Η μετατροπή των επιτοκίων ενός σημαντικού μέρους των δανείων του ESM από κυμαινόμενα σε σταθερά για μια μακρά περίοδο είναι το βασικό βραχυπρόθεσμο
μέτρο ελάφρυνσης του χρέους, επί του οποίου υπάρχει προσέγγιση σε τεχνικό επίπεδο μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, όπως συμφωνήθηκε στο Euroworking Group της Πέμπτης, θα εφαρμοστούν το φθινόπωρο, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει αρχίσει η συζήτηση και για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018. Ωστόσο, σύμφωνα με το Eurogroup, θα πρέπει να αποφασιστούν φέτος, προκειμένου να τα συνυπολογίσει το ΔΝΤ όταν θα εξετάσει τη συμμετοχή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει έως το τέλος του έτους μια συμφωνία επί των μεσοπρόθεσμων μέτρων, για λόγους επικοινωνιακούς αλλά και ουσίας. Στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων, χρειάζεται μια νίκη, ένα αντίβαρο στα μέτρα, κάτι που να δικαιολογεί το τρίτο μνημόνιο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και να το «διαφοροποιεί» από τα δύο προηγούμενα. Επίσης, μια συμφωνία θα συνυπολογιστεί στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και θα διευκολύνει την απόφαση της ΕΚΤ να περιλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Προφανώς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν περιμένει το DSA. Χρησιμοποιεί το QE σαν καρότο, προκειμένου να πιέσει την Αθήνα να εφαρμόσει το πρόγραμμα. Αν ωστόσο ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και υπάρξει συμφωνία για το χρέος, η ΕΚΤ δεν θα έχει πλέον λόγο να αφήνει την Ελλάδα εκτός QE.
Η Κομισιόν θέλει, επίσης, να κλείσει εντός του 2016 το θέμα του χρέους. Το 2017 δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, καθώς σε αρκετές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, διεξάγονται εκλογές, ενώ το 2018 μπορεί να είναι πολύ αργά, αφού τελειώνει το πρόγραμμα και νέο είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει. Αρα η Ελλάδα θα πρέπει να έχει διασφαλίσει αρκετά νωρίτερα την πρόσβασή της στις αγορές. Την άποψη αυτή συμμερίζονται αρκετά κράτη-μέλη, μεταξύ αυτών και η Ολλανδία. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ είναι ένας απροσδόκητος σύμμαχος της Αθήνας σε αυτό το θέμα, αφού θέλει να τελειώνει με την εκκρεμότητα του χρέους γρήγορα, πριν από τις εκλογές του Απριλίου και με το ΔΝΤ εντός προγράμματος.
Αντιρρήσεις
Το Βερολίνο και ο κ. Σόιμπλε έχουν άλλη άποψη. «Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τα επιτόκια και οι αποπληρωμές», είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, δείχνοντας για ακόμη μία φορά ότι προτιμά να μεταθέσει την πολιτικά κοστοβόρο συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2017 – έστω και αν το τίμημα της μετάθεσης των αποφάσεων είναι να βρεθεί οριστικά εκτός ελληνικού προγράμματος το ΔΝΤ. Προφανώς, ενόψει της κάλπης, η συμμετοχή του Ταμείου δεν είναι τόσο απαραίτητη για την κυβέρνηση Μέρκελ όσο στο παρελθόν. Πιο προσεκτική όμως είναι η στάση παραδοσιακών συμμάχων της Γερμανίας, όπως η Αυστρία και η Φινλανδία.
Σε ό,τι αφορά τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, ο ESM έχει βρει τρόπους που θα οδηγήσουν στο «κλείδωμα» ενός σημαντικού μέρους των δανείων με χαμηλά σταθερά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό θα επιτευχθεί κυρίως μέσω swaps κι άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων της αγοράς, σταδιακά, μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018. Επίσης, εξετάζεται η δυνατότητα να αξιοποιηθούν τα 20 δισ. ευρώ που δεν χρησιμοποίησε η Ελλάδα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή να δανειστεί 20 δισ. ο ESM εκδίδοντας μακροχρόνιο ομόλογο και στη συνέχεια να δανείσει την Ελλάδα με σταθερό επιτόκιο. Τα δάνεια αυτά θα διατεθούν για την αποπληρωμή άλλων δανείων, όπως τα διακρατικά του πρώτου μνημονίου, που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο. Ενας άλλος τρόπος είναι να ανταλλαγούν τα υφιστάμενα ομόλογα EFSF που έχουν οι τράπεζες με νέα.
Σε κάθε περίπτωση, οι εναλλακτικές λύσεις σε τεχνικό επίπεδο έχουν προσδιοριστεί, και όποιο πρόβλημα προκύψει θα ξεπεραστεί από τη στιγμή που ο ESM έχει αποδεχθεί να αξιοποιήσει σύνθετα εργαλεία από την αγορά, τα οποία μέχρι πρόσφατα απέρριπτε. Αυτό που εκκρεμεί είναι η πολιτική συμφωνία. Μέχρι στιγμής, τα κράτη που θέλουν να αποφύγουν τη λήψη αποφάσεων προβάλλουν το επιχείρημα ότι θα πρέπει να ολοκληρωθεί προηγουμένως η αξιολόγηση.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Έντυπη