Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως να “επισκευάσει” ένα τραπεζικό σύστημα που επιδρά αρνητικά στην οικονομία της περιοχής. Οι κυβερνήσεις λένε ότι το
αντιλαμβάνονται, αλλά ακόμη δεν έχουν πάρει στα σοβαρά το εγχείρημα.
Το ζήτημα είναι τα παγκόσμια πρότυπα κεφαλαίων -το “μαξιλάρι” που καθιστά τις τράπεζες ικανές να απορροφούν τις ζημιές χωρίς να καταρρέουν. Η έλλειψη κεφαλαίων το 2008 μετέτρεψε τα χρηματοοικονομικά στραβοπατήματα σε κρίσεις πλήρους κλίμακας. Το 2010 οι ρυθμιστικές αρχές είχαν συμφωνήσει σε αυστηρότερες προδιαγραφές για τα κεφάλαια. Τώρα, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, την οποία συνθέτουν ρυθμιστικές αρχές από όλο τον κόσμο, θέλει να ενισχύσει τους κανόνες που υπαγορεύουν στις τράπεζες πώς να συμμορφωθούν. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης δεν είναι χαρούμενες.
Το πιο δύσκολο πράγμα ως προς τη ρύθμιση των απαιτούμενων κεφαλαίων είναι ο υπολογισμός του κινδύνου, διότι όσο πιο επικίνδυνες είναι οι επενδύσεις μιας τράπεζας, τόσο περισσότερα κεφάλαια χρειάζεται. Οι τράπεζες διαφωνούν σχετικά με το πώς πρέπει να αξιολογήσουν τους κινδύνους: όταν ερωτώνται για τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, δίνουν διαφορετικές απαντήσεις. Και ο πειρασμός να υποτιμήσουν τον κίνδυνο, κάτι το οποίο θα τους επιτρέψει να εξοικονομήσουν κεφάλαια, είναι πάντα παρών.
Ως εκ τούτου, οι ρυθμιστικές αρχές θέλουν να αφήσουν στις τράπεζες μικρότερα περιθώρια ελιγμών στην αξιολόγηση του κινδύνου. Μεταξύ των ιδεών που έχουν πέσει στο τραπέζι, είναι η επιβολή ορίων στους λεγόμενους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόζουν στα περιουσιακά τους στοιχεία. Άλλη πρόταση είναι μια τυποποιημένη μέθοδος για τον υπολογισμό του λειτουργικού κινδύνου -της πιθανότητας οι τράπεζες να προσκρούσουν σε νομικά προβλήματα, όπως αυτά που υποχρέωσαν πρόσφατα τα μετοχή της Deutsche Bank σε κατακόρυφη πτώση. Στόχος είναι οι αλλαγές αυτές να τεθούν σε ισχύ μέχρι το τέλος του έτους.
Η προοπτική αυτή έχει προκαλέσει αναστάτωση στην Ευρώπη, η οποία φιλοξενεί μερικά από τα μεγαλύτερα και πιο ισχνά κεφαλαιοποιημένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο. Τραπεζικά στελέχη ισχυρίζονται ότι οι αλλαγές έρχονται σε μια εποχή που οι τράπεζες αγωνίζονται για λίγα κέρδη. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής – συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- λένε ότι οι κανόνες δεν πρέπει να επιβαρύνουν δυσανάλογα τις τράπεζες της περιοχής. Μερικοί θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να τους αγνοήσει, υπονομεύοντας τη διαδικασία της Βασιλείας για συνεργασία στο ρυθμιστικό μέτωπο.
Η απροθυμία αυτή είναι απερίσκεπτη. Οι νέοι κανόνες δεν θα επηρεάσουν τις τράπεζες που ήδη αξιολογούν τους κινδύνους τους με προσοχή, όπως επιθυμούν οι ρυθμιστικές αρχές. Και θα δώσουν στις τράπεζες που υπήρξαν αισιόδοξες στον υπολογισμών των κινδύνων σαφέστερη καθοδήγηση σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν.
Ανεξάρτητα από το πώς υπολογίζει κανείς τον κίνδυνο, οι τράπεζες της Ευρώπης εξακολουθούν να χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια. Η αποτυχία τους να αναγνωρίσουν τις ζημιές και να αυξήσουν τα ίδια κεφάλαια τις έχει αφήσει με πάρα πολλά επισφαλή δάνεια και ανίκανες να επενδύσουν στην ανάπτυξη. Εκτός από τη συμμόρφωση με τους νέους κανόνες, οι αξιωματούχοι της Βασιλείας θα πρέπει να πιέσουν και για ένα υψηλότερο ελάχιστο απαιτούμενο όριο διακράτησης κεφαλαίων ως ποσοστό επί των συνολικών (σε αντίθεση με τα σταθμισμένα στον κίνδυνο) παγίων. Ο λεγόμενος δείκτης μόχλευσης είναι πιο εύκολο να υπολογιστεί και να ελέγξει την ανθεκτικότητα σε απρόσμενες καταστάσεις όπου τα περιουσιακά στοιχεία που κάποτε θεωρούνταν ασφαλή αποδεικνύονται επικίνδυνα. Αυτό τον καθιστά ένα χρήσιμο “μαξιλάρι” για την προσέγγιση σε σταθμισμένη βάση.
Εδώ και χρόνια οι ηγέτες της Ευρώπης επιλέγουν να συντηρούν ένα “άρρωστο” τραπεζικό σύστημα, αντί να κοιτάξουν κατάματα τα προβλήματά του και να τα διορθώσουν. Αυτό πρέπει να αλλάξει.
capitalgr