Ενα από τα μείζονα θέματα, που απασχολούν όσους συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση για την ευρωπαϊκή πολιτική, είναι ακόμα μία φορά η προσφυγική κρίση. Τουλάχιστον τρεις είναι οι διαφορές μεταξύ των σημερινών προσφυγικών
ροών και εκείνων στις αρχές του ’90.
Πρώτον, οι βασικοί λόγοι των μετακινήσεων των πληθυσμών είναι πολύ πιο περίπλοκοι και ξεπερνούν τη δικαιοδοσία και την επιρροή της Ευρώπης.
Οταν οι πόλεμοι στα Βαλκάνια θεωρούνταν ως επί το πλείστον ευθύνη των Δυτικών και τελικά οι Δυτικοί συνέβαλαν στο να αποκατασταθεί η σταθερότητα, η παρούσα κρίση διαφέρει πολύ. Αφορά ένα πολυπαραγοντικό σχήμα, ποικίλους δρώντες και γεωπολιτικά συμφέροντα, με τη Δύση να έχει περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης.
Δεύτερον, οι μετακινήσεις στις αρχές του 1990 συνέβαιναν σε μια αισιόδοξη Ευρώπη έπειτα από δεκαετίες Ψυχρού Πολέμου, η οποία ήταν ανοιχτή σε νέες ευκαιρίες για διεύρυνση και ενσωμάτωση νέων πληθυσμών. Αντιθέτως, η κρίση σήμερα πλήττει μια διευρυμένη πλέον Ευρώπη, η οποία δεν έχει ορθοποδήσει από τη σοβαρή ύφεση και αντιμετωπίζει έξαρση λαϊκισμού και αποσχιστικών κινήσεων.
Και τρίτον, οι τωρινoί πρόσφυγες είναι πολιτισμικά σαφώς διαφορετικοί από τους προηγούμενους και πολύ περισσότεροι. Ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον τρία πολιτικά ζητήματα ανακύπτουν.
Πρώτον και βασικότερο είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες λειτουργούν ως δευτεραγωνίστριες όσον αφορά τους βασικούς λόγους των συρράξεων. Δεν υπάρχει σαφής ένδειξη του πότε θα μειωθούν οι προσφυγικές ροές ούτε και το πότε όσοι διέφυγαν θα επανεγκατασταθούν, εάν ποτέ συμβεί αυτό. Δεύτερον, η δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει πολλές ευρωπαϊκές χώρες, σε συνδυασμό με τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε αυτές σχετικά με τις ευθύνες τους, παρεμποδίζει την πρόοδο σε επίπεδο πολιτικό.
Ανασχετικά λειτουργεί, κατά τρίτον, και η έλλειψη σαφούς νομικού πλαισίου, οι διαφορές στην εφαρμογή και ερμηνεία της Συνθήκης της Γενεύης για τους πρόσφυγες και οι προκλήσεις για τη Ζώνη Σένγκεν.
Πάντως, συνολικά στον πλανήτη οι πρόσφυγες αποτελούν μόνο μικρό τμήμα των εκτοπισμένων πληθυσμών λόγω πολέμων. Το 2015 ο ΟΗΕ έφερε τους εκτοπισμένους σε 59 εκατομμύρια. Οι περισσότερες μετακινήσεις τους, ωστόσο, γίνονται σε γειτονικές χώρες της ίδιας ηπείρου. Πέρυσι, η Ευρώπη φιλοξενούσε το 15% των προσφύγων όλης της γης. Το 4% των εκτοπισμένων Σύρων, περίπου 500.000 τον αριθμό, έχει φθάσει σε μία χώρα της Ε.Ε. και τους έχει δοθεί άσυλο ή βρίσκονται σε διαδικασία αναμονής.
Θεωρητικά, τουλάχιστον, οι οικονομικοί μετανάστες είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί από τους πρόσφυγες, υπό το πρίσμα ότι οι πρώτοι δεν αποφασίζουν μόνον εάν θα μεταναστεύσουν αλλά και σε ποια χώρα θα κατευθυνθούν βάσει οικονομικού οφέλους. Οι πρόσφυγες, αντιθέτως, υποχρεώνονται να διαφύγουν λόγω απρόβλεπτων γεγονότων, που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Αντιστοίχως και οι χώρες υποδοχής επιλέγουν μετανάστες με οικονομικά κριτήρια, ενώ έναντι των προσφύγων εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις τους βάσει του διεθνούς δικαίου και ανθρωπιστικών λόγων.
Το πόσο ομαλά, τώρα, μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας οι πρόσφυγες, είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Αναλόγως ηλικίας, φύλου και μορφωτικού επιπέδου, έχουν 18,3% λιγότερες πιθανότητες να προσληφθούν από τους ντόπιους. Είναι απολύτως αναγκαίο να θεσπιστεί νέο ρυθμιστικό πλαίσιο σε όλες τις χώρες-μέλη, ώστε να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες συνθήκες και να προετοιμάζει την Ευρώπη για τις μελλοντικές κρίσεις – η μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση της Αφρικής τα προσεχή 45 χρόνια, σε συνδυασμό με τη βραδεία ανάπτυξη, την κλιματική αλλαγή και τις συνεχιζόμενες συρράξεις, πιθανώς να κλιμακώσει τις μεταναστευτικές πιέσεις σε αυτήν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