Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου εξέδωσε Διαδικαστικό Κανονισμό (4/2016) για τη Διαδικασία Καταφρόνησης Δικαστηρίου (άρθρο 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960).
Όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του Κανονισμού: «Οσάκις ο εκδικάζων Δικαστής θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί ενώπιον του αδίκημα ως προνοείται στις παραγράφους (α) και ή (ια) του εδαφίου (1) του άρθρου 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 το οποίο στρέφεται προσωπικά κατά του ιδίου η ακολουθητέα διαδικασία καθορίζεται ως εξής: (α) Ο εκδικάζων Δικαστής προβαίνει στην προνοούμενη
υπό της επιφυλάξεως του άρθρου 3 ενημέρωση του καταγγελλόμενου προφορικά ή σε περίπτωση που ο καταγγελλόμενος εγκαταλείψει την αίθουσα ή για άλλο λόγο η προφορική ενημέρωση καθίσταται αδύνατη, τον ενημερώνει δια γραπτής ειδοποιήσεως μέσω του πρωτοκολλητή.
(β) Ακολούθως ο εκδικάζων Δικαστής αποτείνεται, μέσω του Προέδρου του Δικαστηρίου όπου υπηρετεί, στον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το σκοπό διορισμού εκδικάζοντος Δικαστή κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο 3 του άρθρου 44, διαβιβάζοντας ταυτόχρονα τα προνοούμενα υπό του εδαφίου τούτου έγγραφα.
Νοείται ότι σε περίπτωση που η ετοιμασία των πρακτικών αυθημερόν είναι αδύνατη, αυτά διαβιβάζονται το αργότερο εντός 3 ημερών.
(γ) Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άμα τη ενημερώσει του συμφώνως του εδαφίου 3, ορίζει αυθημερόν Δικαστήριο για να εκδικάσει την υπόθεση αποτελούμενο από ένα Δικαστή ιεραρχικά ανώτερο, ή αρχαιότερο της ίδιας βαθμίδας με τον καταγγέλλοντα Δικαστή, που υπηρετεί στην ίδια επαρχία, ή ελλείψει τέτοιου, αποτελούμενο από ανώτερο ή αρχαιότερο της ίδιας βαθμίδας που υπηρετεί σε άλλη επαρχία, ή ελλείψει τέτοιου αποτελούμενο από οιονδήποτε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Νοείται ότι σε περίπτωση που ο καταγγέλλων Δικαστής είναι ο Πρόεδρος ή μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Δικαστήριο για να εκδικάσει την υπόθεση ορίζεται Δικαστήριο αποτελούμενο από μέλος ή μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο ή τα οποία δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία για την οποία έγινε η καταγγελία.
(δ) Με το διορισμό του εκδικάζοντος Δικαστή ο πρωτοκολλητής του οικείου δικαστηρίου καταρτίζει φάκελο της υπόθεσης, όπου αρχειοθετεί όλα τα αναφερόμενα πρακτικά και έγγραφα.
(ε) Η υπόθεση ορίζεται προς εκδίκαση το ταχύτερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει εντός 30 ημερών από τον ορισμό του εκδικάζοντος Δικαστή.
(στ) Ο καταγγελθείς καλείται όπως παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου δια κλήσεως συμφώνως του Εντύπου αρ.Ι των παρόντων Κανονισμών. Στην κλήση επισυνάπτονται αντίγραφα των προνοουμένων στο εδάφιο 3 πρακτικών και εγγράφων».
Σύμφωνα με το νόμο του 1960 περί Δικαστηρίων, σε περίπτωση καταφρόνησης του δικαστηρίου, “τό δικαστήριον δύναται νά διάταξη όπως ό πταίστης τεθή ύπό κράτησιν, και καθ’ οιονδήποτε χρόνον προ της διακοπής της συνεδριάσεως κατά τήν ιδίαν ήμέραν δύναται νά έπιληφθή της εκδικάσεως του αδικήματος και νά καταδικάση τόν πταίστην εις πρόστιμον εικοσιπέντε λιρών, ή εις φυλάκισιν ενός μηνός ή εις άμφοτέρας τάς ποινάς ταύτας. Έν τώ άρθρω τούτω «δικαστική διαδικασία» σημαίνει οιανδήποτε διαδικασίαν ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, είτε ή διαδικασία αύτη διεξάγεται έπ’ ακροατηρίου είτε έν τώ ίδιαιτέρω γραφείω του δικαστού”. (cylaw.com)
LegalNews24.gr