Με τις διατάξεις της υπόψη τροπολογίας στο σχέδιο νόμου «Κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις» του
Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, προβλέπονται τα εξής:
α. Παρέχεται η δυνατότητα σε όλες τις υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και στα εποπτευόμενα από αυτά ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. να συνάπτουν ατομικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για τις ανάγκες καθαριότητας, εστίασης, σίτισης και φύλαξης των κτιρίων ευθύνης αυτών και του περιβάλλοντος χώρου τους, κατά παρέκκλιση της κείμενης σχετικής νομοθεσίας και εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις (μη επάρκεια υπάρχοντος προσωπικού, απρόβλεπτες ή επείγουσες καταστάσεις).
χρονική διάρκεια των ανωτέρω συμβάσεων εφαρμόζεται η υφιστάμενη σχετική
νομοθεσία (άρθρα 5-7 του π.δ/τος 164/2004) και απαγορεύεται η μετατροπή αυτών
σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Το κόστος σύναψης των εν λόγω συμβάσεων βαρύνει τις
πιστώσεις των προϋπολογισμών των προαναφερόμενων φορέων, εκκαθαρίζεται σε βάρος
αυτών και πρέπει να είναι εντός των ορίων των σχετικών εγγεγραμμένων διαθέσιμων
πιστώσεων.
γ. Συγκροτείται τριμελής μη’ αμειβόμενη επιτροπή
για την επιλογή των φυσικών προσώπων με τα οποία συνάπτονται οι προαναφερόμενες
συμβάσεις εργασίας από τους οικείους φορείς, σύμφωνα με την οριζόμενη
διαδικασία.
Το ΑΣΕΠ ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας επί της
προαναφερόμενης διαδικασίας εντός της οριζόμενης αποκλειστικής προθεσμίας και
προβαίνει στις προβλεπόμενες ενέργειες. Με κ.υ.α. ρυθμίζονται ζητήματα
εφαρμογής των ανωτέρω.
δ. Θεωρούνται σύννομες και εκκαθαρίζονται σε βάρος
των πιστώσεων των προϋπολογισμών των αρμοδίων φορέων οι δαπάνες που έχουν
προκύψει, μέχρι την έναρξη ισχύος των προτεινομένων διατάξεων, από τη σύναψη
συμβάσεων καθαριότητας κτηρίων και περιβάλλοντος χώρου, καθώς και σίτισης ή/και
φύλαξης, κατά περίπτωση, των οριζομένων φορέων του δημοσίου τομέα, κατ’
εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 72 του ν.4369/2016, του άρθρου 97 του ν.4368/2016, του άρθρου 44 του ν.4403/2016 και
του άρθρου 81 του ν.4413/2016.
ε. Παρέχεται η δυνατότητα στους αρμόδιους φορείς,
εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες προϋποθέσεις, να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας
με πρόσωπα που έχουν επιλεγεί κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, κατά
παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Με υπουργική απόφαση
καθορίζονται θέματα εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων.
στ. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις του δεύτερου
εδαφίου του άρθρου 97 του ν.4368/2016, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται η υπαγωγή στην ασφάλιση
του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ των φυσικών προσώπων που συνάπτουν τις ανωτέρω συμβάσεις εργασίας.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ -ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Α. Αιτιολογική Έκθεση
Η προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπεί στην διασφάλιση
επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος στους τομείς των παρεχόμενων στον δημόσιο
τομέα υπηρεσιών καθαριότητας, φύλαξης και σίτισης από τρίτους. Ειδικότερα, για
τους τομείς αυτούς, αρχικώς προβλεπόταν η εκχώρηση τους προς εργολάβους, υπό
την προϋπόθεση ότι η αμοιβή του αναδόχου δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη δαπάνη
για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων των οικείων κλάδων ή ειδικοτήτων (βλ.
αρχικό – προ της τροποποίησης – άρθρο 28 παρ. 12 του ν.2646/1998, Α’236). Μεταγενέστερα,
για την εκχώρηση των υπηρεσιών αυτών δεν υπήρξε πρόβλεψη ορίου για το κόστος
της σύμβασης του εργολάβου, ακόμη δηλαδή και εάν υπερβαίνει την απαιτούμενη
δαπάνη για την πλήρωση των κενών θέσεων (βλ. άρθρο 13 παρ.2 του ν.2889/2001
Α’37 ). Μεταγενέστερα οι υπηρεσίες αυτές παρέχονταν βάσει δημοσίων συμβάσεων
που προβλέπονταν από την κοινοτική οδηγία 2004/18/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο
ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 60/2007 και πλέον σήμερα δυνάμει του ν.4412/2016 (Α’
147), που ενσωμάτωσε την οδηγία 2014/24/ΕΕ.
