Η άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιά βοήθησε ιδιαίτερα στο να στείλει το μήνυμα που θέλησε να περάσει το
πρωί της Πέμπτης, τηλεφωνικώς, στον Αυστριακό επίτροπο για τη Διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν. Είχε προηγηθεί το ατόπημα του τελευταίου να κάνει λόγο για «ζήτημα Τσάμηδων», απαντώντας σε ερώτηση της ευρωβουλευτού της Ν.Δ. Μαρίας Σπυράκη.
Πέρα από την αυτονόητη οξύτατη αντίδραση του ΥΠΕΞ προς τις Βρυξέλλες, η «επόμενη μέρα» από την αναφορά του κ. Χαν αφήνει μια «καυτή πατάτα» στα χέρια των Ελλήνων διπλωματών. Η απάντηση του επιτρόπου για τη Διεύρυνση συνιστά ένα επίσημο ευρωπαϊκό έγγραφο, το οποίο πλέον βρίσκεται στα χέρια της αλβανικής διπλωματίας και, προφανώς, θα χρησιμοποιείται κατά το δοκούν κάθε φορά που η Αθήνα και τα Τίρανα επιχειρούν να επιλύσουν κάποια από τις αρκετές διαφορές τους. Δεδομένου ότι συνιστά πάγια θέση της Ελλάδας η μη ύπαρξη «Τσάμικου ζητήματος», είναι σαφές πως οι ελληνοαλβανικές σχέσεις εισέρχονται κατόπιν αυτής της εξέλιξης σε μια απροσδιόριστη περίοδο οιονεί ακινησίας.
Ωστόσο, από τη χρονική εξέλιξη της υπόθεσης προκύπτουν ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο φτάσαμε ώς την απάντηση Χαν, αλλά και κάποιες περίεργες συμπτώσεις. Η υπόθεση που οδήγησε στην απάντηση του επιτρόπου Χαν την περασμένη Πέμπτη, ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο. Τότε, και συγκεκριμένα στις 6 Ιουνίου, κατά την επίσημη επίσκεψη του κ. Κοτζιά στα Τίρανα για επαφές με τον ομόλογό του και την πολιτική ηγεσία της χώρας, συγκεντρώθηκαν έξω από το αλβανικό ΥΠΕΞ διαδηλωτές με πανό και συνθήματα που προπαγάνδιζαν το λεγόμενο «Τσάμικο ζήτημα». Εκείνες τις ημέρες οι αλβανικές αρχές φαίνεται ότι τουλάχιστον ανέχθηκαν, αν όχι ενεθάρρυναν (δίχως, βεβαίως, να εμπλέκονται ευθέως) ένα ρεσιτάλ προπαγάνδας εντός και εκτός της χώρας υπέρ της υπόθεσης των Τσάμηδων.
Περίπου ένα μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 7 Ιουλίου, η κ. Σπυράκη κατέθεσε ερώτηση προς τον κ. Χαν, με την οποία πρακτικά αμφισβητούσε το δικαίωμα της Αλβανίας να εισπράττει χρήματα από τα κοινοτικά ταμεία ως υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρα (650 εκατ. από το 2014). Η απάντηση του κ. Χαν, βάσει της οποίας κρίθηκε ότι στα ανοιχτά θέματα μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας περιλαμβάνονται «η οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών, τα δικαιώματα των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και το ζήτημα των Τσάμηδων», δόθηκε ακριβώς δύο μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου. Το θέμα έμεινε άγνωστο στο κοινό της Αλβανίας και, φυσικά, της Ελλάδας μέχρι και την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου. Τότε, η απάντηση του κ. Χαν βρέθηκε σε όλα τα πρωτοσέλιδα των αλβανικών εφημερίδων οι οποίες θριαμβολογούσαν ότι οι Βρυξέλλες αναγνωρίζουν την ύπαρξη «Τσάμικου ζητήματος». Μια κρίσιμη, άγνωστη στο ευρύ κοινό, λεπτομέρεια είναι ότι την ίδια ημέρα είχε φθάσει στα Τίρανα ο γενικός γραμματέας του ΥΠΕΞ κ. Δ. Παρασκευόπουλος για διαβουλεύσεις με τον Αλβανό ομόλογό του, στο πλαίσιο της υφιστάμενης διπλωματικής προσπάθειας να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Εμπειροι παρατηρητές τόνιζαν ότι όποια και αν είναι η σκοπιμότητα να πληγεί ευθέως η απόπειρα διπλωματικής προσέγγισης μέσω της χρονικής στιγμής που έγινε η διαρροή των δηλώσεων Χαν, είναι σαφές ότι βοηθά την Αλβανία και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Αποπροσανατολίζει την πολιτική συζήτηση και την προσοχή από τις πολύ σοβαρές τουρκικές πιέσεις που δέχονται τα Τίρανα ώστε να διαλύσουν τις γκιουλενικές σχολές στην Αλβανία, και τη μεταφέρει στην πάντα πολύ εύκολη και δημοφιλή για τη γειτονική χώρα εθνικιστική ατζέντα.
Διπλωματικές πηγές ανέφεραν ότι πέρα από την προφανώς απαράδεκτη στάση του κ. Χαν, που δημιουργεί πολλαπλά ερωτήματα για τη σκοπιμότητά της, η κ. Σπυράκη θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική επί ενός ευαίσθητου ζητήματος εξωτερικής πολιτικής. Κατ’ αρχάς, τόνιζαν, ένα τόσο ευαίσθητο ερώτημα θα έπρεπε να τεθεί απευθείας στην ύπατη εκπρόσωπο της Ε.Ε., Φεντερίκα Μογκερίνι, η οποία απαντά μόνο έπειτα από διαβούλευση με το κράτος-μέλος που εμπλέκεται. Σε αντίθεση, βεβαίως, με την Επιτροπή, η οποία απαντά κατά το δοκούν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη