Μας εκπλήσσουν οι ανακρίβειες του προέδρου TURKIYE CUMHUPIET, αξιότιμου Προέδρου κ. Ερντογκάν, που φαίνεται ότι απουσία μνήμης οδηγεί σε διελκυστίνδα αντιφάσεων εις βάρος της χώρας του, για το θέμα της συνθήκης
ειρήνης της Λωζάνης, που είναι ντοκουμέντο ισχύον εις το διηνεκές δίχως χρονικές καταλήξεις, όπως για παράδειγμα της συνθήκης του MONTPEUX.
ειρήνης της Λωζάνης, που είναι ντοκουμέντο ισχύον εις το διηνεκές δίχως χρονικές καταλήξεις, όπως για παράδειγμα της συνθήκης του MONTPEUX.
Tα παρατιθέμενα κατωτέρω στο άρθρο, τιμήθηκαν με υπογραφές και ευχετήρια από μέρους πρωθυπουργών στο παρελθόν, πριν τριάντα χρόνια. Αποδείχνουν αλήθεια επιχειρημάτων για το περιεχόμενο της συνθήκης της Λωζάνης και πολύ κοντά στη γνώση όσο μακρυά ο κ. πρόεδρος της Τουρκίας θέλει να έχει μνήμη έστω αν κατόπιν επταετίας, χάριν φιλίας, μπορεί να φέρουν αναγνώριση STATUS QUO λόγω συμπλησιάσεως της πραγματικότητας.
Προ της εποχής του MONTREUX, το 1936 η περιοχή των Δαρδανελίων και μέχρι την ίδια την Κωνσταντινούπολη δεν είχαν αμυντικά κρατική υπόσταση, όπως και τα νησιά της βορείου Ελλάδος με μονάχα μια GENDARMERIE, την οποία η Τουρκία απέκτησε δια της συνθήκης του MONTREUX και κατέστη προετοιμασμένη αργότερα για την είσοδο στο ΝΑΤΟ. Και αυτό ίσχυσε και για τα Ελληνικά νησιά της βορείου Ελλάδος που εντάχθηκαν σαν αμυντική σχέση πλάι στα Δωδεκάνησα του 1947, δέκα χρόνια μετά το MONTREUX
Η Συνθήκη Ειρήνης Ελλάδος και Τουρκίας στη Λωζάνη το 1923, εξισορροπούσε αμφότερες τις δυνάμεις, ενώ η σύμβαση του Μοντρέ του 1936, έδινε την εντύπωση ότι υπογράφτηκε για τη διασφάλιση τουρκικών συμφερόντων, όταν τα Στενά ήταν το φλέγον θέμα της εποχής.
Σήμερα αποδείχνεται ότι το Αιγαίο διαθέτει εξίσου ζωτικό χώρο όσο τα Στενά. Ώστε η νέα σύμβαση σε αντικατάσταση της ληξάσης του Μοντρέ, θα κατοχυρώνει τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία. Και τούτο διότι την εποχή της υπογραφής της συνθήκης της Λωζάνης, τα Δωδεκάνησα άνηκαν στην Ιταλία, ενώ σήμερα αποτελούν μέρος κυρίαρχου ελληνικού χώρου στο Αιγαίο που καθίσταται αποκλειστικά ελληνικό με τον τρόπο που τα Στενά καθορίζονται αποκλειστικά στην Τουρκία.
Με την οριστική σύναψη Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδος και διαφόρων κρατών στη Λωζάνη της Ελβετίας, το 1923, ομαλοποίηση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, ήταν προσδοκία όλων. Επειδή, τέτοιος κατευνασμός στις ανθρώπινες και κυβερνητικές σχέσεις ήταν «πανάκεια» ηθικής, ύστερα από το δραματικό ανταγωνισμό πολέμων στο παρελθόν.
