Η κινεζική διεκδικητικότητα στην οποία εφιστά την προσοχή η Στρατηγική Έρευνα 2016, έχει τις ρίζες της στη δυσαρέσκεια του Πεκίνου με σημαντικούς
παράγοντες της διεθνής τάξης. Αυτό που την προκαλεί, είναι ένα μείγμα εγχώριων και εξωτερικών παραγόντων.
Στο εσωτερικό της χώρας, είναι τώρα πολύ σαφές ότι η κυβέρνηση του Xi Jinping είναι ριζοσπαστικά διαφορετικά από πρόσφατες συλλογικές ηγεσίες. Υπήρξε μια δραματική συγκέντρωση εξουσίας και πολιτικής ευθύνης στα χέρια του Xi, όπως επιβεβαιώνεται από τις προσεκτικά κατευθυνόμενες πρωτοβουλίες κατά της διαφθοράς, τις ιδεολογικές εκστρατείας, την συρρίκνωση του χώρου για πολιτική συζήτηση, και μια ενίσχυση της θέση του Xi στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό ως ο πρώτος της τυπικά “Αρχηγός Στρατού”. Δεν είναι μόνο ότι ο Xi έχει περισσότερη εξουσία από ό,τι οι άμεσοι προκάτοχοί του, αλλά ότι επίσης έχει την ιδιοσυγκρασία να χρησιμοποιήσει την εξουσία με μεγάλη προθυμία, ιδιαίτερα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Υπάρχει επίσης ένα στοιχείο καταναγκασμού: ο εθνικισμός έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία καθώς η Κίνα περνάει σε ένα μοτίβο ασθενέστερης ανάπτυξής και συσσώρευσης εγχώριου χρέους. Αυτός ο εθνικισμός είναι χρήσιμος αλλά επίσης απολυταρχικός, με μηδενικό άθροισμα και ασυγχώρητος.
Μια ισχυρή, διεκδικητική εξωτερική πολιτική θα είναι επίκαιρη (de rigueur) καθώς η Κίνα οδηγείται προς το συνέδριο του κόμματος το Νοέμβριο του 2017, όταν πέντε νέα μέλη της επταμελούς Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου, το κορυφαίο σώμα λήψης αποφάσεων, πρέπει να διοριστούν για να αντικαταστήσουν αυτούς που συνταξιοδοτούνται. Στόχος του Xi είναι να προκύψει μέσα από τους εσωκομματικούς ελιγμούς πλαισιωμένος με σταθερούς συμμάχους, πιο ισχυρός και ακόμη πιο ελεύθερος να δράσει. Ακόμη κι αν αντιμετωπίζει κάποιους τμηματικούς ελέγχους και κρατά ισορροπίες, είναι δύσκολο αυτό να έχει έναν αποφασιστικό αντίκτυπο στην επικρατούσα τάση στην εξωτερική πολιτική.
Εξωτερικά, η κινεζική διεκδικητικότητα έχει υποστηριχθεί από μια συγκεντρωτική αφήγηση για την στρατηγική ανικανότητα της Δύσης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η περίοδος από τις 11 Σεπτεμβρίου ήταν μια λιτανεία γεωπολιτικών πλημμελημάτων και γκαφών, ενώ οι αδυναμίες που αποκαλύφθηκαν στις ΗΠΑ από το 2008 και στην κρίση της ευρωζώνης, έχουν ταρακουνήσει θεμελιωδώς το status της Δύσης ως οικονομικό μοντέλο. Όλα αυτά έχουν ανοίξει ένα “παράθυρο στρατηγικής ευκαιρίας” για την Κίνα. Επίμαχο θέμα είναι πώς η Κίνα έχει εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και τι μας λέει για το μέλλον της Ασίας.
Η Κίνα ήταν σε θέση να δημιουργήσει δεκτικότητα απέναντι σε γεωοικονομικές πρωτοβουλίες πως η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών και η πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος, από χώρες πεινασμένες για κινεζικές επενδύσεις και εμπόριο, και από αναπτυγμένες οικονομίες πρόθυμες να ενθαρρύνουν έναν εποικοδομητικό διεθνή ρόλο για την Κίνα. Αλλά δεν ήταν σε θέση να κατευνάσει ανησυχίες που εδράζουν σε ορισμένους κύκλους, σχετικά με το ότι υποβόσκει ένα σχέδιο για να περικυκλωθούν γεωπολιτικά, οι στοχευμένες χώρες.
Στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Κίνα έχει μετακινηθεί με εκπληκτική ταχύτητα για να δημιουργήσει κυριολεκτικά νέα βάση πάνω στην οποία έχουν φυτευτεί αυτά τα γεγονότα. Αλλά το στρατηγικό κόστος ήταν τεράστιο: οι γείτονες έχουν επιδοθεί σε πιο φιλόδοξα σχέδια εκσυγχρονισμού της άμυνας, και έχει αυξηθεί η περιφερειακή ζήτηση για μια ισχυρότερη αμερικανική παρουσία. Η ASEAN, την οποία η Κίνα συνήθως χρησιμοποιούσε για να είναι αναβλητική, αγανακτεί με αυτό που θεωρεί ως προσπάθειες της Κίνας να διχάσουν τα μέλη της και να ρίξουν έναν ήδη παραπαίοντα οργανισμό, σε περαιτέρω σύγχυση. Δημιουργήθηκε το ακόλουθο ερώτημα: η θέση της Κίνας εδώ είναι το αποτέλεσμα μοναδικών πιέσεων και ευαισθησιών σε αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, ή είναι σημάδι των όσων θα ακολουθήσουν σε άλλα μέτωπα;
Περαιτέρω ανατολικά, η αγανάκτηση της Κίνας με μια προκλητική Βόρεια Κορέα ίσως να έχει αυξηθεί, αλλά η βασική λογική της απέναντι στην Πιονγιάνγκ -που κυμαίνεται μεταξύ του “αναγκαίου στρατηγικού στηρίγματος” και του “καλύτερα τον διάβολο που ξέρουμε”- παραμένει αμετάβλητη. ΚΑι αυτά παρά την στρατηγική που περιλαμβάνει την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων στη Νότια Κορέα, την αυξημένη “φυσιολογική” αμυντική στάση της Ιαπωνίας, και τον στενότερο συντονισμό μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Στη Ρωσία, η Κίνα έχει έναν “στρατηγικό εταίρο” περισσότερο εξαρτημένο από το Πεκίνο και ως εκ τούτου περισσότερο συμβατό ως προμηθευτή ενέργειας και τεχνολογίας. Και πάλι, υπό το πρίσμα των στρατιωτικών περιπετειών της στην Κριμαία και στη Συρία, η Μόσχα θεωρείται ως ιδιαίτερα ασταθής και εμπόλεμη δύναμη στην οποία δεν θα πρέπει να δίδεται καμία “λευκή επιταγή”.
Στην Ταϊβάν, το υπομονετικό, επί μακρόν, φλερτάρισμα της εθνικιστικής κυβέρνησης του Ma Ying-jeaou, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την εκλογή του Tsai Ing-wen, του προεδρικού υποψηφίου της πιο ανεξάρτητης πολιτικής παράδοσης του νησιού. Αυτό θέτει την διαφωνία για τα στενά, πίσω στον στρατηγικό χάρτη μετά από μια περίοδο σχετικής απουσίας.
Όλα αυτά τα θέματα θα συνεχίσουν να διασφαλίζουν ότι η Κίνα και οι ΗΠΑ θα δυσκολευτούν -και πιθανώς δεν θα καταφέρουν στο προσεχές μέλλον- να φτάσουν σε μια κοινή στρατηγική αντίληψη για την αλληλεπίδραση. Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας τα αποτυπώνει όλα αυτά σε μια αγανάκτηση: και οι δύο θεωρούν ότι υπερασπίζονται απαραβίαστες αρχές (κυριαρχία, ελευθερία στη ναυσιπλοΐα) και άμεσα πρακτικά συμφέροντα (πολιτική νομιμοποίηση, αξιοπιστία της συμμαχίας). Η διαφωνία έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού διλήμματος ασφάλειας και ο κίνδυνος εσφαλμένου υπολογισμού είναι υψηλός. Δουλειά της Κίνας είναι να αποφύγει να βρεθεί σε μια εθνικιστική γωνιά. Για τις ΗΠΑ, θα είναι να αποφύγει μια “παγίδα αξιοπιστίας” καθώς οι σύμμαχοι αναζητούν νέες αποδείξεις αποφασιστικότητας.
Οι ακριβείς επιπτώσεις του αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών είναι δύσκολο να εκτιμηθούν σε αυτό τον τομέα όπως σε άλλους. Ανεξέλεγκτη από άλλους Αμερικανούς συμβούλους, η αντιπάθεια του Trump προς τις αμερικανικές συμμαχίες στην Ασία, θα οδηγούσε πιθανώς σε μια ριζική εξασθένιση της σημασίας τους και στην όλο και μεγαλύτερη στρατηγική απόσπαση. Αλλά ένα γρήγορα, ταραχώδες ανεξέλεγκτο ξήλωμα δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κίνας, ούτε και η διαφημιζόμενος εμπορικός πόλεμος του Trump με το Πεκίνο. Η Hillary Clinton θα προσφέρει στο Πεκίνο μια γνωστή ποσότητα και συνέχεια, αλλά καμία προοπτική στρατηγικής ελάφρυνσης: Η Κίνα και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να παίζουν το παιχνίδι τους γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Οι μικρές και μεσαίου μεγέθους δυνάμεις στην εξουσία θα έχουν μια πιο δύσκολη εργασία στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν αυτόν τον ανταγωνισμό για τους δικούς τους σκοπούς, ενώ παράλληλα να αποφύγουν να στριμωχτούν στη μέγγενή του.
capitalgr