Ωστόσο η παροχή των υπηρεσιών των κλάδων της
φύλαξης, καθαριότητας και σίτισης, υπό το ανωτέρω καθεστώς παρουσίασε
εκτεταμένες παθογένειες, που θίγουν το δημόσιο συμφέρον, προς δύο κύριες
κατευθύνσεις:
Α) Η ανορθολογική λειτουργία των κανόνων του
ανταγωνισμού και η απουσία ανώτατου πλαφόν του εργολαβικού ανταλλάγματος των
δημοσίων συμβάσεων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών, οδήγησε σε μία
υπερβολική αύξηση του κόστους τους.
Β) Μέσα από έρευνα που διενεργήθηκε (Ιανουαρίου
2009) από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, καταγράφεται το πλαίσιο μέσα
στο οποίο λειτουργούν οι εργολαβικές αναθέσεις (outsourcing) συνιστώντας μια
ευέλικτη μορφή απασχόλησης εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους, η οποία
ενισχύει τους όρους της εργασιακής ανασφάλειας και της κοινωνικής αβεβαιότητας.
Τα ίδια φαινόμενα καταγράφονται σε νέα έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ
(Μάρτιος 2011). Δυνάμει του άρθρου 68 του ν.3863/2010 (Α’115),
θεσπίσθηκε ένα στοιχειώδες νομοθετικό πλαίσιο για την τήρηση υποχρεώσεων της
ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας από του εργολάβους. Ίδια πρόβλεψη
περιλήφθηκε στα άρθρα 27 και 45 της οδηγίας 2004/18 και στα άρθρα 18 παρ. 2 και
57 της οδηγίας 2014/24 που μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο με το π.δ. 60/2007
(Α’64) και τον ν.4412/2016 (Α’
147) αντιστοίχως. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος κλάδος εξακολουθεί να εμφανίζει
εκτεταμένη παραβατικότητα, όπως προκύπτει από τις συγκεντρωτικές καταστάσεις
του μητρώου παραβατών στους κλάδους της φύλαξης και του καθαρισμού (βλ.
11386/29-7-2016 έγγραφο Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.)-Κεντρική
Υπηρεσία]).
Από το άρθρο 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι
πάγιες και διαρκείς ανάγκες καλύπτονται με την νομοθετική θέσπιση οργανικών
θέσεων μόνιμου προσωπικού. Όμως, λόγω και της δημοσιονομικής κρίσης, πολλές εκ
των οργανικών θέσεων των προσώπων που παρείχαν αυτού του είδους της υπηρεσίες
καταργήθηκαν, για την κάλυψη άλλων αναγκών του Δημοσίου (βλ. υποπαράγραφο ΙΖ.2
της παραγράφου ΙΖ’ του άρθρου 1 του ν.4254/2014, Α’85). Παράλληλα, λόγω των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας,
δεν είναι δυνατή η πρόσληψη μονίμου προσωπικού, με την αντίστοιχη σύσταση
οργανικών θέσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 103 παρ.2 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 11 του ν.3833/2010 (Α’
40), προβλέπεται ότι δεν είναι δυνατός ο διορισμός μονίμου προσωπικού ή
προσωπικού με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφόσον υπερβαίνει μία
συγκεκριμένη αναλογία έως τις 31-12-2018.
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών επιχειρήθηκε
με τη θέσπιση αυτοτελών διατάξεων, όπως του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’21)
για την αντιμετώπιση των σχετικών αναγκών στο Υπουργείο Υγείας, του άρθρου 72
του ν.4369/2016 (Α’33),
του άρθρου 44 του ν.4403/2016 (Α’
125) που αφορούσε τις ανάγκες καθαρισμού και φύλαξης υπηρεσιών του Υπουργείου
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του άρθρου 81 του
ν.4413/2016 (Α’
148), που αφορούσε την αντιμετώπιση παρόμοιων αναγκών του Υπουργείου Υποδομών,
Μεταφορών και Δικτύων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), εξέδωσε τις
αποφάσεις υπ’ αριθμ. 205 και 206/2016 (Επιτροπής Αναστολών) σε σχέση με την
εφαρμογή του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’21),
στις οποίες έκρινε ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη των συμβάσεων έργου μόνον με
φυσικά πρόσωπα και κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που ορίζεται στις οδηγίες
2004/12/Έ.Κ και 2014/24/ΕΕ.
Όμως, από τις σχετικές συζητήσεις στην Ζ’
Αναθεωρητική Βουλή και το άρθρο 103 του Συντάγματος, δεν προκύπτει ότι βούληση
του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποστερήσει από τον κοινό νομοθέτη την
δυνατότητα να θεσπίσει διατάξεις πρόσληψης προσωπικού ορισμένου χρόνου, με
αντικειμενικά και προκαθορισμένα κριτήρια, σε απρόβλεπτες ή επείγουσες
περιπτώσεις, έστω και εάν αυτές δεν αφορούν σε παροδικές ή εποχιακές ανάγκες
καθώς δεν αποκλείεται μία τακτική ανάγκη του Δημοσίου να έχει επείγοντα ή
απρόβλεπτο χαρακτήρα για την κάλυψή της, αλλά και αντιστρόφως μία εποχιακή
ανάγκη να είναι απολύτως προβλέψιμη και μη επείγουσα. Εξάλλου, κατά την
νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας, ο όρος «πρόσκαιρος» ή «εποχιακός»
ή «παροδικός» χρησιμοποιείται διαζευκτικά ως προς τον όρο «απρόβλεπτος» ή
«επείγον» για τον προσδιορισμό των αναγκών στην ερμηνεία του άρθρου 103 παρ.2
του Συντάγματος
Υπό τις έκτακτες και παροδικές συνθήκες
οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η παρούσα προτεινόμενη διάταξη
αποσκοπεί: α) Στην διασφάλιση δημοσιονομικού οφέλους που θα προκύψει από την
σημαντική ελάφρυνση του προϋπολογισμού των αντίστοιχων φορέων, μέσω της
εξοικονόμησης του εργολαβικού κέρδους που περιλαμβάνεται στο εργολαβικό
αντάλλαγμα, β) Στην βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων στις
προαναφερόμενες επιχειρήσεις, αφού διασφαλίζεται η προσήκουσα αντιπαροχή και η
τήρηση των διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, γ) Στην
αντιμετώπιση των επειγόντων ή απρόβλεπτων αναγκών των αποδεκτών των υπηρεσιών,
που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω της προκήρυξης και πλήρωσης οργανικών
θέσεων, ενόψει των ανωτέρω προεκτεθέντων δ) Στην ρύθμιση του ζητήματος κατά
τρόπο συμβατό προς το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο, σύμφωνα με την νομολογία
του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου.
Έτσι, στην παρ. 1, θεσπίζονται οι βασικές
προϋποθέσεις για την σύναψη των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η διάταξη
ακολουθεί την γενική προϋπόθεση του εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 103 του
Συντάγματος.
Επιπλέον, η διάταξη εφαρμόζεται κατά παρέκκλιση
άλλων γενικών διατάξεων που αφορούν στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, καθώς
παρέχει ένα συνεκτικό πλέγμα ρυθμίσεων για την κατάρτισή τους, που εναρμονίζεται
τόσο με τις συνταγματικές εγγυήσεις, όσο και με την Κοινοτική Οδηγία
1999/70/ΕΚ. Ειδικότερα, εν προκειμένω δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ.
20° του Ένατου Άρθρου του ν.4057/2012 (Α’
54), όλες οι διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη έγκριση ΠΥΣ 33/2006
(Α’280), το π.δ. 164/2004 (Α’ 134), πλην του τμήματος που ενσωματώνει ευρωπαϊκό
δίκαιο και το άρθρο 20 ή 21 του ν.2190/1994 (Α’28), εκτός εάν ορίζεται
διαφορετικά. Το ανώτατο χρονικό όριο για την σύναψη των συμβάσεων αυτών
τοποθετείται έως τις 31-12-2018, καθιερώνοντας μία μεταβατική περίοδο μετά την
οποία θα μπορούν να καλυφθούν οι εν λόγω ανάγκες εναλλακτικά με άλλα μέσα..
Συνεπώς, ορισμένες συμβάσεις συναφθείσες εντός του έτους 2018 μπορεί να έχουν
διάρκεια και εντός του 2019, εφόσον συντρέχουν οι ίδιες απρόβλεπτες και
έκτακτες συνθήκες.
Επίσης, στην παράγραφο 1 εξειδικεύεται η εξαίρεση
που εισάγεται με το εδ.β’ της παρ.2 του άρθρου 103 του Συντάγματος στον γενικό
κανόνα του εδ.α’ της παρ.2 του ίδιου άρθρου. Οι περιπτώσεις αναφέρονται
ενδεικτικά χωρίς να αποκλείονται και άλλες περιστάσεις επείγουσας ή απρόβλεπτης
ανάγκης που μπορεί να προκύψουν σε σχέση με την παροχή των υπηρεσιών αυτών.
