Αυξημένη δικαστική δαπάνη για τον Έλληνα πολίτη, σε περίπτωση που οι σελίδες υπερβαίνουν σε όγκο το… αναγκαίο μέτρο
Πρωτόγνωρες δικαστικές επιβαρύνσεις για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και την εισαγωγή του θεσμού της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διοικητικών διαφορών, όπως και τις επαναλήψεις των δικών στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε περιπτώσεις δικαίωσης των πολιτών από το δικαστήριο του Στρασβούργου, περιλαμβάνουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα «μέτρα επιτάχυνσης και εξορθολογισμού της διοικητικής δίκης», το οποίο αναρτήθηκε προς διαβούλευση.
Το πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου προβλέπει «κανόνες δίαιτας» στα δικόγραφα και σε περίπτωση που είναι υπέρβαρα από άποψη σελίδων θα επιβάλλεται αυξημένη δικαστική δαπάνη!
Με άλλα λόγια προβλέπει αυξημένη δικαστική δαπάνη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικόγραφο υπερβαίνει σε έκταση (σελίδες) το αναγκαίο μέτρο, χωρίς όμως να καθορίζεται ποιό είναι αυτό αναγκαίο το μέτρο.
Αναλυτικότερα, το άρθρο 1 προβλέπει: «Στην τρίτη υποπαράγραφο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά τις προσθήκες που έγιναν με το άρθρο 41 του Ν. 4055/2012, προστίθενται μετά το προτελευταίο εδάφιο τα εξής:
«Η αυξημένη δικαστική δαπάνη του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται επίσης στον διάδικο που ηττήθηκε, εάν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το δικόγραφό του υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο μέτρο ενόψει των τιθέμενων με το ένδικο βοήθημα ή μέσο ζητημάτων».
Παράλληλα, το εν λόγω νομοσχέδιο περιλαμβάνει τροποποιήσεις των γενικών δικονομικών κανόνων, των διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, ενώ καθορίζει τις σχέσεις της διοικητικής με την πολιτική και ποινική δίκη, όπως τροποποιεί τις διατάξεις για την εξαίρεση δικαστών.
Ακόμη, οι προσφυγές υπαλλήλων στο ΣτΕ θα πρέπει ασκούνται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης των υπηρεσιών τους ή των πειθαρχικών οργάνων τους.
Παράλληλα, το άρθρο 3 του επίμαχου νομοσχεδίου προβλέπει επανάληψη των δικών στο Συμβούλιο της Επικρατείας σε περιπτώσεις δικαίωσης των πολιτών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι «δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας που την εξέδωσε».
Ακόμη, το άρθρο 4 του νομοσχεδίου προβλέπει: «Τα Διοικητικά Δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη.
Δεσμεύονται επίσης από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις ή τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης».
Με το άρθρο 10 του νομοσχεδίου εισάγεται ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών από απαιτήσεις διοικητικών συμβάσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Αναλυτικότερα, μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β που έχει ως εξής:
«Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις.
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς τον σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
Τέλος, με το άρθρο 17 του εν λόγω νομοσχεδίου καταργούνται εκκρεμείς δίκες που αφορούν ακυρωτικές διαφορές μέχρι 31.12.2014, των αλλοδαπών οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου ή του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου.