πλαίσιο του νόμου 3723/2008, γνωστού ως νόμου Αλογοσκούφη, και αναμένεται να ενεργοποιηθεί και για την Τράπεζα Αττικής, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει χρήση της σχετικής δυνατότητας.
Η Τράπεζα Αττικής θα κάνει χρήση του εναπομείναντος ποσού από τον σχετικό μηχανισμό, στον οποίο έχουν καταφύγει η Alpha Bank, η Εθνική Τράπεζα, η Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία είναι και η μόνη που έχει αποπληρώσει τα συγκεκριμένα ομόλογα. Σύμφωνα με πληροφορίες, το εναπομείναν ποσόν διαμορφώνεται περίπου στα 380 – 400 εκατ. ευρώ, αλλά το ακριβές ύψος που θα κατανεμηθεί στην Τράπεζα Αττικής είναι συνάρτηση του μεγέθους των αναγκών της, αλλά και των εγκρίσεων των κοινοτικών οργάνων. Για την ενεργοποίηση του εργαλείου της παροχής ρευστότητας μέσω ομολόγων που εκδίδει το ελληνικό Δημόσιο, η διοίκηση της τράπεζας είναι άλλωστε σε συνεννόηση με την ΤτΕ, την ΕΚΤ και τις αρμόδιες κοινοτικές αρχές, και αναμένει τη σύμφωνη γνώμη της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (DG Com), προς την οποία έχει αποστείλει σχετικό αίτημα.
Η κίνηση αποσκοπεί στη θωράκιση της ρευστότητας της τράπεζας που δοκιμάστηκε περαιτέρω μετά τις αρνητικές εξελίξεις τον τελευταίο μήνα, με συνέπεια τη μείωση των καταθέσεων. Εξάλλου, οι προσπάθειες να μεταφερθούν καταθέσεις δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών από άλλες τράπεζες στην Αττικής δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του εξαμήνου, οι καταθέσεις διαμορφώθηκαν στα 2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 6,7% σε σχέση με τα τέλη του 2015, ενώ οι χορηγήσεις μετά από προβλέψεις διαμορφώθηκαν στα 2,8 δισ. ευρώ και κρίσιμο θέμα για τη νέα διοίκηση είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ρευστότητας. Οπως πάντως εξηγούν αρμόδιες πηγές σε σχέση με την προσφυγή στον δανεισμό από το ελληνικό Δημόσιο, πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας που δεν συνδέεται με την κεφαλαιακή κατάσταση της τράπεζας. Οπως άλλωστε προβλέπει ο νόμος, η ενεργοποίησή του γίνεται με την προϋπόθεση ότι η τράπεζα πληροί όλες τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Να σημειωθεί ότι ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της Τράπεζας Αττικής διαμορφώνεται στο 17,2%.
Γενική αρχή είναι άλλωστε ότι το εργαλείο των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου για την άντληση ρευστότητας χρησιμοποιείται με φειδώ, στον βαθμό που πρόκειται για έναν ακριβό μηχανισμό, για τον οποίο οι τράπεζες καταβάλλουν υψηλή προμήθεια, ενώ οι τίτλοι εγγράφονται στο δημόσιο χρέος. Οι τίτλοι αυτής της κατηγορίας είναι τριετούς διάρκειας και με τη λήξη τους επιστρέφονται στο Δημόσιο και ακυρώνονται.
Εκτός από τη θωράκιση της ρευστότητας, στους στόχους της νέας διοίκησης είναι η πλήρης κάλυψη των εναπομεινασών κεφαλαιακών αναγκών, προσφεύγοντας είτε σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου είτε σε έκδοση ομολογιακού δανείου και είσοδο στρατηγικού επενδυτή ή σε πώληση περιουσιακών στοιχείων. Σημειώνεται ότι η τράπεζα θα πρέπει να συγκεντρώσει το σύνολο των κεφαλαίων (748 εκατ. ευρώ) που είχαν προκύψει από την άσκηση συνολικής αξιολόγησης (AQR) της ΤτΕ και οι εναπομείνασες κεφαλαιακές της ανάγκες ανέρχονται σε περίπου 70 εκατ. ευρώ. Οι ανάγκες ενδέχεται να αυξηθούν εάν, με βάση το πόρισμα των ΤτΕ – SSM, αφαιρεθεί από τα βασικά εποπτικά κεφάλαια το ποσόν των 55,7 εκατ. ευρώ, που μπήκε στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με πρακτικές διπλής μόχλευσης. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κατά 1,7%, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του δείκτη CET I σε 15,5% περίπου.
Οι ενέργειες αυτές υλοποιούνται παράλληλα με την αναδιάταξη των δομών της τράπεζας με βάση το νέο οργανόγραμμα, έτσι ώστε να περιοριστεί το κόστος λειτουργίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κίνηση για την εθελούσια έξοδο που αποσκοπεί στον δραστικό εξορθολογισμό του κόστους, με βάση και τις υποδείξεις του πορίσματος του SSM και της ΤτΕ.
Έντυπη