Απρόβλεπτη και επείγουσα είναι από μόνη της η περίσταση που αναφέρεται ως άνω ,
ήτοι οι έκτακτες δημοσιονομικές συνθήκες και ο αριθμητικός περιορισμός σύστασης
μόνιμων οργανικών θέσεων που ανταποκρίνονται πληρέστερα, τόσο στο αίτημα
αποτελεσματικότερης παροχής του έργου της καθαριότητας, φύλαξης και σίτισης,
όσο και στη διαμόρφωση ενός ασφαλούς και σταθερού εργασιακού περιβάλλοντος για
τους υπηρετούντες στους τομείς αυτούς. Στο πλαίσιο αυτό, η πρώτη περίπτωση
αναφέρεται σε πραγματικό ή νομικό κώλυμα για την παροχή των υπηρεσιών από τρίτα
πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, πλην του υπηρετούντος προσωπικού (με σύμβαση εργασίας
ορισμένου ή αορίστου χρόνου), Τέτοιες είναι και οι εξαιρετικές και
κατεπείγουσες περιπτώσεις, όπου καθίσταται ανέφικτη η παροχή των υπηρεσιών λόγω
, καταστάσεων συναρτώμενων με έκτακτα και ασυνήθιστα γεγονότα που αντικειμενικά
δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων και για τις
οποίες δεν δύναται να αποδοθεί υπαιτιότητα στην αναθέτουσα αρχή Πρέπει ωστόσο
να σημειωθεί ότι στις απρόβλεπτες συνθήκες περιλαμβάνονται και όλες οι
περιπτώσεις, όπου παρ’ ό,τι ο φορέας έχει εντός ευλόγου χρόνου εκκινήσει
διαδικασία για την παροχή των υπηρεσιών αυτών από πρόσωπα εκτός του προσωπικού,
βάσει ειδικών διατάξεων, δεν καθίσταται εφικτή η κάλυψη των αναγκών του για λόγους
που δεν αφορούν στην αναθέτουσα αρχή, αλλά σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου ή
στην άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων.
Πραγματικό κώλυμα μπορεί επίσης να συνιστά η
έκπτωση του εργολάβου, λόγω καταγγελίας της σύμβασής του ή η μακροχρόνια άδεια
μόνιμου προσωπικού καθαρισμού για οποιονδήποτε λόγο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά
στην επιλογή της σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν επιφέρει
σαφώς δημοσιονομικό όφελος για τον φορέα έναντι άλλων λύσεων, ήτοι της ανάθεσης
των υπηρεσιών μέσω δημόσιας σύμβασης σε εξωτερικούς φορείς ή όταν εν γένει
είναι ανέφικτη η κάλυψη των αναγκών από το υπάρχον προσωπικό. Η επιλογή της
οικονομικότερης λύσης αποτελεί ανταπόκριση στην έκτακτη και επείγουσα
δημοσιονομική συνθήκη, στην οποία βρίσκεται η χώρα,. Και στις δύο περιπτώσεις,
συντάσσεται από τις υπηρεσίες του φορέα τεχνική και οικονομική έκθεση, όπου θα
προσδιορίζονται οι ανάγκες της υπηρεσίες, αλλά και τα αντίστοιχα συγκριτικά
οικονομικά μεγέθη. Η σύγκριση γίνεται με παλαιότερες εργολαβικές συμβάσεις ή με
τις χαμηλότερες προσφορές που δίδονται κατά την διάρκεια διαπραγμάτευσης ή
δημόσιου διαγωνισμού, εφόσον αυτός μπορεί να ματαιωθεί κατά τις ισχύουσες
διατάξεις. Ως προς τον υπολογισμό του δημοσιονομικού οφέλους, τα ποσά που
αποδίδονται προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως ασφαλιστικές εισφορές και το Φ.Π.Α. θεωρούνται
ανταποδοτικά για το Δημόσιο. Όλες οι περιπτώσεις είναι ενδεικτικά αναφερόμενες
και διαζευκτικά εφαρμοζόμενες. Ωστόσο, η ανυπαρξία δημοσιονομικής βλάβης για
την επιλογή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελεί γενική προϋπόθεση
για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπως η
πρώτη (της ύπαρξης πραγματικού ή νομικού κωλύματος), δηλαδή πρέπει τουλάχιστον
να μην προκύπτει επιβάρυνση του φορέα σε σύγκριση με άλλες λύσεις (εφόσον είναι
εφικτές) ή κατά το δυνατόν ωφέλεια.
Στην παρ. 2 ορίζεται ότι ανώτατο χρονικό όριο της
σύμβασης ορισμένου χρόνου θα είναι οι 24 μήνες, σύμφωνα με το Π.Δ. 164/2004.
Τούτο θεωρείται συνταγματικώς ανεκτό, σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος
και απαγορεύεται ως εκ τούτου τόσο η ανανέωση καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όσο και η
μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου. Επιπλέον, ορίζεται ρητά ότι
το κόστος σύναψης πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων των εγγεγραμμένων
πιστώσεων του φορέα, όπως έχουν προσδιοριστεί για τις ανάγκες καθαριότητας,
φύλαξης και εστίασης-σίτισης (στο πλαίσιο του outsourcing). Η ρύθμιση αποσκοπεί
στο να αποφευχθεί η επιβάρυνση του προϋπολογισμού των αρμόδιων φορέων μέσω των
συμβάσεων αυτών καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με την αντίστοιχη εκτίμηση που
εμπεριέχεται στους προϋπολογισμούς τους για την παροχή των αντίστοιχων
υπηρεσιών από τρίτους.
Για την μισθοδοσία ισχύουν οι διατάξεις που
αφορούν σε όλους τους εργαζόμενους αορίστου ή ορισμένου χρόνου του Δημοσίου
τομέα, όπως σήμερα καθορίζονται σύμφωνα με το ν.4354/2015 (Α’
176) και τα προβλεπόμενα μισθολογικά κλιμάκια στην υπ’ αριθμ.
πρωτ.2/2015/ΔΕΠ/5-1-2016 Εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους ΑΔΑ: ΨΑΕΦΗ-Π07), ενώ υπάγονται στην ασφάλιση του
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αντιστοίχως. Στην διαμόρφωση της παραπάνω αμοιβής εργασίας
συμπεριλαμβάνονται και όλα τα αντίστοιχα προβλεπόμενα επιδόματα, προσαυξήσεις
και αποζημιώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου, όπως
εκάστοτε ισχύουν, αλλά δεν περιλαμβάνονται και δεν παρακρατούνται οι
εργοδοτικές εισφορές, οι οποίες και υπολογίζονται, ως ποσοστό, επιπλέον στο
ποσό αυτό.
Στην παρ.3 καθορίζεται η διαδικασία για την σύναψη
των σχετικών συμβάσεων. Γενικά ισχύουν οι αναφερόμενες διατάξεις, δηλαδή οι
παράγραφοι 6, 7, 8, 9, 10, 10Α, 11Α, 11β και 12 του άρθρου 21 του ν.2190/1994
(Α’28) με τις εξής αποκλίσεις: α) Η επιλογή διενεργείται από τριμελή επιτροπή
που ορίζεται από την διοίκηση του εκάστοτε φορέα, β) Η προθεσμία της παρ.9 του
άρθρου 21 του ν.2190/1994 (Α’28) ορίζεται σε 10 εργάσιμες ημέρες, γ) Ανεργία
μοριοδοτείται για τους πρώτους τέσσερις μήνες (με διακόσιες μονάδες) και μέχρι
έξι μήνες ανώτατο όριο (με 50 μονάδες ανά μήνα), οπότε και το μέγιστο των
μορίων από ανεργία ανέρχεται σε 300 μονάδες. Κατά τα λοιπά θεωρείται άνεργος
μόνον το πρόσωπο που έχει τουλάχιστον 4 μήνες ανεργίας, όπως ήδη προβλέπεται
και γ) Συναφής εργασιακή εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα μοριοδοτείται με 7
μονάδες ανά μήνα και συναφής εργασιακή εμπειρία κτηθείσα σε κτίρια ή υπηρεσίες
του Δημοσίου μοριοδοτείται με 8 μονάδες ανά μήνα.Κάθε μία από τις δύο
περιπτώσεις εργασιακής εμπειρίας μοριοδοτείται αυτοτελώς μέχρι εκατόν είκοσι
(120) μήνες, ενώ και οι δύο περιπτώσεις προσμετρώνται αθροιστικά όχι όμως εάν
συμπίπτουν στο ίδιο χρονικό διάστημα, οπότε και λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία με
τα περισσότερα μόρια Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ.ΙΙΑ του άρθρου 21 του ανωτέρω
νόμου περί ΑΣΕΠ. Η μοριοδότηση αφορά στην παροχή αυτοπρόσωπης εργασίας σε
δημόσιους χώρους και κτίρια, ανεξαρτήτως της έννομης σχέσης, εάν δηλαδή είναι
σύμβαση έργου ή υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου ή εργασίας, και ανεξαρτήτως εάν η
εργασία παρείχετο μέσω τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου ως εργοδότη. Τούτο
διότι κατά την παροχή της εργασίας ή του έργου τους σε δημόσια κτίρια, οι
εργαζόμενοι διαχειρίζονταν ευαίσθητους τομείς δημοσίου συμφέροντος, που
αποτελούσε αντικείμενο υπηρεσίας αυξημένης ευθύνης, έναντι αντίστοιχων
υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα στα πλαίσια της καθαριότητας (π.χ. διαχείριση
νοσοκομειακών απορριμμάτων, εμπειρία στον καθαρισμό χώρων λοιμωδών νοσημάτων),
της φύλαξης (π.χ. δημόσιας υπηρεσίας και αρχείων και αντιμετώπισης των πολιτών)
και της εστίασης-σίτισης (π.χ. μαζική οργάνωση σίτισης σε δημόσιους χώρους).
