Με μία ενδιαφέρουσα απόφαση το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας έκρινε πως είναι άκυρη και μη νόμιμη η ρήτρα «claims made policy», που συχνά περιλαμβάνεται σε συμβάσεις ασφαλιστικών εταιρειών! Πρόκειται για ρήτρα σύμφωνα με την οποία για να υποχρεούται μία ασφαλιστική εταιρεία να
καταβάλει αποζημίωση για ιατρικό λάθος θα πρέπει να είναι σε ισχύ η σύμβαση κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής!
καταβάλει αποζημίωση για ιατρικό λάθος θα πρέπει να είναι σε ισχύ η σύμβαση κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής!
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Ειδικότερα το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας με την υπ’ αριθμόν 3692/2016 απόφασή του εξέτασε παρεμπίπτουσα αγωγή ιατρού κατά της ασφαλιστικής εταιρείας που ήταν ασφαλισμένος. Στη προκειμένη περίπτωση ο ιατρός υποστήριζε πως είχε συναφθεί και ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει της οποίας η αντισυμβαλλόμενη ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει την κάλυψη της προκύπτουσας κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος έναντι τρίτων αστικής αποζημιωτικής ευθύνης του μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ.
Το δικαστήριο στο σκεπτικό του αναλύει τη σχετική νομοθεσία επισημαίνοντας πως σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 ν. 2496/1997, όπως αυτό ισχύει, «ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου, α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α, β, γ και δ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε ως και θ του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ. Στο άρθρο 4 παρ. 1 περ. ιγ ν. 4364/2016, με τον οποίο ενσωματώθηκε η προαναφερθείσα ευρωπαϊκή οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπεται η γενική αστική ευθύνη ως ειδικότερος κλάδος της ασφάλισης κατά ζημιών».
Εξάλλου, κατά το άρθρο 25 του ν. 2496/1997, «η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης «η αξίωση του ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης κατά του ασφαλιστή καταρχήν δεν κατευθύνεται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, αλλά πάντοτε μόνο σε ελευθέρωση τούτου από τις αξιώσεις του τρίτου (αξίωση ελευθερώσεως). Ο ασφαλισμένος έχει αντιθέτως αξίωση πληρωμής κατά του ασφαλιστή του, εφόσον αυτός από την πλευρά του επιτρεπτά ικανοποίησε την αξίωση του τρίτου. Στην περίπτωση αυτή η αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή μετουσιώνεται σε αξίωση πληρωμής. Ο ασφαλισμένος που ενάγεται με κύρια αγωγή από τον τρίτο, δύναται ασκώντας από την πλευρά του παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του ασφαλιστή του, να αξιώσει, όπως ο τελευταίος πληρώσει τον τρίτο και ενάγοντα στη βασική αγωγή, εφόσον προηγουμένως διαπιστωθεί με τη δικαστική απόφαση το ύψος της αποζημίωσης που οφείλει ο ασφαλισμένος και υπεύθυνος στον τρίτο».
Στην προκειμένη περίπτωση είχε ασκηθεί αγωγή κατά του γιατρού από ασθενή κι εκείνος με τη σειρά του άσκησε παρεμπίπτουσα αγωγή ιατρού κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, ζητώντας να υποχρεωθεί να του καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, οποιοδήποτε ποσό θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα (κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη), δυνάμει της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κύριας αγωγής.
Μέχρι να παραγραφεί η αξίωση
Το δικαστήριο τελικά κατέληξε –διαφωνώντας μάλιστα με απόφαση του Αρείου Πάγου και συμφωνώντας με το σκεπτικό της μειοψηφίας– πως σε πολλές περιπτώσεις ασφαλιστικών συμβάσεων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο λήπτης της ασφάλισης είναι δυνατό να μη γνωρίζει καν την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου όσο διαρκεί η ασφαλιστική σύμβαση, αλλά μπορεί να την πληροφορηθεί μετά την παρέλευση της διάρκειας αυτής, το πρώτον με την άσκηση της σχετικής αξίωσης του ζημιωθέντος.
Σε μία τέτοια περίπτωση που ο ασφαλισμένος πληροφορείται την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης μετά τη λήξη της διάρκειας της ασφαλιστικής σύμβασης, «η πρόβλεψη της ρήτρας ότι αυτός πρέπει να ασκήσει τις αξιώσεις του από την ασφαλιστική σύμβαση κατά τη διάρκειά της (της ασφαλιστικής σύμβασης), καθιστά εξ ορισμού αδύνατη την άσκηση των εν λόγω αξιώσεων».
«Προκειμένου, σε περίπτωση σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης, να μη δημιουργούνται ανεπιεική αποτελέσματα σε βάρος του ασφαλισμένου, ο οποίος ευλόγως απέβλεψε με τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης στην κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου που θα επερχόταν εντός της συνομολογηθείσας διάρκειας αυτής, πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται η δυνατότητα άσκησης των αξιώσεων από την ασφαλιστική σύμβαση εντός χρόνου όχι συντομότερου από την πενταετή προθεσμία παραγραφής (935 ΑΚ) των αξιώσεων του ζημιωθέντος σε βάρος του ασφαλισμένου», καταλήγει η δικαστική απόφαση.
Η Άποψη