Λίγοι γνωρίζουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όπως ο Πολ Μπλούσταϊν. Ο εταίρος του ινστιτούτου CIGI και πρώην δημοσιογράφος της Washington Post και της Wall Street Journal, έχοντας ήδη γράψει βιβλία για τη διεθνή κρίση του
1997-8 και για την κατάρρευση της Αργεντινής –αμφότερα σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία του Ταμείου–, επανέρχεται με το «Laid Low: Inside the Crisis that Overwhelmed Europe and the IMF».
Το νέο του βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αφηγείται εις βάθος την οδυνηρή ιστορία της συμμετοχής του ΔΝΤ στην κρίση της Ευρωζώνης. Δυσανάλογα πολλές σελίδες αφιερώνονται σε μια μικρή χώρα του Νότου.
Στη συνομιλία που είχαμε μαζί του μέσω email, ξεκινήσαμε ρωτώντας τον πόσο βάσιμη θεωρεί την άποψη ότι, σε αντίθεση με το 2015, που η Ευρωζώνη είχε λάβει σημαντικά μέτρα προστασίας, η Ελλάδα το 2010 μπορούσε να απειλήσει με το ενδεχόμενο ενός χρεοστασίου και να αποσπάσει μια πιο βιώσιμη συμφωνία.
«Εχει κάποια βάση, αλλά το παν είναι η χρονική συγκυρία: την άνοιξη του 2010 δεν υπήρχε ο χρόνος για να οργανωθεί μια ομαλή αναδιάρθρωση. Αυτό όμως μπορούσε να είχε γίνει αμέσως μετά την πληρωμή του Μαΐου: θα μπορούσε να είχε τεθεί ενώπιον των Ευρωπαίων η επιταγή για αναδιάρθρωση και να αποφασίσουν εκείνοι –και ειδικά ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ– αν θα ελάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα για να συγκρατήσουν τη μετάδοση της αναταραχής ή αν θα επέτρεπαν να δημιουργηθεί ένα ενδεχομένως μοιραίο ρήγμα στην ΟΝΕ. Αν η Ελλάδα το επιχειρούσε αυτό μόνη της, θα απομονωνόταν, θα έφευγε από το ευρώ και οι υπόλοιπες χώρες θα έπαιρναν τα απαραίτητα μέτρα για να αναχαιτιστεί η μετάδοση της κρίσης. Εάν όμως ο Στρος-Καν είχε στηρίξει την Ελλάδα και είχε απειλήσει με αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα αν δεν προχωρούσε η αναδιάρθρωση, τότε θα υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας».
H παραίτηση του Στρος-Καν τον Μάιο του 2011 ήταν «πιθανότατα πολύ σημαντική», εκτιμά ο συγγραφέας. «Αμερικανοί αξιωματούχοι μού είπαν ότι είχαν υψηλές προσδοκίες ότι θα έπειθε τη Μέρκελ και το Eurogroup για την ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολύ μεγαλύτερο και πιο αποτελεσματικό “τείχος προστασίας” [firewall]» και να ληφθούν μέτρα για την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, o Στρος-Καν «δεν σχεδίαζε να πιέσει για ένα μεγάλο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους σε αυτή τη φάση», κυρίως «επειδή δεν είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με τους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα με τον [πρόεδρο της ΕΚΤ] Τρισέ».
Επί των ημερών της Κριστίν Λαγκάρντ, το ΔΝΤ έχει φανεί πολύ πιο διατεθειμένο να συγκρουστεί, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ανάγκης αναδιάρθρωσης του χρέους. Ο λόγος, σύμφωνα με τον Μπλούσταϊν, είναι ότι «η άφιξή της συνέπεσε με μια μείζονα μεταβολή στην ισορροπία ισχύος μεταξύ του Ταμείου και της Ευρώπης. Το 2010 το Ταμείο αποδέχθηκε τον ρόλο του κατώτερου εταίρου επειδή ο Στρος-Καν ήθελε πάση θυσία να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στην κρίση του ευρώ. Το φθινόπωρο του 2011, οι Ευρωπαίοι ήταν αυτοί που ήταν αποφασισμένοι να διατηρήσουν το Ταμείο στα ευρωπαϊκά προγράμματα, ακόμα και να διευρύνουν τον ρόλο του. Θεωρούσαν ότι το Ταμείο έδινε τις καλύτερες προοπτικές για την άντληση χρηματοδοτικής βοήθειας από την Ασία – ειδικά την Κίνα και την Ιαπωνία. Μία από τις πιο γλαφυρές απεικονίσεις αυτής της αλλαγής ήταν η πίεση που άσκησε ο Σαρκοζί στον Μπερλουσκόνι στις Κάννες για να αποδεχθεί μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης από το ΔΝΤ. Την προηγούμενη χρονιά, ο Σαρκοζί είχε πολεμήσει μέχρι τέλους για να κρατήσει το Ταμείο μακριά από την Ευρωζώνη». Δεδομένης αυτής της μεταβολής μάλιστα, ο Μπλούσταϊν αμφισβητεί ότι η Λαγκάρντ πίεσε «όσο θα μπορούσε» για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Η δικαιοδοσία και το PSI
Ο Μπλούσταϊν αφηγείται επίσης στο βιβλίο του τον προβληματισμό πολλών στο ΔΝΤ για τη σχέση του με την ΕΚΤ. Η συνολική αντιμετώπιση της κρίσης, θεωρούσαν, προϋπέθετε την επιβολή συγκεκριμένων πολιτικών και στη Φρανκφούρτη. «Θα έπρεπε το Ταμείο να είχε τέτοια δικαιοδοσία», σημειώνει ο συγγραφέας του «Laid Low». «Αλλωστε, τα προγράμματα διάσωσης δεν αφορούσαν μόνο τις χώρες που βρίσκονταν σε κρίση, αλλά το σύνολο ενός δυσλειτουργικού νομισματικού συστήματος». Η επιβολή συγκεκριμένων πολιτικών στην ΕΚΤ θα μπορούσε να γίνει μόνο άτυπα, εξηγεί, καθώς η Ευρωζώνη «δεν είναι μέλος του Ταμείου». Αλλά αν το Ταμείο αποκτούσε αυτές τις εξουσίες, «η κρίση θα περνούσε πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα».