Στην παρ.4 καθορίζονται οι σχετικές προθεσμίες για
την άσκηση του ελέγχου από την πλευρά του ΑΣΕΠ. Η επιτάχυνση της διαδικασίας
είναι σημαντική, καθώς εν προκειμένω η διάταξη αντιμετωπίζει θέματα επειγουσών
ή απρόβλεπτων αναγκών, καθώς το αντίστοιχο άρθρο 20 του ν.2190/1994, για την
κάλυψη των αντίστοιχων αναγκών δεν προβλέπει καν διαδικασία μέσω μοριοδότησης
σε πρώτο στάδιο. Η ανωτέρω προθεσμία για την έκδοση απόφασης είναι αποκλειστική
και σε περίπτωση παρέλευσης της, το ΑΣΕΠ δεν έχει πλέον τη χρονική αρμοδιότητα
για την έκδοση της και τεκμαίρεται ότι η σχετική ένσταση έχει απορριφθεί
σιωπηρώς. Επίσης, τεκμαίρεται ότι ο σχετικός προσωρινός πίνακας έχει καταστεί
οριστικός στις περιπτώσεις αυτεπάγγελτου ελέγχου και παρέλευσης της αντίστοιχης
προθεσμίας. Εάν εντός της ανωτέρω προθεσμίας το ΑΣΕΠ κάνει δεκτές μία ή
περισσότερες ενστάσεις, επανακαταρτίζεται κατά το μέρος της αποδοχής τους ο
σχετικός πίνακας κατάταξης από την τριμελή επιτροπή της παραγράφου 3, ο οποίος
πλέον κυρώνεται από το αρμόδιο συλλογικό ή μονομελές όργανο της διοίκησης των
φορέων της παρ.1 και καθίσταται οριστικός. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι παρ.13 και
20 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 (Α’28).
Η παρ.5 είναι εξουσιοδοτική, σε περίπτωση που
προκύψουν οποιαδήποτε ζητήματα για τα οποία απαιτείται εξειδίκευση κατά την
εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 5, δηλ. με αντικείμενο την διαδικασία επιλογής
των προσώπων, τον έλεγχο εκ μέρους του ΑΣΕΠ, τα δικαιολογητικά που επιπλέον
απαιτούνται κατά περίπτωση και λοιπές λεπτομέρειες.
Οι παρ.6 και 7 είναι μεταβατικές και καθορίζουν
την τύχη καταρχάς των δαπανών και κατά δεύτερον των συμβάσεων έργου για τις
ίδιες υπηρεσίες του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’21),
ή του άρθρου 72 του ν.4369/2016 (Α’33)
ή του άρθρου 44 του ν.4403/2016 (Α’
125) ή του άρθρου 81 του ν.4413/2016 (Α’
148). Ειδικότερα σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’21),
το ΣτΕ, εξέδωσε τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 205 και 206/2016 (Επιτροπής Αναστολών)
επί των ασφαλιστικών μέτρων που κατέθεσαν εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στους
συγκεκριμένους τομείς [βάσει των διατάξεων των ν. 3886/2010 (Α’173) και ν.3900/2010 (Α’
123)], στις οποίες έκρινε ότι δεν είναι δυνατή η σύναψη των συμβάσεων έργου
μόνον με φυσικά πρόσωπα και κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που ορίζεται στις
οδηγίες 2004/18/ΈΚ και 2014/24/ΕΕ. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητη εν προκειμένω
μία μεταβατική διάταξη, για λόγους που συνέχονται με το δημόσιο συμφέρον της
διαρκούς και απρόσκοπτης καθαριότητας των χώρων και την συναπτόμενη με
κοινωνικούς λόγους ανάγκη αποτροπής της αιφνίδιας διακοπής της επαγγελματικής
απασχόλησης των εργαζομένων (ΣτΕ 205/2016, ως άνω) με σεβασμό προς το Σύνταγμα
και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Η παρ.6 καθιστά νόμιμες όσες δαπάνες έχουν προκύψει
μέχρι τη δημοσίευση κατ’ εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων. Σε αυτές
περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις όπου έχει ξεκινήσει η εκτέλεση παροχής των
σχετικών έργων ή υπηρεσιών, εκ της οποίας προκύπτουν δαπάνες, αλλά για λόγους
που σχετίζονται με δικαστικές προσφυγές δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση της
διαδικασίας. Στην παρ.7 η προτεινόμενη ρύθμιση καθορίζει την τύχη των εκκρεμών
διαδικασιών σύναψης των συμβάσεων ή των συμβάσεων που έχουν ήδη καταρτιστεί.
Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν ως γενικές προϋποθέσεις οι παρ.1 και 2, δηλ.
επείγουσα ή απρόβλεπτη περίπτωση, τήρηση των ορίων των εγγεγραμμένων πιστώσεων
και μη υπέρβαση του 24μηνου στον χρόνο διάρκειας της σύμβασης, είναι δυνατή η
κατάρτισή σύμβασης εργασίας, με συμφωνία των μερών, ήτοι των φορέων και των
αντίστοιχων φυσικών προσώπων. Δεν είναι αναγκαία ωστόσο η τήρηση της
διαδικασίας που προβλέπεται στις παραγράφους 3 έως 5 της προτεινόμενης
διάταξης, για τη σύναψη των συμβάσεων της παραγράφου 8. Πρέπει δε να σημειωθεί
ότι εφόσον οι συμβάσεις έργου των προαναφερόμενων διατάξεων δεν λογίζονται ως
συμβάσεις εργασίας (ΣτΕ Ε.Α. 205 και 206/2016), δεν συνυπολογίζεται ο διανυθείς
χρόνος σε αυτές στην ανώτατη συνολική διάρκεια των 24 μηνών της εκ νέου
καταρτισθείσης σύμβασης εργασίας. Οι αντισυμβαλλόμενοι των συμβάσεων εργασίας
της παραγράφου αυτής είναι τα πρόσωπα, τα οποία είτε έχουν επιλεγεί οριστικά
βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων, για την κατάρτιση σύμβασης έργου ή
μίσθωσης έργου ή παροχής υπηρεσιών, αλλά δεν έχουν για οποιοδήποτε λόγο
προχωρήσει στην σύναψή τους, είτε έχουν ήδη συνάψει σύμβαση έργου ή μίσθωσης
έργου ή παροχής υπηρεσιών βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων, και πλέον
συνάπτουν σύμβαση εργασίας, λύνοντας ταυτόχρονα την υφιστάμενη σύμβαση έργου. Η
σύναψη των συμβάσεων γίνεται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής
διάταξης νόμου, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για προηγούμενη έγκριση ΠΥΣ
33/2006 (Α’280). Οι εργαζόμενοι ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και η διαμόρφωση του
μισθού τους γίνεται σύμφωνα με το ενιαίο μισθολόγιο. Η προτίμηση των προσώπων
που εργάζονταν ή εργάζονται σε κτίρια ή υπηρεσίες των φορέων του δημοσίου είναι
εύλογη, καθώς τα συγκεκριμένα πρόσωπα (έναντι λοιπών που δεν παρείχαν σχετική
εργασία): α) έχουν αυξημένη εμπειρία στους υπάρχοντες χώρους και μπορούν να
ανταποκριθούν άμεσα σε εργασίες υψηλής ευθύνης και απαιτητικότητας, όπως αναλυτικά
εκτίθεται ανωτέρω, αλλά και β) μπορούν άμεσα να παρέχουν υπηρεσίες (έστω και
μεταβατικά) για την κάλυψη επειγουσών ή απρόβλεπτων αναγκών των συγκεκριμένων
κτιρίων ή υπηρεσιών, επί των οποίων έχουν ήδη εμπειρία.
Στην παρ.8 καταργείται αναδρομικά από την έναρξη
ισχύος του ν.4412/2016 (Α’
147), το άρθρο 377 παρ.1 περ.2, που προέβλεπε την αντίστοιχη κατάργηση του
εδαφίου β’ του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’21).
Η διάταξη του ν.441^2016 κατήργησε εκ παραδρομής το εδ.β’ του ως άνω άρθρου 97,
μετά την τροποποίησή του ν.4368/2016 από
το άρθρο 51 παρ.1 του ν. 4384/2016 (Α’78),
με αποτέλεσμα ουσιαστικά να καταργηθεί η δυνατότητα υπαγωγής των προσώπων που
υπογράφουν συμβάσεις έργου στην ασφαλιστική κάλυψη του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και η
αντίστοιχη υποχρέωση περί μη υπέρβασης του προϋπολογισμού των φορέων, που δεν
αποτελούσε κατά την αιτιολογική έκθεση του ν.4412/2016, τον σκοπό της σχετικής ρύθμισης. Έτσι, η παράγραφος β’ του
άρθρου 97 του ν.4368/2016 επανέρχεται
σε ισχύ αναδρομικά από την κατάργησή της, όπως είχε τροποποιηθεί με τον ν.4384/2016 (Α’
78).
Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
Άρθρο …………..
1. Οι κεντρικές, οι αποκεντρωμένες και όλες εν
γένει 0ι υπηρεσίες των Υπουργείων, καθώς και τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
(ν.π.δ.δ.) και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ν.π.ι.δ.) που εποπτεύονται από
τα Υπουργεία, με απόφαση του αρμόδιου μονομελούς ή συλλογικού οργάνου της
Διοίκησης τους, δύνανται για τις ανάγκες καθαριότητας των κτιρίων της ευθύνης
τους και του περιβάλλοντος χώρου αυτών, καθώς και για τις ανάγκες εστίασης,
σίτισης και φύλαξης τους, να συνάπτουν ατομικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού
δικαίου ορισμένου χρόνου, εφόσον δεν επαρκεί το υπάρχον προσωπικό τους και
συντρέχουν απρόβλεπτες ή επείγουσες περιστάσεις. Ως τέτοιες θεωρούνται ενδεικτικώς:
α) νομικό ή πραγματικό κώλυμα απρόσκοπτης παροχής των υπηρεσιών αυτών από τρίτα
νομικά ή φυσικά πρόσωπα, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αποδέκτη των
υπηρεσιών αυτών, β) εξοικονόμηση δημοσιονομικής ωφέλειας που επιτυγχάνεται με
τη σύναψη των συμβάσεων εργασίας του παρόντος σε σύγκριση με άλλα μέσα. Για τη
συνδρομή της απρόβλεπτης ή επείγουσας περίστασης απαιτείται αιτιολογημένη κρίση
των παραπάνω φορέων. Οι ως άνω συμβάσεις συνάπτονται σύμφωνα με τις διατάξεις
του παρόντος άρθρου, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης
νόμου. Οι εξαιρετικές ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου μπορούν να εφαρμοστούν
μέχρι 31-12-2018.
