Αυστηρότερες προϋποθέσεις για την προσωρινή εφαρμογή της CETA συμφωνήθηκαν στο Άτυπο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων για θέματα
Εμπορίου που πραγματοποιήθηκε, σήμερα, στο Λουξεμβούργο, όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Οικονομίας.
Συγκεκριμένα, στο Άτυπο Συμβούλιο με θέμα την ολοκλήρωση της CETA (Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά), συμφωνήθηκαν προϋποθέσει ακόμη πιο αυστηρές εκείνων που είχαν συζητηθεί στο προηγούμενο Συμβούλιο (23 Σεπτεμβρίου, στη Μπρατισλάβα για την προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνία, καθώς θα ενεργοποιηθούν μόνο τα τμήματα που εμπίπτουν αυστηρά στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γίνεται σαφές ότι εφ’όσον η Συμφωνία απορριφθεί έστω και από ένα κράτος – μέλος, αμέσως σταματά η προσωρινή της εφαρμογή.
“Επικράτησαν θέσεις που από την πρώτη στιγμή υποστήριξε η ελληνική αντιπροσωπεία”, δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Γιώργος Σταθάκης, προσθέτοντας ότι πλέον “διαμορφώνεται το πλαίσιο εκείνων των διασφαλίσεων που θα προασπίζουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο και θα λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών”.
Στη σημερινή τους συνεδρίαση, οι υπουργοί συζήτησαν κατά πόσο έχουν εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις που είχαν τεθεί στο προηγούμενο Συμβούλιο (23 Σεπτεμβρίου, στη Μπρατισλάβα), προκειμένου να δοθεί το “πράσινο φως” για την υπογραφή της Συμφωνίας.
Οι υπουργοί επιβεβαίωσαν ότι η νομικά δεσμευτική ερμηνευτική δήλωση της Συμφωνίας, που προετοίμασε η Επιτροπή και αποδέχθηκε η κυβέρνηση του Καναδά, αποσαφηνίζει επαρκώς ευαίσθητα θέματα σχετικά με:
– την προστασία των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών καθώς και το δικαίωμα επανεθνικοποίησης ιδιωτικοποιημένων σχετικών επιχειρήσεων (π.χ. υπηρεσίες ύδρευσης)
– τη διατήρηση των υψηλών προδιαγραφών για την προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος καθώς και την εφαρμογή των πιο ισχυρών περιβαλλοντικών δεσμεύσεων που εκπορεύονται από διεθνείς συμφωνίες (συμφωνία Παρισιού)
– την επίλυση διαφορών επενδυτή-κράτους, για τις οποίες υπάρχει προτροπή να επιλύονται στα εθνικά δικαστήρια, ενώ ο νέος δικαστικός θεσμός στο πλαίσιο της Συμφωνίας θα αποτελείται αποκλειστικά από μόνιμους δικαστές, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία τους
– την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σύμφωνα και με τα πρότυπα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και με πλήρη εφαρμογή της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πλέον αναγνωρίσει τη Συμφωνία ως “μεικτής αρμοδιότητας”. Άρα, εφ’όσον υπογραφεί στη Διάσκεψη Κορυφής Ε.Ε. – Καναδά (27-28 Οκτωβρίου), θα πρέπει να εγκριθεί τόσο από το Ευρωκοινοβούλιο, όσο και από τα εθνικά κοινοβούλια. Μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, θα υπάρξει προσωρινή εφαρμογή ορισμένων μόνο κεφαλαίων. Στην κατεύθυνση αυτή, στη Σύνοδο της Μπρατισλάβα είχε συμφωνηθεί να εξαιρεθούν τα κεφάλαια των μεταφορών και της επίλυσης διαφορών ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτος.
Σήμερα, οι υπουργοί κατέληξαν σε μία ακόμα πιο περιορισμένη ισχύ της προσωρινής εφαρμογής, μόνο στα τμήματα της Συμφωνίας που εμπίπτουν αναμφισβήτητα στο εύρος των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.. Επιπλέον αποσαφηνίστηκε ότι εφ’όσον η επικύρωση της Συμφωνίας αποτύχει οριστικά βάσει των συνταγματικών διαδικασιών κάποιου κράτους – μέλους, η προσωρινή εφαρμογή θα παύσει, ακολουθώντας εν συνεχεία τις προβλεπόμενες από την Ε.Ε. διαδικασίες. Οι υπουργοί συμφώνησαν ως προς το περιεχόμενο των παραπάνω όρων, πλην όμως η τελική έγκριση για την υπογραφή της Συμφωνίας θα πρέπει να δοθεί από τη Σύνοδο Κορυφής της προσεχούς Πέμπτης.