την κήρυξη της πτώχευσης. Η σχετική πρόβλεψη υπήρξε πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς σήμερα η παραγραφή απαιτεί τουλάχιστον δέκα χρόνια και αυτό υπό προϋποθέσεις. Συνήθως επέρχεται μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας που είναι πολυετής και φθάνει ακόμη και τα δεκαπέντε ή και τα είκοσι χρόνια. Η πτώχευση στις περιπτώσεις αυτές συνεπάγεται τον αποκλεισμό του φυσικού προσώπου από την άσκηση κάθε άλλης επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την εγγραφή στον «Τειρεσία» και συνέπειες όπως η μη χορήγηση ενημερότητας, που ακυρώνουν κάθε προοπτική για δεύτερη ευκαιρία και μια νέα αρχή. Η σχετική δυνατότητα προβλέπεται άλλωστε σε ευρωπαϊκή σύσταση, η ύπαρξη της οποίας διευκολύνει την κυβέρνηση στην υιοθέτησή της, δίνοντας κίνητρο σε κάποιον να ακολουθήσει την επίσημη διαδικασία της πτώχευσης, που παρά την πολυετή οικονομική κρίση και το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, έχει ατονήσει. Σύμφωνα με ειδικό άρθρο στον νέο πτωχευτικό κώδικα, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται για την απαλλαγή δύο χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή νωρίτερα –εάν η πτώχευση ολοκληρώθηκε νωρίτερα– με την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης:
• επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της,
• είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης,
• η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του και
• δεν έχει καταδικαστεί για κακουργηματική πράξη, όπως η κλοπή, η απάτη ή η πλαστογραφία του Ποινικού Κώδικα.
Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση περί απαλλαγής του και το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει σχετικώς, απαλλάσσοντάς τον αν πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιούνται από την πτωχευτική διαδικασία. Αν ο οφειλέτης κηρυχθεί «συγγνωστός», σύμφωνα με τη νομική ορολογία, δηλαδή άξιος συγχώρεσης, δεν προσωποκρατείται από τους πιστωτές της πτώχευσης, ενώ παύουν οι στερήσεις από δικαιώματα που ήταν συνέπειες της πτώχευσης.
Έντυπη