Με την υπογραφή της Λωζάνης, οι Νεότουρκοι δοκίμασαν αισθήματα ικανοποίησης με νέα, διακανονιστικά σύνορα, ευρύτερα σε ορίζοντες, συγκριτικά εκείνων που αποδέχθηκε το Σουλτανάτο, τρία χρόνια πριν, στη συνθήκη των Σεβρών. Από ελληνικής πλευράς, η ιδέα μονίμου ειρήνης με την Τουρκία ύστερα από ένα πόλεμο, για να τελειώσει τους πολέμους, ήταν αποφασιστική και ενθουσιώδης.
Ετσι δημιουργήθηκε η Ειρήνη. Για να διατηρηθεί σαν απόρροια αμοιβαιότητας, θελήσεων και πίστης.
Μετέπειτα δραστικές πράξεις και οραματικές σκέψεις του Ατατούρκ, για το μέλλον της Τουρκίας, ιδία της Αγίας Σοφίας από ισλαμικό τζαμί σε μουσείο και μεταφορά της τουρκικής πρωτεύουσας στην Άγκυρα, ή εξευρωπαισμός της ασιατικής Τουρκίας και ομοσπονδιοποίηση της ευρωπαικής Τουρκίας με την Ελλάδα, εναρμονίζονταν τέλεια και αρεστά με το δεσπόζον πνεύμα και τον πλατωνισμό της Ευρώπης και της κοινωνίας των Εθνών.
Εν τούτοις, αλυσίδα διπλωματικών γεγονότων από μέρους των Τούρκων, ληγούσης της παρουσίας του Αταττούρκ, καθιστά σήμερα αμφίβολα τα τότε λεχθέντα περί ειλικρινούς Détente με την Ελλάδα. Επειδή αποδείχνεται ότι αναγκαστικά σχετίζονταν 1)με παράξενη προπαγάνδα, 2) χάριν θεαματικής αξιοποιήσεως της φιλίας με ευρωπαικές χώρες. Ίσως να είναι και τα δύο μαζί αν και ποτέ δεν μπορεί να είναι φανταστικά χωρισμένα
Οι Έλληνες πίστεψαν στο συμβολισμό των «σλόγκαν» του Ατατούρκ, με περισσότερη αφέλεια σε σύγκριση με τους πουριτανούς Τούρκους, πολιτικούς συμβούλους και διαδόχους του Μουσταφά Κεμάλ. Ώστε , όταν η Ευρώπη ενέδωσε στις από του τέλους της δεκαετίας του 1920 έμμονες απαιτήσεις της Τουρκίας περί αναθεώρησεως αλλά και οχυρώσεως του ευρωπαικού της χώρου, χάριν της προστασίας των Στενών, βρήκε τους Έλληνες στιγμιαία και μηχανικά σύμφωνους. Η γνωστή σύμβαση του Μοντρέ του 1936, νομιμοποιούσε προγραμματικούς οπλισμούς, ελαφρούς και βαρείς κατά μήκος των Στενών από μέρους της Τουρκίας , δίχως να εξυπακούονται παραδεκτές αντιστοιχίες οπλισμού για λογαριασμό των νήσων του Αιγαίου. Τα οποία νησιά παράλληλα με την Ευρωπαϊκή Τουρκία περιλαμβανομένης της Κωνσταντινουπόλεως, διέπονταν από καθεστώς ουδετερότητας, σύμφωνα με την πολυμερή Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης, της οποίας η ισχύς είναι στο διηνεκές. Απεναντίας, η σύμβαση του Μοντρέ καθοριζόταν περιοριστικά σε χρονική διάρκεια και σήμερα έχει λήξει.
