χρειάζεται στενή παρακολούθηση; Τον γρίφο αυτό καλούνται να λύσουν οι δήμοι, μέσα από τους λιγοστούς πόρους που ελπίζουν ότι θα πάρουν από το ΕΠΠΕΡΑΑ, γνωρίζοντας καλά ότι οι υπερφιλόδοξοι στόχοι του υπουργείου Περιβάλλοντος είναι ανέφικτοι.
Ο νέος εθνικός σχεδιασμός για τη διαχείριση των απορριμμάτων, που εγκρίθηκε πέρυσι, έθεσε για πρώτη φορά έναν πολύ φιλόδοξο στόχο για τη συλλογή των λεγόμενων «βιοαποδομήσιμων» αποβλήτων (που περιλαμβάνουν από τα αποφάγια μας, μέχρι τα κλαδέματα των κήπων). «Ο νέος εθνικός στόχος μας για το 2020 είναι να κομποστοποιούμε το 40%. Ο στόχος του παλαιού εθνικού σχεδιασμού, ο οποίος ήταν και ο ελάχιστος που θέτει η κοινοτική νομοθεσία, ήταν 10%», εξηγεί στην «Κ» ο επικεφαλής του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης Δημήτρης Πολιτόπουλος. «Είναι, όντως, ένας φιλόδοξος στόχος και εμείς είμαστε ακόμα πολύ πίσω. Ομως, κάθε στόχος τίθεται για να δημιουργηθούν τα κίνητρα, ώστε να τον πλησιάσεις. Οσο ο στόχος ήταν χαλαρός, δεν έγινε τίποτα».
Οπως λοιπόν εξηγεί ο κ. Πολιτόπουλος, το υπουργείο Περιβάλλοντος γνωρίζει ότι κανείς δεν πρόκειται να επιτύχει το 40% μέχρι το 2020. Πόσω μάλλον όταν η κομποστοποίηση βρίσκεται σήμερα στο 3% και αυτό χάρη σε μεμονωμένες ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Το πρόβλημα όμως δεν εξαντλείται στον τρόπο που θα πρέπει να καλυφθεί η (ποσοτική) απόσταση. Το βασικότερο ίσως είναι η έλλειψη εμπειρίας, καθώς μέχρι σήμερα το μόνο που έχει γίνει είναι ετερόκλητα πιλοτικά προγράμματα από λίγους δήμους.
Ενας από αυτούς είναι ο Δήμος Θεσσαλονίκης, που με χρηματοδότηση από ένα διασυνοριακό κοινοτικό πρόγραμμα (με μια πόλη της ΠΓΔΜ) προμηθεύτηκε έναν κομποστοποιητή και συνέλεγε αποφάγια από εστιατόρια στα Λαδάδικα. Το «προϊόν» κατέληγε στο ΑΠΘ, που πραγματοποιούσε δοκιμές ως προς τη σύσταση και τις πιθανές χρήσεις του. «Κι εμείς προβληματιζόμαστε με τον εθνικό σχεδιασμό, οι στόχοι είναι… εξαιρετικά ανέφικτοι» λέει ο Θανάσης Παππάς, αντιδήμαρχος περιβάλλοντος και καθαριότητας. «Η εμπειρία μάς δείχνει το εξής: η κομποστοποίηση δεν είναι όπως η ανακύκλωση. Είναι μια ενεργή φυσική διεργασία, επομένως την επηρεάζουν πολλοί παράγοντες. Χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση για να είναι σωστό το αποτέλεσμα και πολύ προσοχή για να μη φοβίσουμε τον κόσμο».
Η εμπειρία που έχει αποκτηθεί δεν είναι ομοιογενής. Για παράδειγμα, ο Δήμος Καρδίτσας πραγματοποιεί από το 2010 πιλοτικό πρόγραμμα, το οποίο όμως αφορά την παροχή μικρών κάδων σε σπίτια με κήπο, για οικιακή κομποστοποίηση. «Δεν είμαστε Αθήνα, είμαστε μια επαρχιακή πόλη, όπου το κάθε νοικοκυριό έχει τα λαχανικά και τα φρούτα του είτε στον κήπο του, ή από το χωριό του», εξηγεί η κ. Μαρίνα Δουλγεράκη, από τη διεύθυνση περιβάλλοντος του δήμου. «Στην καθημερινότητά μας λοιπόν υπάρχει πλούσιο φυτικό υλικό, αλλά και η κουλτούρα της “οικιακής οικονομίας”, όπου τίποτα δεν πετιέται αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί». Κατά την κ. Δουλγεράκη, η μεγάλης κλίμακας συλλογή έχει κάποιες δυσκολίες. «Αν ο κάδος δεν είναι στην αυλή αλλά στη γειτονιά υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Δεν θα ξέρεις τι ρίχνει ο καθένας μέσα, πρέπει να τους παρακολουθείς τακτικά. Αν δεν τους συλλέγεις έγκαιρα, θα μυρίσουν. Είναι ένα εγχείρημα που θα πρέπει να υποστηριχθεί επιστημονικά, οικονομικά και πρακτικά».
Η εμπειρία συλλογής από τις γειτονιές με καφέ κάδους είναι μικρή. Οι Δήμοι Αθήνας και Κηφισιάς πραγματοποίησαν ένα τέτοιο πιλοτικό πρόγραμμα (Athens Biowaste) σε ορισμένες γειτονιές με κάποια πρώτα αποτελέσματα. Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε να γίνει και στον Δήμο Βοΐου Κοζάνης, αλλά δεν λειτούργησε. «Δεν αρκεί να αγοράσεις κομποστοποιητές και να μοιράσεις τους κάδους στον δρόμο, πρέπει να παρακολουθείς από κοντά την υπόθεση», λέει ο κ. Δημοσθένης Μαυρίδης, γενικός διευθυντής της ΔΙΑΔΥΜΑ (της εταιρείας που ίδρυσαν το 1996 οι δήμοι σε Γρεβενά, Καστοριά, Φλώρινα, Κοζάνη και Πτολεμαΐδα). «Χρειάζεται επίσης συστηματική εκπαίδευση των πολιτών, από ειδικευμένους επιστήμονες. Το οργανικό απόβλητο που θα καταλήξει στον καφέ κάδο πρέπει να είναι συγκεκριμένο».
Πρόσφατα η ΔΙΑΔΥΜΑ έκανε προγραμματική σύμβαση με τους Δήμους Κοζάνης και Βοΐου για την τοποθέτηση καφέ κάδων. «Θα μπουν σε συγκεκριμένες περιοχές για ένα εξάμηνο για να δούμε πώς λειτουργεί το σύστημα και να έχουμε κάποια μετρήσιμα αποτελέσματα, ώστε να αποφασίσουμε πώς πρέπει να πορευθούμε», λέει ο κ. Μαυρίδης. «Θα χρησιμοποιήσουμε μάλιστα και τους κομποστοποιητές που είχαν αγοραστεί με το προηγούμενο πρόγραμμα και… είναι ακόμα στα κουτιά».
Έντυπη