Η υψηλή φορολογία συμβάλλει στην εκτόξευση των ήδη «φουσκωμένων» τιμολογίων στην κινητή τηλεφωνία, σύμφωνα με ανάλυση της Berenberg. Τα ακριβά τιμολόγια εμποδίζουν και τη βελτίωση των υπηρεσιών προς τους
Ομηροι της υψηλής φορολογίας και των υψηλών τιμών των παρόχων είναι οι Ελληνες συνδρομητές κινητής τηλεφωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του γερμανικού επενδυτικού οίκου Berenberg, η Ελλάδα είναι μία από τις ακριβότερες αγορές κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη («και ενδεχομένως του κόσμου»!), ειδικά όταν υπολογίσουμε τις δαπάνες των νοικοκυριών στην κινητή τηλεφωνία σε σύγκριση με το διαθέσιμο εισόδημα.
Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει, βεβαίως, η υψηλή φορολογία στην κινητή τηλεφωνία, η οποία από τις αρχές του νέου έτους επεκτείνεται και στη σταθερή τηλεφωνία.
Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας υποστηρίζουν πως η έμμεση φορολογία των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες παγκοσμίως, με συνολικό ύψος φόρου 34,5% ως ποσοστoύ του συνολικού κόστους ιδιοκτησίας του κινητού.
Σε σύνολο 50 χωρών, εκτός της Ελλάδας (βρίσκεται στην έκτη θέση), οι πρώτες δέκα με βάση τη φορολογία στην κινητή τηλεφωνία είναι αναπτυσσόμενες οικονομίες (Τουρκία, Ιορδανία, Γκαμπόν, Τανζανία, Τζαμάικα, Βραζιλία, Πακιστάν κ.ά.). Η φορολογία στη χώρα μας οφείλεται κυρίως στο ειδικό τέλος, που κυμαίνεται από 12%-20% του λογαριασμού.
Με βάση τους αναλυτές της Berenberg, η ακρίβεια στην ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας αποδεικνύεται από σειρά παραγόντων. Πρώτον, από το σχετικά περιορισμένο ποσοστό συνδρομητών με συμβόλαιο, που στο τέλος του πρώτου εξαμήνου 2016 έφτανε το 29,3% για τον
ΟΤΕ +2,30% και το 27,5% για τη Vodafone. Και τα δύο ποσοστά βρίσκονταν χαμηλότερα σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. Η στροφή προς τα καρτοκινητά δείχνει, κατά τους αναλυτές, την αδυναμία των νοικοκυριών να διατηρήσουν συνδρομές με συμβόλαιο.
Δεύτερον, από το γεγονός πως «το συνολικό μέσο μηνιαίο έσοδο ανά συνδρομητή (ARPU) του
ΟΤΕ +2,30% ήταν περίπου στο 50% του φθηνότερου πακέτου του ΟΤΕ», εξαιτίας του χαμηλού εσόδου από τους χρήστες καρτοκινητών.
Τρίτον, από το γεγονός ότι «το ARPU των συνδρομητών με συμβόλαιο είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο έσοδο του δεύτερου φθηνότερου πακέτου του ΟΤΕ». Πρόκειται για άλλη μια διαπίστωση, που επίσης δείχνει πως ακόμα και όσοι διαθέτουν συμβόλαιο δαπανούν ολοένα και μικρότερα ποσά.
Τέταρτον, από το γεγονός πως αυτό που θεωρείται ένα καλό πακέτο (πάνω από τον μέσο όρο) στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές (1.500 λεπτά συνομιλίας με 1.500 SMS και περί τα 3 έως 4 GB μετάδοση δεδομένων) κοστίζει περί τα 20-30 ευρώ τον μήνα, ενώ στην Ελλάδα μπορεί να φτάνει και τα 75 ευρώ τον μήνα! Η συγκεκριμένη πολύ σημαντική διαφορά αποδίδεται κυρίως στο υψηλότατο τέλος κινητής τηλεφωνίας, το οποίο ανέρχεται σε 12% για την καρτοκινητή τηλεφωνία και τα συμβόλαια μέχρι 50 ευρώ. Το τέλος αυξάνεται σε 15% για τα συμβόλαια από 50-100 ευρώ, σε 18% για τα συμβόλαια 100-150 ευρώ τον μήνα και σε 20% για τα συμβόλαια άνω των 150 ευρώ.