Σήμερα οι Τούρκοι πολιτικοί, φαίνεται ότι αμελούν να θυμηθούν τη Συνθήκη αυτή της Λωζάνης, διά της οποίας η ευρωπαική Τουρκία συμβατικά παραμένει ανοχύρωτη, ενώ η σύμβαση του Μοντρέ δέχεται τη συσσώρευση όπλων εντός της ευρωπαικής Τουρκίας, όταν εξυπακούεται δυσκολία εξασφαλίσεως ελευθέρας ναυσιπλοίας στα Στενά και μόνο. Επί πλέον με την από μέρους της Ελλάδος απουσία τυπικά νομικής επιφυλάξεως για την οχύρωση της ευρωπαϊκής Τουρκίας στη σύμβαση του Μοντρέ, ακριβώς διότι δεν προβλέπεται αντίστοιχη οχύρωση των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου, ώστε να εξαρτάται λογικά. Αλλά την πρωταρχική συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία καταγέλλει δημοσίως λέγοντας «γιατί οι Ελληνες οχυρώνουν το Αιγαίο;»
Ωστόσο οι Τούρκοι φαίνεται να ξεχνούν ότι η σύμβαση του Μοντρέ δεν είναι νίκη της Τουρκίας του1936 κατά της Ελλάδος, αλλά συμβατικό ντοκουμέντο με βραχυπρόθεσμη ισχύ, η οποία έχει λήξει. Κατά συνέπεια η Ελλάς σε οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να επικαλεσθεί αντιστροφή των ερωτημάτων, με βάση τη Συμφωνία – Συνθήκη της Λωζάνης. Ήτοι: Γιατί οι Τούρκοι οχυρώνουν τα νησιά τους και την ευρωπαϊκή Τουρκία; Τέτοιο δικαίωμα δεν αντλείται από την πρωταρχική Συνθήκη της Λωζάνης που προβλέπει για την ευρωπαϊκή Τουρκία ουδεμία οχύρωση κα φυσικά: το ίδιο ισχύει τότε για τα νησιά των ελληνικών Βορείων Σποράδων, σε εποχές Ειρήνης.
Σε δύσχερη θέση
Η πολιτική καθιέρωση του καθεστώτος των νήσων του Βορείου Αιγαίου, ευρύτατα διατυπώνεται στη Συμφωνία Ειρήνης της Λωζάνης, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Σύμφωνα με την επίσημη κυριαρχική αυτή Συνθήκη, διακαθορίζεται ότι τα νησιά του Αιγαίου, εγγυς της Τουρκίας – εκτός της Δωδεκανήσου- καθώς και η ευρωπαϊκή Τουρκία, υποχρεούνται σε ουδεμία οχύρωση. Αυτό και μόνον καθιστά οποιαδήποτε μετέπειτα Σύμφωνο μη επιθέσεως άνευ χρησιμότητας, μεταξύ των δύο χωρών. Εφ όσον η Τουρκία οχυρώνει όμως τον ευρωπαϊκό της χώρο, ιδιοτελώς και ασφυκτικώς κατά της Ελλάδος, η Ελλάς δύναται να καταγγείλει κάθε παραβίαση από μέρος των Τούρκων προς τα υπογράψαντα τη Συνθήκη, υπόλοιπα νομικά πρόσωπα κρατικού δικαίου. Και αυτό θα φέρει την Τουρκία σε δυσχερέστατη σχέση.
Κατά δεύτερο λόγο, η Ελλάς δύναται σε οποιαδήποτε στιγμή να αποδείξει την Τουρκία, ως αθετούσα, δια της ρητορικής του ασυμβίβαστου, τα διαλαμβανόμενα στη Σύμβαση του Μοντρέ- που έχει λήξει- ζητώντας αναθεώρηση της συμβάσεως αυτής. Αρχίζοντας από απλή καταγγελία- αναφορά προς την Τουρκία και τις υπογράψασες τη σύμβαση αυτή χώρες, η Ελλάς θα αιτιολογήσει λεπτομερώς τα αίτια καταγγελίας και την ανάγκη συνάψεως νέας συμφωνίας. Τέτοια αναθεώρηση θα εξαρτηθεί από τις στιγμές και περιστάσεις, αναλόγως των διεθνών πολιτικών γεγονότων. Ωστόσο χρονικά δεν θα παρέλθουν, μέχρι της υπογραφής της, περισσότερα χρόνια, συγκριτικά εκείνων των απαιτήθηκαν από την Τουρκία για τη σύναψη της συμβάσεως του Μοντρέ. Τέτοια ελληνική ενέργεια καταγγελίας, δυνατόν να αναγκάσει την Τουρκία, σε συγκαταθέσεις υπογραφής συμβάσεως διμερούς ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος, με το όνομα εμπορική ή ναυτιλιακής τοιαυτης, χάριν αμοιβαίας φιλίας.
