Είναι τουλάχιστον διπλάσιες από τις τρέχουσες εκτιμήσεις όσον αφορά την καύση ορυκτών καυσίμων
Οι εκπομπές μεθανίου από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων μπορεί να είναι στην πραγματικότητα τουλάχιστον διπλάσιες από τις τρέχουσες εκτιμήσεις, σχεδόν 200 εκατομμύρια τόνοι ετησίως, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι συνέπειες
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Στέφαν Σβίτσκε του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και της Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (ΝΟΑΑ) των ΗΠΑ εκτιμούν ότι το μεθάνιο που διαφεύγει στην ατμόσφαιρα από τεχνητές (ανθρωπογενείς) και από φυσικές πηγές (μικρόβια, χωματερές, στομάχια αγελάδων κ.α.) είναι 60% έως 110% περισσότερο από ό,τι εκτιμάτο μέχρι σήμερα. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε μια ανεξήγητη αύξηση του μεθανίου μικροβιακής προέλευσης, ιδίως στους τροπικούς, πιθανώς λόγω αύξησης της θερμοκρασίας στη Γη.
Αυτό μπορεί να έχει μεγαλύτερες συνέπειες για την κλιματική αλλαγή, καθώς το μεθάνιο -μετά από το διοξείδιο του άνθρακα- είναι το δεύτερο σημαντικότερο «αέριο του θερμοκηπίου», συμβάλλοντας έτσι στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Οι εκτιμήσεις των ειδικών ανέφεραν ότι οι εκπομπές μεθανίου κατά τη βιομηχανική παραγωγή και χρήση φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα συμβάλλουν κατά 15% έως 22% στις συνολικές εκπομπές μεθανίου στην ατμόσφαιρα. Τώρα οι εκπομπές υπολογίζονται ότι είναι τελικά 20% έως 60% υψηλότερες. Αν συμπεριληφθούν και οι φυσικές διαρροές φυσικού αερίου από το υπέδαφος, τότε οι εκπομπές είναι περίπου διπλάσιες από τις έως τώρα εκτιμώμενες.
Οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων να κάνει ακόμη περισσότερα πράγματα για να συγκρατήσει τη διαρροή μεθανίου και να προστατεύσει το περιβάλλον. Το ευχάριστο πάντως, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, είναι ότι ενώ οι συνολικές εκπομπές μεθανίου (περιλαμβάνουν και τις εκπομπές από φυσικές πηγές) εμφανίζουν αύξηση μετά το 2007, εκείνες από την καύση ορυκτών καυσίμων δεν εμφανίζουν αύξηση διαχρονικά – μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Μάλιστα οι εκπομπές μεθανίου ειδικότερα από την παραγωγή φυσικού αερίου εμφανίζουν μείωση κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature».
ΒΗΜΑ