2. Ως προς την ανώτατη χρονική διάρκεια των
συμβάσεων εφαρμόζονται τα άρθρα 5, 6 και 7 του Π.Δ. 164/2004 (ΑΊ35) και απαγορεύεται
η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Το κόστος σύναψης των συμβάσεων
αυτών βαρύνει και εκκαθαρίζεται σε βάρος των πιστώσεων των προϋπολογισμών των
φορέων της παραγράφου 1 του παρόντος και πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων
των εγγεγραμμένων διαθέσιμων πιστώσεων του προϋπολογισμού τους, όπως αυτές
έχουν εκτιμηθεί για την κάλυψη των αναγκών καθαριότητας, σίτισης και φύλαξης.
3. Για την επιλογή των προσώπων αυτών καταρτίζεται
προσωρινός πίνακας κατάταξης, κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 6, 7, 8, 9, 10, 10Α,
11Α, 11Β και 12 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 (Α’28) και των κατ’ εξουσιοδότηση
κανονιστικών πράξεων, όπως ισχύουν από μη αμειβόμενη τριμελή επιτροπή που
συγκροτείται ειδικά για τον σκοπό αυτό από τους φορείς της παρ.1, με απόφαση
του οικείου μονομελούς ή συλλογικού οργάνου Διοίκησής τους, τηρουμένων των
διατάξεων των παραγράφων 5 και 15 του άρθρου 21 του ν.2190/1994 (Α’ 28). Κατ’
εξαίρεση της παραγράφου 11Α του άρθρου 21 του ν.2190/1994 (Α’28), χρόνος
ανεργίας μοριοδοτείται με διακόσιες (200) μονάδες για τέσσερις μήνες ανεργίας
και με πενήντα (50) μονάδες ανά μήνα ανεργίας άνω των τεσσάρων μηνών, με
ανώτατο όριο τους έξι (6) μήνες, συναφής εργασιακή εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα
μοριοδοτείται με επτά (7) μονάδες ανά μήνα, για συνολική εμπειρία μέχρι εκατόν
είκοσι (120) μήνες και συναφής εργασιακή εμπειρία κτηθείσα σε κτίρια ή
υπηρεσίες του δημόσιου τομέα μοριοδοτείται με οκτώ (8) μονάδες ανά μήνα, για
συνολική εμπειρία μέχρι εκατόν είκοσι (120) μήνες. Με πράξη του αρμόδιου
οργάνου διοίκησης των φορέων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κυρώνονται
οι προαναφερόμενοι προσωρινοί πίνακες κατάταξης και αποστέλλονται προς το ΑΣΕΠ
εντός 5 ημερών από την σύνταξή τους.
4. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών από
την άσκηση της ένστασης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 11Β του άρθρου 21
του ν.2190/1994 (Α’ 28), ή αυτεπαγγέλτως εντός αποκλειστικής προθεσμίας 30
ημερών από την δημοσιοποίηση ή αποστολή των πινάκων, το Ανώτατο Συμβούλιο
Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) ασκεί έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων της
παραγράφου 3 και εκδίδει σχετική απόφαση, την οποία και κοινοποιεί στον
ενδιαφερόμενο και στον φορέα, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4 του
άρθρου 7 του ν.2527/1997 (Α’ 206) και των παραγράφων 13 και 20 του άρθρου 21
του ν.2190/1994 (Α’ 28)
5. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και
Διοικητικής Ανασυγκρότησης και του Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύνανται να ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των
προηγούμενων παραγράφων.
6. Δαπάνες που έχουν προκύψει έως την δημοσίευση
του παρόντος νόμου, από την εφαρμογή του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’
21), του άρθρου 72 του ν.4369/2016 (Α’
33) ή του άρθρου 44 του ν.4403/2016 (Α’
125) ή του άρθρου 81 του ν.4413/2016 (A’
148) θεωρούνται σύννομες και εκκαθαρίζονται σε βάρος των πιστώσεων των
προϋπολογισμών των αρμόδιων φορέων.
7. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των
παραγράφων 1 και 2, οι αρμόδιοι φορείς της παραγράφου 1 δύνανται να συνάψουν
συμβάσεις εργασίας με τα επιλεγέντα πρόσωπα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του ν.4368/2016 (Α’
21) ή του άρθρου 72 του ν.4369/2016 (Α’
33) ή του άρθρου 44 του ν.4403/2016 (Α’
125) ή του άρθρου 81 του ν. 4413/2016 (Α’
148). Οι ως άνω συμβάσεις συνάπτονται κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή
ειδικής διάταξης νόμου. Με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού,
δύνανται να ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
8. Η περίπτωση 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 377
του ν.4412/2016 (ΑΊ47),
καταργείται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της.
Πηγή: Taxheaven