Γενικά στο Αιγαίο, η σκέψη των Τούρκων πολιτικών, τελεί υπό καθεστωτικό «καμουφλάζ» επειδή τα νησιά της Δωδεκανήσου δεν διαλαμβάνονται στη διακριτική Συμφωνία της Λωζάνης. Εν τούτοις με την αύξηση των μιλιών της αιγιαλίτιδος ζώνης σε 12 από μέρους της Ελλάδος, τα Αιγαίο μεταμορφώνεται πράγματι σε αποκλειστικά ελληνική λίμνη, με τον τρόπο που τα Στενά ανήκουν αποκλειστικά στην τουρκική επικράτεια.
Σύμφωνα με το νομικό καθεστώς της Δωδεκανήσου όμως, τόσο η Ιταλία, όσο και οι ΗΠΑ, έχουν αναγνωρίσει δικαιώματα οχυρώσεων από μέρους της Ελλάδος κατά βούληση. Η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα καταγγελίας τυχόν οχυρώσεως της Δωδεκανήσου. Η Τουρκία ωστόσο με το αίσθημα ανασφάλειας και απομονώσεως, εφευρίσκει αοριστίες αντιρρήσεων, σε θέματα υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου που είναι ελάσσονος σημασίας, ενώπιον του υπερβολικού θορύβου με τον οποίο παρουσιάζονται σαν τυχόν διεκδικήσεις της.
Συναρμολόγηση εκ νέου κορυφαίας Σύμβασης σε αντικατάσταση εκείνης του Μοντρέ, μεταξύ Τουρκίας και άλλων κρατών-μεταξύ των οποίων η Ελλάς – θα διακανονίζει θέματα ναυσιπλοϊας όχι μόνο αναφορικά με τα Στενά, αλλά το διεθνή χώρο Αιγαίου, που αρχίζει από τα βόρεια Στενά και οδηγεί στη Μεσόγειο δια των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου, θα αξιολογηθούν και αναθεωρηθούν καλύτερα οι γεωφυσικές και στρατηγικές δυνατότητες του Αιγαίου, που τον 19ο αιώνα εξυπακούετο σαν μέρος των Στενών. Τέτοιες διαφημιστικές δυνατότητες του Αιγαίου, οι Έλληνες αποφεύγουν επιμελώς, αν και οι Τούρκοι τις ιδιοποιούνται για λογαριασμό τους, με διάφορες κατά καιρούς δικαιολογίες, όπως δημιουργία στρατιών και χαρτογραφήσεων νέων συνόρων εκτός του κυριαρχικού τους χώρου.
Η Νέα Σύμβαση, θα οχυρώνει αναλόγως όχι μόνο την Τουρκία, αλλά και την Ελλάδα, χάριν ασφαλεστέρας ναυσιπλοίας των Στενών και του Αιγαίου, που οδηγεί στη Μεσόγειο και το Σουέζ. Θα επέλθει τότε πραγματικό και αμφοτεροβαρές καθεστώς ισορροπίας δυνάμεων, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας – στο πνεύμα της Συμφωνίας της Λωζάνης. Δια του τρόπου αυτού, ο άμεσος οπλισμός της Τουρκίας δε θα στρέφεται οποτεδήποτε απειλητικά κατά των νήσων της Ελλάδος, αφού η Ελλάς, θα δύναται να προβαίνει σε αντίποινα εγνωσμένης ερμηνευτικής και νομίμου σκοπιμότητος.
Ο κ. Α.Γ. Βαλαβάνης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων (Wayne State University)