ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ
Οι κλυδωνισμοί στην Ευρώπη λόγω του προσφυγικού συνεχίζονται. Οι ελεύθερες μετακινήσεις εντός Σένγκεν εξαρτώνται από τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων. Η σύνδεση των προσφυγομεταναστευτικών ρευμάτων με την ασφάλεια
–οικονομική, εργασιακή, ατομική, αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας– ενισχύει τα συντηρητικά αντανακλαστικά. Τα προγράμματα προσωρινής μετεγκατάστασης και επανεγκατάστασης (από τρίτες χώρες) σκοντάφτουν στην απροθυμία αρκετών κρατών-μελών να δεχτούν πρόσφυγες στο έδαφός τους. H Ουγγαρία χρησιμοποιεί το αποτυχημένο δημοψήφισμα ως εργαλείο αυτοεξαίρεσής της από τη φιλοξενία προσφύγων. Το πλέον ανησυχητικό είναι πως η ρητορική του πρωθυπουργού της, από περιθωριακή το καλοκαίρι του 2015, έχει πλέον απήχηση σε κυβερνήσεις και κοινωνίες.
Αλλωστε, οι ηγεσίες προσδιορίζουν και τροποποιούν τη θέση τους με βάση τη δυναμική που αναπτύσσεται στο εσωτερικό τους. Μάλιστα, ορισμένες αυτοαναδεικνύονται σε υπερασπιστές έναντι του κύματος επικίνδυνων (όπως τους χαρακτηρίζουν) ανθρώπων, διασυνδέοντάς τους με την ασύμμετρη απειλή της τρομοκρατίας. Ετσι θέτουν ως εθνικό κυριαρχικό δικαίωμα τον καθορισμό της προσφυγικής πολιτικής. Ο Τσέχος αντιπρόεδρος Αντρέι Μπάμπις, για παράδειγμα, ισχυρίζεται πως «έπειτα από αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, λέω ξεκάθαρα ότι δεν θέλω ούτε έναν πρόσφυγα στην Τσεχία, ούτε καν προσωρινά».
Εξάλλου, η ανησυχία για περιορισμένη δυνατότητα υποδοχής προσφύγων έχει λάβει μορφή επίσημης θέσης εκ μέρους της Ε.Ε., από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ.
Στην Πολωνία, τo 73% θεωρεί την άφιξη μεγάλου αριθμών προσφύγων από Συρία και Ιράκ μείζονα απειλή, ακριβώς στα ποσοστά που αποδίδει στο Χαλιφάτο τον ίδιο χαρακτηρισμό, όταν στην Τσεχία, το 61% τάσσεται εναντίον της υποδοχής προσφύγων ακόμη κι αν προέρχονται από εμπόλεμες χώρες. Στη Γερμανία, το 47% βλέπει θετικά την πρόταση των Χριστιανοκοινωνιστών για επιβολή ανώτατου ορίου 200.000 προσφύγων, με το εθνολαϊκιστικό AfD να παγιώνεται δημοσκοπικά στην τρίτη θέση, μετά την εκτόξευσή του στις κρατιδιακές εκλογές. Στην παραδοσιακά ανεκτική Σουηδία (που δέχτηκε τον μεγαλύτερο κατά κεφαλήν αριθμό προσφύγων), το 34% που το 2015 ήθελε λιγότερους πρόσφυγες ανήλθε σε 60% το 2016. Πρόσφατα, σε σχετική έρευνα μεταξύ 18.000 Ευρωπαίων, κατέστη σαφής η προτίμησή τους στην παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας σε μορφωμένους, βασανισμένους και μη μουσουλμάνους.
Είναι, πάντως, εύλογο ο βαθμός αποδοχής να εξαρτάται και από τη δυνατότητα κοινωνικής ένταξης και συμβολής στο οικονομικό γίγνεσθαι. Εκτιμήσεις προβλέπουν μία κατάσταση δύσκολης συμβίωσης για όσους αποδειχθούν εσωστρεφείς και απρόθυμοι να συνυπάρξουν με τους γηγενείς, ρέποντας προς την γκετοποίηση. Ετσι πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες ριζοσπαστικοποίησης, ενώ και η πρόσβαση των εθνικών αρχών –για την άντληση τάσεων και πληροφοριών– σε κλειστού τύπου κοινωνίες είναι περιορισμένη.
Η Κεντρική Ευρώπη επιδιώκει να κρατήσει το «πρόβλημα» μακριά από τα σύνορά της, στις χώρες προέλευσης και φιλοξενίας, εν ανάγκη δε ακόμη και στα ευρωπαϊκά κράτη πρώτης γραμμής. Προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο εξωτερικών συνόρων και ροών με συντεταγμένο τρόπο, ώστε να αναιρέσει την εικόνα χάους του 2015, που συνέβαλε στην άνοδο ξενοφοβικών σχηματισμών.
Προς αυτή την κατεύθυνση, παρά την ασφάλεια που προσφέρει το σφράγισμα του βαλκανικού διαδρόμου, αναζητείται η χρυσή τομή με την Αγκυρα. Αυτό διότι ακόμη και η σχετικά περιορισμένη αυξητική τάση των ροών από την Τουρκία υπογραμμίζει την αδυναμία τιθάσευσης του φαινομένου εκ μέρους της Ε.Ε., δημιουργώντας πολιτικές αναταράξεις, με δεδομένη την έλλειψη εναλλακτικού πλάνου.
Ενδεικτική της κατάστασης, η πίεση του Γερμανού υπουργού Εσωτερικών προς την Αθήνα για ενδεχόμενη επανεφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου. Εν γνώσει του πως μία τέτοια εξέλιξη, ενόσω η ενδοευρωπαϊκή κατανομή εμφανίζει σοβαρές αρρυθμίες, θα έπληττε καίρια την Ελλάδα, προφανώς ο Ντε Μεζιέρ ενδιαφέρεται πρωτίστως να καθησυχάσει το εγχώριο ακροατήριο. Συνάμα, το μήνυμά του προς πρόσφυγες και μετανάστες είναι πως με την αυστηροποίηση των κανόνων απόδοσης ασύλου, πολλοί θα επιστρέφουν σε χαμηλών προδιαγραφών συνθήκες διαβίωσης στην πρώτη χώρα άφιξης – οξύμωρο ότι αυτός ήταν ο λόγος εξαίρεσής μας από το Δουβλίνο.
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη