δικαιώματος δύο επικουρικών συντάξεων. Μετά το πέρας της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, ο W. Hoogstad εγκαταστάθηκε, κατά τη διάρκεια του έτους 2007, στην Ιρλανδία, με τη σύζυγό του, υπήκοο αυτού του κράτους μέλους.
Όταν ο W. Hoogstad συμπλήρωσε, τον Φεβρουάριο του 2008, την ηλικία των 60 ετών, του καταβλήθηκε το εφάπαξ ποσό των δύο επικουρικών συντάξεων.
Στο Βέλγιο, πραγματοποιήθηκαν δύο κρατήσεις επί των επίμαχων εφάπαξ ποσών. Η πρώτη κράτηση, της τάξεως του 3,55 %, πραγματοποιήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 191, πρώτο εδάφιο, σημείο 7, του κωδικοποιημένου νόμου της 14ης Ιουλίου 1994, υπέρ του Rijksinstituut voor Ziekte- en Invaliditeitsverzekering (εθνικού ιδρύματος ασφαλίσεως έναντι κινδύνων ασθενείας και αναπηρίας), το οποίο είναι επιφορτισμένο με την κατανομή των εσόδων μεταξύ των αρμόδιων οργανισμών ασφαλίσεως της υγειονομικής περιθάλψεως. Η δεύτερη κράτηση, της τάξεως του 2 %, πραγματοποιήθηκε υπέρ του RVP, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68 του νόμου της 30ής Μαρτίου 1994, με σκοπό την ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συνταξιούχων (εισφορά αλληλεγγύης) και, μακροπρόθεσμα, για την θέση σε εφαρμογή επιλεκτικών προσαρμογών υπέρ των πλέον χαμηλών συντάξεων.
Με απόφαση του arbeidsrechtbank Brussel (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) της 28ης Οκτωβρίου 2011, το Rijksinstituut voor Ziekte- en Invaliditeitsverzekering και ο RVP υποχρεώθηκαν στην επιστροφή των παρακρατηθέντων ποσών. Μετά την εις βάρος του εκδοθείσα κατ’ έφεση απόφαση από το arbeidshof Brussel (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο), ο RVP άσκησε αναίρεση.
Ο RVP υποστηρίζει ότι οι καταβολές στον W. Hoogstad των εφάπαξ επικουρικών συντάξεων έγιναν κατ’ εφαρμογήν συστημάτων που δεν αποτελούν «νομοθεσία» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ι΄, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1408/71 και ότι τα εφάπαξ αυτά ποσά δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, οι κρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν επί των επικουρικών συντάξεων δεν είναι ασύμβατες προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hof van Cassatie (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Πρέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει να παρακρατείται εισφορά, όπως η κράτηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 191, πρώτο εδάφιο, σημείο 7, του κωδικοποιημένου νόμου της 14ης Ιουλίου 1994 και όπως η εισφορά αλληλεγγύης που οφείλεται βάσει του άρθρου 68 του νόμου της 30ής Μαρτίου 1994 περί κοινωνικών διατάξεων, επί των παροχών βελγικών συστημάτων επικουρικών συντάξεων τα οποία δεν αποτελούν νομοθεσία κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ι΄, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, όταν οι παροχές αυτές οφείλονται σε δικαιούχο, μη κάτοικο Βελγίου, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού αυτού υπάγεται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο αυτός κατοικεί;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Επί της ουσίας
Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την παρακράτηση κοινωνικής εισφοράς επί των παροχών από συστήματα επικουρικών συντάξεων, ενώ ο δικαιούχος αυτών των επικουρικών συντάξεων δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπόκειται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού, στην κοινωνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου κατοικεί.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το αποφασιστικό στοιχείο για την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71 συνίσταται στη σχέση στην οποία τελεί η οικεία διάταξη προς τους νόμους που διέπουν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71, σχέση που πρέπει να είναι άμεση και αρκούντως ουσιώδης (αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1995, Rheinhold & Mahla, C‑327/92, EU:C:1995:144, σκέψη 23 της 15ης Φεβρουαρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑34/98, EU:C:2000:84, σκέψη 35, της 15ης Φεβρουαρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑169/98, EU:C:2000:85, σκέψη 33, καθώς και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψη 23).
Επομένως, το γεγονός ότι μια επιβάρυνση χαρακτηρίζεται ως «φόρος» από την εθνική νομοθεσία δεν σημαίνει ότι, υπό το πρίσμα του κανονισμού 1408/71, η επιβάρυνση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω κανονισμού (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι επιβαρύνσεις οι οποίες δεν επιβάλλονται στα εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα και υποκατάστατα εισοδήματα των εργαζομένων, αλλά υπολογίζονται επί των εισοδημάτων από περιουσία, είναι δυνατό να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι τα έσοδα από τις επιβαρύνσεις αυτές χρησιμοποιούνται ευθέως και ειδικώς για τη χρηματοδότηση ορισμένων κλάδων κοινωνικής ασφαλίσεως στο επίμαχο κράτος μέλος (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψη 28).
Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται όσον αφορά επιβαρύνσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη οι οποίες επιβάλλονται σε συστήματα επικουρικών συντάξεων, καθόσον τα έσοδα από τις εισφορές αυτές χρησιμοποιούνται ευθέως και ειδικώς για τη χρηματοδότηση ορισμένων κλάδων κοινωνικής ασφαλίσεως στο οικείο κράτος μέλος.
Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 1408/71 καθώς και από τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται.
Η εν λόγω αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, η οποία ισχύει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, σκοπεί στην αποφυγή των περιπλοκών που μπορεί να ανακύψουν από την ταυτόχρονη εφαρμογή περισσοτέρων εθνικών νομοθεσιών και στην εξάλειψη της άνισης μεταχειρίσεως που θα συνεπαγόταν, για τα πρόσωπα που μετακινούνται στο εσωτερικό της Ένωσης, η μερική ή πλήρης σώρευση των εφαρμοστέων νομοθεσιών .
Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71, ο W. Hoogstad, ως συνταξιούχος ο οποίος κατοικεί στην Ιρλανδία, υπόκειται στην κοινωνική νομοθεσία αυτού του κράτος μέλους, οπότε δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί από άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά ειδικότερα τις παροχές επικουρικών συντάξεων, σε νομικές διατάξεις προβλέπουσες εισφορές οι οποίες έχουν άμεσο και αρκούντως ουσιώδη σύνδεσμο με τους νόμους που διέπουν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1408/71.
Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τις διατάξεις του άρθρου 33 του κανονισμού 1408/71, βάσει των οποίων κράτος μέλος δικαιούται να παρακρατεί, εις βάρος του δικαιούχου συντάξεως, εισφορές για την κάλυψη των παροχών ασθενείας εφόσον οι αντίστοιχες παροχές βαρύνουν το ίδιο.
Συγκεκριμένα, το άρθρο 33 του κανονισμού 1408/71 πρέπει να ερμηνευθεί με παραπομπή στα άρθρα 27, 28 και 28α του τμήματος 5, του κεφαλαίου Ι, του τίτλου III του κανονισμού, που έχει εφαρμογή στα δικαιώματα των δικαιούχων συντάξεων και των μελών της οικογένειάς τους, τα οποία αφορούν είτε περιπτώσεις στις οποίες ο δικαιούχος λαμβάνει σύνταξη οφειλόμενη δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών είτε περιπτώσεις στις οποίες ο δικαιούχος λαμβάνει σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, πλην όμως δεν έχει κανένα δικαίωμα επί παροχών στη χώρα κατοικίας του.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συναχθεί από την ύπαρξη ουσιαστικών κανόνων σχετικών με τα δικαιώματα των δικαιούχων συντάξεως, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση στις συντάξεις γήρατος ή τις επικουρικές συντάξεις που στηρίζονται σε συμβατικές διατάξεις (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑57/90, EU:C:1992:10, σκέψη 20), ότι η παρακράτηση κοινωνικών εισφορών επί τέτοιων επικουρικών συντάξεων είναι συμβατή με την αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την παρακράτηση εισφορών που έχουν άμεσο και αρκούντως ουσιώδη σύνδεσμο με τους νόμους που διέπουν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού επί των παροχών από συστήματα επικουρικών συντάξεων, ενώ ο δικαιούχος αυτών των επικουρικών συντάξεων δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπόκειται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του ίδιου κανονισμού, στην κοινωνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου κατοικεί.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει την παρακράτηση εισφορών που έχουν άμεσο και αρκούντως ουσιώδη σύνδεσμο με τους νόμους που διέπουν τους κλάδους κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί, επί των παροχών από συστήματα επικουρικών συντάξεων, ενώ ο δικαιούχος αυτών των επικουρικών συντάξεων δεν κατοικεί στο εν λόγω κράτος μέλος και υπόκειται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του ίδιου κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί, στην κοινωνική νομοθεσία του κράτους μέλους όπου κατοικεί.
Πηγή: Taxheaven