Καθώς η κλιματική αλλαγή επιταχύνει την τήξη των παγετώνων της Ανταρκτικής, οι επιστήμονες εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες και προειδοποιούν για τις παγκόσμιες συνέπειες.
Το Βρετανικό Συμβούλιο Έρευνας Φυσικού Περιβάλλοντος (NERC) και το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ (NSF) θα δαπανήσουν 25 εκατομμύρια δολάρια για
την έρευνα του κολοσσιαίου παγετώνα Θουέιτς, μέρος του στρώματος πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής, του οποίου η τήξη μπορεί να επιταχύνει δραματικά την άνοδο της στάθμης της θάλασσας σε όλο τον κόσμο. Αν το στρώμα πάγου λιώσει, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η παγκόσμια στάθμη της θάλασσας μπορεί να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 2,75 μέτρα.
«Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη μελλοντική ταχεία άνοδο της στάθμης της θάλασσας έρχεται τώρα από παγετώνα Θουέιτς», αναφέρει η ανακοίνωση του NERC. Με βάση δορυφορικές μετρήσεις, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μέσα σε μόλις έξι χρόνια, ο ρυθμός απώλειας των πάγων κοντά στον παγετώνα έχει διπλασιαστεί. Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα σίγουροι αν ο παγετώνας μπορεί να λιώσει εντελώς μέσα σε μόνο λίγες δεκαετίες ή μερικούς αιώνες, αλλά σε κάθε περίπτωση θα σηματοδοτήσει «μια εξαιρετικά ταχεία αλλαγή σε σχετικά σύντομο γεωλογικό χρόνο».
Οι επιστήμονες αναμένουν ότι αν λιώσουν τόσο ο παγετώνας Θουέιτς όσο και ο γειτονικός παγετώνας της νήσου Πάιν, άλλοι παγετώνες στην περιοχή θα ακολουθήσουν σύντομα. Ο παγετώνας Θουέιτς βρίσκεται ήδη σε μια ασταθή θέση, καθώς η βάση του βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, όπου τα θερμότερα νερά μπορούν να διαβρώσουν τον παγετώνα.
Οι επιστήμονες ανησυχούν για τη Δυτική Ανταρκτική εδώ και δεκαετίες. Το 1968, το στρώμα πάγου της Δυτικής Ανταρκτικής χαρακτηρίστηκε για πρώτη «ασταθές», και το 1981 διαπιστώθηκε η επιδείνωση της κατάστασης στην περιοχή της Θάλασσας του Αμούνδσεν.
Τα δύο ερευνητικά ιδρύματα θα χρηματοδοτήσουν την αποστολή με έως και 25 εκατομμύρια δολάρια, αρχικά για την μοντελοποίηση της περιοχής γύρω από τον παγετώνα και τη Θάλασσα Αμούνδσεν, και κατόπιν για την πραγματοποίηση επιτόπιας έρευνας από το 2019 και για διάστημα πέντε ετών.
Ναυτεμπορική