Ιστορικό
Στην συγκεκριμένη υπόθεση η εργαζόμενη είχε προσληφθεί από την επιχείρηση από τις 15 Ιουνίου 2009 στο πλαίσιο μιας σύμβασης μερικής απασχόλησης. Η εργαζόμενη είχε δικαίωμα για 5,6 εβδομάδες άδεια ανά έτος και το έτος αδείας
εκκινούσε στις στις 15 Ιουνίου. Τον Νοέμβριο του 2012, η εργαζόμενη ζήτησε μια εβδομάδα άδεια μετ ‘αποδοχών, αλλά η επιχείρηση την ενημέρωσε ότι είχε εξαντλήσει τις ημέρες αδείας, οι οποίες είχαν υπολογισθεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη άδεια, με βάση τις ημέρες που εργαζόταν για την περίοδο 12 εβδομάδων πριν από την άδεια . Δεδομένου ότι η εργαζόμενη είχε λάβει την άδεια της σε μια περίοδο που εργαζόταν κατά μία μέρα την εβδομάδα, είχε πάρει το ισοδύναμο των 7 εβδομάδων άδεια μετ ‘αποδοχών, και ως εκ τούτου είχε εξαντλήσει τις ημέρες που δικαιούταν για την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Στην δίκη του Δικαστηρίου, το Brimingham Employment Tribunal, ζήτησε την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με τον εάν, όπως η επιχείρηση ισχυρίστηκε, η νομοθεσία της ΕΕ προβλέπει ή όχι ,επαναϋπολογισμό του δικαιώματος άδειας σύμφωνα με τις αυξημένες ώρες εργασίας και ως εκ τούτου, εάν τα κράτη μέλη υποχρεούνται ή όχι να κάνουν μια τέτοια ρύθμιση στην εθνική νομοθεσία τους.
Προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο:
2) Πρέπει είτε η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως είτε το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι διάταξη εθνικού δικαίου (όπως τα άρθρα 13, 13Α και 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας) δεν δύναται να προβλέπει, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αύξηση των ωρών εργασίας ενός εργαζομένου, ότι το σύνολο της ήδη σωρευθείσας άδειας προσαρμόζεται αναλογικώς στο νέο ωράριο, με συνέπεια η αύξηση των ωρών εργασίας του εργαζομένου να επιφέρει τον επαναϋπολογισμό του δικαιώματος άδειας σύμφωνα με τις αυξημένες ώρες εργασίας;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ή το δεύτερο ερώτημα, έχει ο επαναϋπολογισμός εφαρμογή μόνο σε εκείνο το χρονικό διάστημα του έτους αναφοράς κατά το οποίο ο εργαζόμενος παρείχε εργασία με αυξημένο ωράριο ή σε κάποιο άλλο χρονικό διάστημα;
4) Για τον υπολογισμό της περιόδου άδειας που ελήφθη από τον εργαζόμενο, έχουν είτε η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως είτε το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 την έννοια ότι διάταξη εθνικού δικαίου (όπως τα άρθρα 13, 13Α και 14 της κανονιστικής αποφάσεως περί χρόνου εργασίας) πρέπει να υιοθετεί διαφορετική προσέγγιση μεταξύ, αφενός, του υπολογισμού της αποζημιώσεως εργαζομένου έναντι ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας και, αφετέρου, του υπολογισμού των υπολειπόμενων ημερών ετήσιας άδειας εργαζομένου όταν αυτός παραμένει απασχολούμενος;
5) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, ποια πρέπει να είναι αυτή η διαφορετική προσέγγιση;»
Στα τρία πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός έχει θεμελιώσει και ενδεχομένως λάβει πρέπει να επαναϋπολογίζεται αναδρομικώς βάσει του νέου προγράμματος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου. Πρέπει όμως να γίνεται νέος υπολογισμός για την περίοδο κατά την οποία αυξήθηκε ο χρόνος εργασίας.
Επί του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος
Στο τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 έχουν την έννοια ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να γίνεται βάσει των ίδιων αρχών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που καταβάλλεται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ή για τον καθορισμό της υπολειπόμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία‑πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 1998/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αυξήσεως του χρόνου εργασίας ορισμένου εργαζομένου, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία αυτός έχει θεμελιώσει και ενδεχομένως λάβει πρέπει να επαναϋπολογίζεται αναδρομικώς βάσει του νέου προγράμματος εργασίας του εν λόγω εργαζομένου. Πρέπει όμως να γίνεται νέος υπολογισμός για την περίοδο κατά την οποία αυξήθηκε ο χρόνος εργασίας.
Η ρήτρα 4, σημείο 2, της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχουν την έννοια ότι ο υπολογισμός της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να γίνεται βάσει των ίδιων αρχών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για τον καθορισμό της αποζημιώσεως μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που καταβάλλεται κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας ή για τον καθορισμό της υπολειπόμενης ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν η σχέση εργασίας διατηρείται σε ισχύ.
Πηγή: Taxheaven