Πέμπτον, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Berenberg, με βάση τα στοιχεία της Vodafone προκύπτει πως οι Ελληνες πελάτες της με κατανάλωση δεδομένων που φτάνει κατά μέσο όρο τα 234 MB ανά συνδρομητή ανά μήνα στο δεύτερο τρίμηνο 2016 «βρίσκονται σε αντιστοιχία με αφρικανικές χώρες» (!) και «πολύ μακριά από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή αγορά της Vodafone».
Εκτον, από τη σύγκριση σειράς θυγατρικών της Deutsche Telekom προκύπτει πως στην Ελλάδα και στη Ρουμανία τα έσοδα από υπηρεσίες εκτός των φωνητικών (από τις τηλεφωνικές κλήσεις δηλαδή) είναι πολύ χαμηλά. Συγκεκριμένα, στις δύο αυτές αγορές αποτελούν μόλις το 29% του ARPU, ποσοστό που θεωρείται χαμηλό.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Berenberg, στην Ελλάδα ένα νοικοκυριό με τρεις συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας (αν υποθέσουμε πως βρίσκεται κοντά στο μέσο μηνιαίο έσοδο ανά συνδρομητή που δηλώνουν οι εταιρείες) πρέπει να δαπανά το 5,5% του μηνιαίου εισοδήματος.
Πρόκειται για ποσοστό «διπλάσιο» σε σχέση με τη δαπάνη άλλων ευρωπαϊκών νοικοκυριών, τα οποία μάλιστα έχουν και πολύ υψηλότερα έσοδα σε σχέση με τα νοικοκυριά στην Ελλάδα. Αν προσθέσουμε και μια ευρυζωνική σύνδεση σταθερής τηλεφωνίας και συνδρομητική τηλεόραση, τότε το ποσοστό φτάνει το 10% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών. Η συγκεκριμένη δαπάνη αυξήθηκε εσχάτως με την προσθήκη του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης (10%) και θα αυξηθεί περαιτέρω από τις αρχές του 2017, όταν εφαρμοστεί και το τέλος σταθερής τηλεφωνίας (5%).
Οι αναλυτές επισημαίνουν πως το συγκεκριμένο ποσοστό δαπάνης για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες αποτελείτροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς. Προβλέπουν, μάλιστα, στασιμότητα για όσο καιρό παραμένουν οι τιμές στα σημερινά επίπεδα, εκτός και αν αυξηθούν τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Επισημαίνουν πως τα ίδια στοιχεία δείχνουν πως τα νοικοκυριά «απορροφούν» τα υψηλά τιμολόγια μέσω της χαμηλής κατανάλωσης δεδομένων και των χαμηλών ταχυτήτων (σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) των ευρυζωνικών συνδέσεων σε σταθερή και κινητή τηλεφωνία.
Θεωρούν, πάντως, πως υπάρχει περιθώριο για μείωση τιμολογίων στη χώρα μας. Δεν εξηγούν, όμως, αν η μείωση θα προέλθει από τη μείωση της υψηλότατης φορολογίας.
Στην ανάλυση της Berenberg επισημαίνεται πως οι χρήστες κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα «πληρώνουν σχετικά πολύ περισσότερα για πολύ χαμηλότερο επίπεδο υπηρεσιών σε σύγκριση με όλες τις αγορές κινητής τηλεφωνίας» που παρακολουθεί ο επενδυτικός οίκος. Ακόμα πιο σημαντικό θεωρείται το γεγονός ότι οι Ελληνες καταναλωτές δαπανούν δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος για υπηρεσίες που θεωρούνται δεδομένες (και συνεπώς προσιτού κόστους) σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι παγιδευμένες και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, αφού κατά τους αναλυτές οι προσφορές τους είναι χαμηλής αξίας σε σχέση με το κόστος, με αποτέλεσμα τα ήδη στριμωγμένα νοικοκυριά να μεταπηδούν με την πρώτη ευκαιρία και χωρίς δεύτερη σκέψη σε οποιαδήποτε προσφορά βελτιώνει τα οικονομικά τους.
capital.gr
Πηγή:www.dimokratiki.gr