Από τους πλειστηριασμούς που έχουν ήδη δημοσιευθεί, προκύπτει ότι τα δύο τρίτα εξ αυτών έχουν επισπεύδουσες τις τράπεζες, ενώ σημαντικό κομμάτι είναι και οι πλειστηριασμοί στους οποίους προχωρούν οι ιδιώτες. Να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της δέσμευσης που έχουν αναλάβει οι τράπεζες για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 40 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2019, οι εισπράξεις από τους πλειστηριασμούς έχουν υπολογιστεί περί τα 5 δισ. ευρώ και ακόμη και αν ο στόχος αυτός δεν επιτευχθεί πλήρως, οι τράπεζες πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε να μην απαξιωθεί το εν λόγω εργαλείο. Η αγορά των ακινήτων από τις ίδιες τις τράπεζες που τα ρευστοποιούν έχει τριπλό στόχο:
• Στην πρώτη περίπτωση αποσκοπεί στο να λειτουργήσει ως φόβητρο προκειμένου να δοθεί το μήνυμα στους συστηματικούς κακοπληρωτές ότι η περίοδος ασυλίας έχει παρέλθει. Επειτα από οκτώ περίπου χρόνια οριζόντιας σχεδόν προστασίας, οι τράπεζες θεωρούν ότι το ποσοστό αυτό είναι σημαντικό και αφορά περίπου το 20% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, δηλαδή έναν στους πέντε οφειλέτες.
• Στη δεύτερη περίπτωση επιστρατεύεται σε μια προσπάθεια να μην απαξιωθεί το εργαλείο των πλειστηριασμών. Με δεδομένο ότι το ενδιαφέρον στην αγορά ακινήτων είναι μικρό, οι τράπεζες προτίθενται να αγοράζουν οι ίδιες αξιόλογα ακίνητα που δεν βρίσκουν αγοραστές, προκειμένου να να μην καταρρεύσουν οι τιμές στα ακίνητα, συμπαρασύροντας σε αντίστοιχες προσαρμογές και τις τιμές που έχουν εγγράψει στα βιβλία τους.
• Τρίτος, αλλά επίσης βασικός, λόγος είναι ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να υποχρεωθούν οι οφειλέτες να εγκαταλείψουν το σπίτι που πλειστηριάζεται, αφού σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός αποβεί άγονος, θα συνεχίσουν να παραμένουν στο σπίτι χωρίς ουσιαστικά να έχουν υποστεί κάποια τιμωρία ή να έχουν επιβαρυνθεί με κάποιο κόστος.
Η αγορά από την τράπεζα θα γίνεται όταν φυσικά δεν υπάρχει ικανοποιητικό αγοραστικό ενδιαφέρον και η τιμή που θα βγαίνει σε πλειστηριασμό το ακίνητο θα είναι η εμπορική του αξία, αυτή δηλαδή που έχει εγγραφεί στα βιβλία της τράπεζας. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να αποτιμούν τα ακίνητα σε τιμές αγοράς και έτσι έχουν προχωρήσει σε σημαντικές αναπροσαρμογές των ενεχύρων που έχουν στα βιβλία τους. Αυτό τους διευκολύνει, αλλά παράλληλα τους προστατεύει από το ενδεχόμενο να εγγράψουν πρόσθετες ζημιές και να οδηγηθούν σε πρόσφατες κεφαλαιακές ανάγκες από την πώληση ακινήτων στις τρέχουσες εμπορικές τιμές.
Επειτα από μια παρατεταμένη περίοδο προστασίας –λόγω του οριζόντιου παγώματος που υπήρχε έως το 2014, του άτυπου μορατόριουμ που ίσχυσε για όλο το 2015 και της απραξίας το 2016 λόγω της απεργίας των δικηγόρων– το εργαλείο των πλειστηριασμών εάν ενεργοποιηθεί μαζικά, όπως σχεδιάζεται, ενδέχεται να απαξιωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2008 οι πλειστηριασμοί ήταν 43.000 και το 2009 52.000, έκτοτε ακολουθούν συστηματικά πτωτική πορεία, φθάνοντας μόλις τους 8.700 το 2015. Το 2016 λόγω και της απεργίας των δικηγόρων πραγματοποιήθηκαν μόλις 700, ενώ στην ιστοσελίδα του Ενιαίου Ταμείου Νομικών, όπου δημοσιεύονται πλέον όλοι οι πλειστηριασμοί, έχουν πάρει ημερομηνία 700 νέοι, η πλειονότητα των οποίων είναι από τράπεζες.
Από το δείγμα των 700 πλειστηριασμών προκύπτει ότι αρκετά ακίνητα είναι εμπορικά ή βιομηχανικά, ενώ σε ό,τι αφορά τα σπίτια, η εικόνα ποικίλλει. Εκτός από εκείνα που είναι μεγάλης αξίας, άνω δηλαδή των 200.000 ευρώ, αυτά που είναι μικρότερης αξίας βαρύνουν τους κατόχους τους με πολλαπλάσιες της αξίας του ακινήτου που πλειστηριάζεται οφειλές.