Σχετικά με το PSI, ο Μπλούσταϊν λέει ότι δεν έλυσε το θέμα του χρέους και δεν έφερε την ανάκαμψη για δύο λόγους: «Πρώτον, μεγάλο μέρους του ιδιωτικού χρέους είχε ήδη περάσει στον επίσημο τομέα – από 320 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2010, είχαν μείνει σε ιδιωτικά χέρια μόνο 205 δισ.». Επιπλέον, «το χρέος του επίσημου τομέα δεν μειώθηκε αρκετά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι υποχρεωμένη να πετύχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα» για δεκαετίες στο μέλλον.
Εχουν δίκιο όσοι στο Ταμείο μέμφονται την κυβέρνηση Σαμαρά ότι δεν συντάχθηκε μαζί τους στο θέμα του χρέους; «Είναι αλήθεια ότι την κρίσιμη στιγμή, σε εκείνο το Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012, το ΔΝΤ ήταν τελείως απομονωμένο στο αίτημά του για νέο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους. Ο Γιάννης Στουρνάρας συμπορεύτηκε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, που δέχονταν μόνο την αναπροσαρμογή του επίσημου χρέους, χωρίς “κούρεμα”». Ωστόσο, προσθέτει, «αμφιβάλλω ότι το ΔΝΤ θα είχε καταφέρει να επιβάλει τη θέση του ακόμα και αν η Ελλάδα είχε συνταχθεί μαζί του», δεδομένης της κάθετης άρνησης του Βερολίνου να εξετάσει την πιθανότητα αυτή.
Η περίπτωση του OSI
Εχουν δίκιο οι Ευρωπαίοι που χαρακτηρίζουν υποκριτική την επιμονή του ΔΝΤ στο OSI (αναδιάρθρωση των οφειλών στον επίσημο τομέα) από τη στιγμή που εξαιρεί τα δικά του δάνεια από τη διαδικασία;
«Πρόκειται για δικαιολογίες ώστε οι Ευρωπαίοι πιστωτές –που διασώθηκαν και οι ίδιοι από τα προγράμματα διάσωσης– να μην κάνουν αυτό που πρέπει. Το ΔΝΤ έχει καθεστώς “προνομιακού πιστωτή” γιατί είναι σαν δανειστής έσχατης καταφυγής για χώρες – μπαίνει σε φλεγόμενα κτίρια όταν όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει. Τα μέλη του δεν θα συνεχίσουν να το χρηματοδοτούν αν χάσει το προνόμιο αυτό».
Αν γινόταν στάση
Ο Μπλούσταϊν μάλιστα αναδεικνύει τις συνέπειες της περυσινής στάσης πληρωμών της Ελλάδας προς το Ταμείο. «Τα γεγονότα του 2015 αποτέλεσαν μεγάλο πλήγμα για την εικόνα απόλυτης φερεγγυότητας του ΔΝΤ», σημειώνει. Παρότι η Ελλάδα πλήρωσε λίγο μετά τα οφειλόμενα, «το Ταμείο παραλίγο να χάσει ένα τεράστιο ποσό. Αν είχε συμβεί το Grexit –και ήταν πραγματικά παρά τρίχα– η Ελλάδα θα είχε αφήσει απλήρωτους τους πιστωτές της, μεταξύ των οποίων και το Ταμείο, για πάρα πολύ καιρό. Αυτό σημαίνει ότι για έναν μελλοντικό υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ θα είναι πολύ πιο δύσκολο να πείσει το Κογκρέσο ότι τα χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων είναι ασφαλή στα χέρια του ΔΝΤ». Στα κρίσιμα λάθη του Ταμείου, ο Μπλούσταϊν συγκαταλέγει, τέλος, την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων για την πέμπτη αξιολόγηση το 2014, μιλώντας για «ακραία» εφαρμογή του δόγματος Τόμσεν (που συνοψίζεται στη φράση «πρέπει να βγαίνουν οι αριθμοί»).
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη