Από τον Ιανουάριο του 2015, όταν το αριστερό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για πρώτη φορά στην εξουσία, στις σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Ρωσίας έχουν
κυριαρχήσει υψηλές προσδοκίες και απαραίτητες προσαρμογές. Η αρχική ελπίδα της ελληνικής κυβέρνησης στις αρχές του 2015 για να βρει εναλλακτική χρηματοδότηση από τη Μόσχα προκειμένου να βελτιώσει την διαπραγματευτική της θέση έναντι της ΕΕ και του ΔΝΤ, είχε μετατραπεί σε απογοήτευση μέχρι τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, απέδειξε όχι μόνο την αποτυχία των διαπραγματευτικών του τακτικών με τους πιστωτές της χώρας, αλλά επίσης τα όρια της ελληνό-ρωσικής διμερούς σχέσης.
Από την υπογραφή της λεγόμενης “Agreekment”, η κυβέρνηση έχει επιδείξει έναν αξιοσημείωτο βαθμό ευθυγράμμισης με τις πολιτικές της ΕΕ. Αυτό μπορεί να αναμένεται ότι θα συνεχιστεί, με την Ελλάδα να είναι απίθανο να αντιταχθεί στη συναίνεση των άλλων κρατών-μελών στις επικείμενες συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη Ρωσία. Η περίοδος που η Αθήνα εξέταζε το ενδεχόμενο να επιβάλει βέτο προκειμένου να ασκήσει πίεση στους εταίρους της, έχει τώρα τελειώσει.
Αλλά η νέα πραγματικότητα της ελληνικής συναίνεσης στην πολιτική της ΕΕ κρύβει βαθιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ της Αθήνας και της πλειοψηφίας των εταίρων της κρατών-μελών. ΟΙ κυρώσεις της ΕΕ εναντίον του Κρεμλίνου για παράδειγμα, είναι ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα. Τα ρωσικά αντίποινα έχουν πλήξει σοβαρά τις αγροτικές δραστηριότητες της Ελλάδας, και η τρέχουσα οικονομική αντιπαράθεση αποτρέπει τις ρωσικές επιχειρήσεις από το να συμμετέχουν ενεργά στις ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις, στερώντας από την Ελλάδα πολύ αναγκαίες επενδύσεις.
Συνολικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βλέπει την Μόσχα ως “το πρόβλημα” στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας και συνηγορεί υπέρ μιας πιο εποικοδομητικής προσέγγισης. Αντίστοιχα, υιοθετεί θετική εικόνα για την πρόταση της “επιλεκτικής δέσμευσης”. Περιστασιακά, η ελληνική κυβέρνηση ήταν ηχηρή στην υποστήριξή της για την Ρωσία ευρύτερα, όπως στη διάρκεια της συνόδου του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία τον Ιούλιο. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φέρεται να προκάλεσε κάποια απογοήτευση στις ΗΠΑ, ζητώντας από τη Συμμαχία να τερματίσει την αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Η δυνατότητα μιας καλύτερης κατανόησης με τη Ρωσία είναι επίσης σημαντική για έναν άλλο λόγο: την πιθανότητα σχημάτων συνεργασίας στην ενέργεια. Η εξομάλυνση των δεσμών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας έχει οδηγήσει τους Putin και Erdogan να αναζωογονήσουν το project του Δεκεμβρίου 2014 και τελικά να αποφασίσουν να δημιουργήσουν τον αγωγό Turkish Stream. Η διμερής συμφωνία που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη, αναβιώνει τις ελληνικές ελπίδες για την κατασκευή του “Greek Stream” ως συνέχεια του αγωγού Ρωσίας-Τουρκίας, μια ιδέα που συμφωνήθηκε κατ’ αρχήν μεταξύ του πρωθυπουργού Τσίπρα και του προέδρου Putin τον Ιούνιο του 2015. Οι φορείς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα έχουν επίσης λάβει υπόψη την ανάγκη να μην εκτροχιάσουν μια συμφωνία που υπεγράφη τον Φεβρουάριου του τρέχοντος έτους από τη ρωσική Gazprom, την ελληνική ΔΕΠΑ και την ιταλική Edison για την μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω τρίτων χωρών στην Ελλάδα και από την Ελλάδα στην Ιταλία μέσω ενός υποθαλάσσιου αγωγού στην ΜΑύρη Θάλασσα.
Η καλή κατάσταση των ελληνό-ρωσικών σχέσεων επιβεβαιώθηκε στη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του προέδρου Vladimir Putin στην Ελλάδα αυτόν τον Μάιο -το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη για το 2016. Ο Putin είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, με ποσοστό αποδοχής 74% σύμφωνα με έρευνα του Ιουνίου. Ο πρωθυπουργός Tσίπρας ενθαρρύνεται να συνάψει στενούς δεσμούς με την Μόσχα όχι μόνο από την ιδεολογία του και τα νούμερα της κοινής γνώμης, αλλά από την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην χώρα. Αν και το συντηρητικό κόμμα της ΝΔ και ο ηγέτης του Κυριάκος Μητσοτάκης δεν εμπιστεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό προσωπικά, είναι υπέρ στενότερων δεσμών με την Μόσχα, όσο αυτοί οι δεσμοί σέβονται το πλαίσιο της ΕΕ.
Το 2016 είναι χρονιά πολιτιστικών εκδηλώσεων “Ελλάδας στη Ρωσία, Ρωσίας στην Ελλάδα”. Σειρά εκδηλώσεων που έλαβαν χώρα και στις δύο χώρες, αναδεικνύουν την ιστορική σχέση με βοηθούν τις δύο χώρες να έρθουν πιο κοντά. Αλλά, τουλάχιστον στην επικείμενη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είναι απίθανο ο πολιτισμός να επεκταθεί στην πολιτική.
capitalgr