθανής εξόδου από την Ευρωζώνη, αποστερώντας από την αγορά ακόμα περισσότερα κεφάλαια και εντείνοντας την πτώση των αξιών.
Σύμφωνα με τον κ. Λίτσα, είναι απαραίτητο να μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ όσο το δυνατόν συντομότερα, προκειμένου να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων και να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις στον κλάδο, καθώς το κτιριακό απόθεμα της χώρας διαρκώς φθίνει.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κυμαίνονται όλοι οι επιμέρους θεσμικοί φορείς του κλάδου των ακινήτων. Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, ο Σύνδεσμος Επενδύσεων και Ανάπτυξης Ακινήτων (ΣΕΑΑΚ) τόνισε ότι ο ΕΝΦΙΑ, μαζί με τον συμπληρωματικό φόρο (επιβάλλεται σε περιουσίες αξίας 200.000 ευρώ και πάνω), μειώνει τις αξίες των ακινήτων, κάτι που έχει πολλαπλές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά και δημιουργεί επενδυτική άπνοια σε μια χώρα που επείγεται για επενδύσεις. Κατά τον ΣΕΑΑΚ, ο εν λόγω φόρος λειτουργεί ως «φρένο» για την ανάκαμψη του κλάδου της ακίνητης περιουσίας, με συνέπεια το Δημόσιο να χάνει περισσότερα έσοδα από εκείνα που τελικά εισπράττει.
Σύμφωνα με τον ΣΕΑΑΚ, θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να καταργηθεί ο συμπληρωματικός φόρος, καθώς «η περαιτέρω αύξησή του απομακρύνει τη δυνατότητα μεταφοράς του φόρου ακίνητης περιουσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ετσι χάνονται οι προοπτικές ανταποδοτικότητας του φόρου και ελέγχου και λογοδοσίας όσων επιβάλλουν φόρο στο ακίνητο», επισήμανε χαρακτηριστικά ο Σύνδεσμος.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