«Σκληραίνει» η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσον αφορά στη δυνατότητα χρήσης παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων για την αποκάλυψη υποθέσεων φοροδιαφυγής.
Σε πρόσφατη απόφασή του που δημοσίευσε στις αρχές Οκτωβρίου, μετά από προσφυγή ενός ζευγαριού Γερμανών πολιτών, έκρινε ότι η «έφοδος» που έγινε
στο σπίτι του με ένταλμα για έρευνα, είναι νόμιμη, παρότι εξεδόθη με βάση στοιχεία που είχαν «ληφθεί» παράνομα από πρώην υπάλληλο τράπεζας στο Λιχτενστάιν…
Το θέμα των παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων έχει απασχολήσει και την ελληνική έννομη τάξη μετά την τροπολογία που πέρασε προ μηνών, ανάβοντας το πράσινο φως για τη χρησιμοποίησή τους, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από νομικούς. Στην τροπολογία προβλέπονται τρεις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνει χρήση του επίμαχου υλικού είτε για την παραπομπή είτε για τη δίκη:
- Η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη.
- Η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη.
- Η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.
Η υπόθεση
Η επίμαχη υπόθεση απασχολεί τα γερμανικά δικαστήρια από το 2008, με αφορμή τη δικαστική διαμάχη του ζεύγους, όταν οι μυστικές υπηρεσίες αγόρασαν δεδομένα από έναν υπάλληλο τράπεζας του Λιχτενστάιν. Τα στοιχεία περιείχαν πληροφορίες για 800 καταθέτες. Τα δεδομένα διαβιβάστηκαν αμέσως στις γερμανικές οικονομικές αρχές, οι οποίες άρχισαν να «ξεψαχνίζουν» το ζευγάρι για ενδεχόμενη φοροδιαφυγή.
Η επίμαχη υπόθεση απασχολεί τα γερμανικά δικαστήρια από το 2008, με αφορμή τη δικαστική διαμάχη του ζεύγους, όταν οι μυστικές υπηρεσίες αγόρασαν δεδομένα από έναν υπάλληλο τράπεζας του Λιχτενστάιν. Τα στοιχεία περιείχαν πληροφορίες για 800 καταθέτες. Τα δεδομένα διαβιβάστηκαν αμέσως στις γερμανικές οικονομικές αρχές, οι οποίες άρχισαν να «ξεψαχνίζουν» το ζευγάρι για ενδεχόμενη φοροδιαφυγή.
Με παραγγελία του εισαγγελέα έγινε έφοδος στο σπίτι τους μετά από ενδείξεις φοροαποφυγής την περίοδο 2002-2006. Το ύψος της φοροδιαφυγής για τις γερμανικές Αρχές ξεπερνούσε τα 50.000.000 ευρώ και γι’ αυτόν τον λόγο η έρευνα στην κατοικία των Γερμανών πολιτών ήταν αναγκαία.
Οι διωκτικές Αρχές κατάσχεσαν από το σπίτι των υπόπτων έναν φάκελο που «έδειχνε» τη σχέση του ζευγαριού με την τράπεζα του Λιχτενστάιν και 5 αρχεία από προσωπικό υπολογιστή. Οι δύο Γερμανοί πολίτες κίνησαν αμέσως τη δικαστική διαδικασία υποστηρίζοντας ότι η έφοδος των αρχών προσκρούει στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), αλλά και στο γεγονός ότι το ένταλμα της έρευνας στηρίχθηκε σε υποκλαπέντα, μη νόμιμα στοιχεία, δηλαδή σε στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του γερμανικού αλλά και του διεθνούς δικαίου. Μάλιστα, υποστήριζαν ότι οι μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να αγοράζουν τέτοια δεδομένα, ούτε να τα προωθούν στις οικονομικές αρχές.
Τον Απρίλιο του 2009, το τοπικό δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ζευγαριού, κρίνοντας ότι το ένταλμα ήταν νόμιμο, καθώς δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι μυστικές υπηρεσίες «έβαλαν» έναν τρίτο να υποκλέψει τα στοιχεία, αλλά αυτά… ήρθαν από ένα πρόσωπο που απλώς τα προσέφερε! Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή των Γερμανών.
Επόμενη κίνηση για το ζευγάρι ήταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο με την απόφασή του έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Παράλληλα, το δικαστήριο απεφάνθη ότι η έρευνα έλαβε χώρα με βάση την αρχή της αναλογικότητας καθώς:
- Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ σοβαρό αδίκημα.
- Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι γερμανικές αρχές παραβιάζουν συστηματικά τους κανόνες του διεθνούς και του εθνικού δικαίου προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες για τη δίωξη των φορολογικών εγκλημάτων.
- Το ένταλμα ήταν σαφές και λεπτομερές ως προς το αδίκημα και τα αποδεικτικά στοιχεία που αναζητούσε, και κυρίως γιατί η γερμανική νομοθεσία και νομολογία παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για τη μη καταχρηστική διεξαγωγή των ερευνών από τις Αρχές.
Σχολιάζοντας την απόφαση ο δικηγόρος Μανώλης Τρούλης αναφέρει στο «Εθνος της Κυριακής» ότι «η εξέλιξη αυτή εκ πρώτης φαίνεται να δικαιώνει τη διάταξη που περιελήφθη στον νόμο 4356/2015 και ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων για τη δικαστική χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν με μη νόμιμο τρόπο, με προφανή σκοπό να νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων οι λίστες (Langard, Borgians κ.ά.).
Μετά την εν λόγω απόφαση του ΕΔΔΑ, η οποία εξέτασε ad hoc μία υπόθεση, μένει να φανεί η στάση του Ελληνα νομοθέτη αλλά και της νομολογίας των δικαστηρίων απέναντι στην ευρωπαϊκή αναβάθμιση της ποινικής απαξίας των εγκλημάτων φοροδιαφυγής, η οποία διαγράφει την τάση υιοθέτησης αυστηρότερων νόμων και ποινών για τα εν λόγω εγκλήματα», καταλήγει.
ΣΟΦΙΑ ΦΑΣΟΥΛΑΚΗ
Ο κίνδυνος κατάχρησης
«Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η νομοθεσία και η νομολογία στη χώρα μας παρέχει επαρκείς εγγυήσεις, ώστε μία τέτοια απόφαση να τύχει εφαρμογής στο εσωτερικό, και κυρίως λόγω των αλλεπάλληλων κρουσμάτων κατάχρησης εξουσίας και παράβασης καθήκοντος από τις φορολογικές αρχές», αναφέρει ο δικηγόρος Μ. Τρούλης, σχολιάζοντας την απόφαση.
«Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η νομοθεσία και η νομολογία στη χώρα μας παρέχει επαρκείς εγγυήσεις, ώστε μία τέτοια απόφαση να τύχει εφαρμογής στο εσωτερικό, και κυρίως λόγω των αλλεπάλληλων κρουσμάτων κατάχρησης εξουσίας και παράβασης καθήκοντος από τις φορολογικές αρχές», αναφέρει ο δικηγόρος Μ. Τρούλης, σχολιάζοντας την απόφαση.
ΕΘΝΟΣ