μικρότερη δυνατή αποτελεσματικότητα σε σχέση με την εισοδηματική ανισότητα, καταγράφει για ένα ακόμη χρόνο ο ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τα πλέον επικαιροποιημένα στοιχεία του Οργανισμού, η Ελλάδα δαπανά το 27% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες, γεγονός που την κατατάσσει στην 8η θέση των χωρών με τις πιο υψηλές δαπάνες, έναντι μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ 21%.
Βέβαια, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν το 2016 σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στις περισσότερες χώρες-μέλη του, με τη Γαλλία και τη Φινλανδία να δαπανούν σε τομείς όπως τα επιδόματα, συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη πάνω από το 30% του ΑΕΠ, ενώ στη ζώνη του πάνω από 25% βρίσκονται εκτός από τη χώρα μας και η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Νορβηγία και η Σουηδία. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Χιλή, η Κορέα, η Λετονία, το Μεξικό και η Τουρκία δαπανούν λιγότερο από το 15% του ΑΕΠ.
Αν και οι μελετητές του ΟΟΣΑ επισημαίνουν ότι οι χώρες που δαπανούν περισσότερα για τον πληθυσμό που βρίσκεται στην ηλικία εργασίας, τείνουν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα κοινωνικής – εισοδηματικής ανισότητας, τα στοιχεία δείχνουν πως οι περισσότερες δαπάνες είναι για τις συντάξεις. Σε αυτό, η χώρα μας αναδεικνύεται πρωταθλήτρια, με τις δαπάνες να αγγίζουν το 17,5%, έναντι 16,4% στην Ιταλία, 14,3% στην Γαλλία, 14% στην Πορτογαλία αλλά και 10,1% στη Γερμανία.
Συνολικά, εκτιμάται ότι οι δαπάνες για συντάξεις και υγεία καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος.
Μάλιστα, από τη δεκαετία του ’80, οι δαπάνες υγείας αυξήθηκαν από 4% σε 6%, στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα, δαπανάται το 6,3% του ΑΕΠ για υγεία, καθώς τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής υπήρξαν σημαντικές μειώσεις, έναντι 8,6% στη Γαλλία και 7,9% στη Γερμανία.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι αυξήσεις από το 2010 και μετά ήταν υψηλότερες στις συντάξεις, όπου οι δαπάνες σε πραγματικούς όρους μεταξύ 2010-2013 αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες, εκτός από την Εσθονία και την Πολωνία. Αυτή η ανοδική τάση είναι αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της αύξησης του αριθμού των ατόμων που συνταξιοδοτούνται. Οσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, τα στοιχεία δείχνουν ότι εξακολουθούν να αυξάνονται, αλλά με πολύ μικρότερο ρυθμό σε σχέση με τα έτη πριν από την έναρξη της κρίσης. Μόνο στο Ισραήλ, στην Ιαπωνία και στο Μεξικό έχει καταγραφεί υψηλότερη μέση ετήσια αύξηση της δαπάνης από το 2009 και μετά. Χιλή και Κορέα είναι δε, οι μόνες χώρες όπου η ετήσια αύξηση της δαπάνης για την υγεία υπερβαίνει το 5% από το 2005 και για όλα τα επόμενα χρόνια.
Σημαντικό εύρημα ενόψει και της δύσκολης διαπραγμάτευσης για την αναδιάρθρωση των προνοιακών επιδομάτων που θα πραγματοποιήσει η Ελλάδα με τους εκπροσώπους των δανειστών κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, θεωρείται και το σημαντικά χαμηλό ποσοστό δαπανών για την στήριξη της οικογένειας και των ατόμων με ανικανότητα.
Πρόκειται για δείκτες όπου υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών, με τα ποσοστά να κυμαίνονται μεταξύ 2,6% και 0,6%. Ο μέσος όρος βρίσκεται στο 2,1% και η χώρα μας δαπανά για τη στήριξη της οικογένειας 1,3% του ΑΕΠ και μόλις 1% για τη στήριξη της ανικανότητας.
Έντυπη