Αριθμός απόφασης 3256/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(τακτική διαδικασία)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Βλάχου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αργύριο Εκκλησίαρχο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Ιωάννη Ελευθεριάδη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ζωγράφω Σωτηρίου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Οκτωβρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Ευόσμου Θεσσαλονίκης, οδός …, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Γεωργίας Κουκουλέτσου (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 4331), που προκατέθεσε προτάσεις (για τις οποίες εκδόθηκε το 555013/2014 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Θ.).
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Αικατερίνης Πανάγου – Δερβίση (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 2755), που προκατέθεσε προτάσεις (για τις οποίες εκδόθηκε το 466587/2014 γραμμάτιο είσπραξης Δ.Σ.Θ.).
Η ενάγουσα με την από 10-6-2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αριθμό κατάθεσης 25268/21-6-2011, ζήτησε την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η 18450/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που έκρινε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Ήδη, εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση με την από 18-10-2013 κλήση της ενάγουσας, η οποία (κλήση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης 26227/22-10-2013, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 17-3-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεχόμενη την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ενώ, κατ’ άρθρο 46 εδ. β΄ ΚΠολΔ, η απόφαση του παραπέμποντος δικαστηρίου, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από την τελευταία διάταξη, η οποία αποσκοπεί προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής σύγκρουσης αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση όπου παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της απόφασης του παραπέμψαντος δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, δεν υφίσταται δέσμευση του δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, το οποίο μπορεί όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την παραπέμψει στο δικαστήριο που του την παρέπεμψε, καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο δικαστήριο (ΕφΘεσ 168/2012 ΕΠολΔ 2012. 371). Έπεται, όμως, και ότι δεν υπάρχει κώλυμα για την εισαγωγή με κλήση της αγωγής που παραπέμφθηκε προς συζήτηση πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης. H εισαγωγή δε με κλήση της υπόθεσης στο Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής αποφάσεως και κατά συνέπεια σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα της έφεσης (ΕφΑθ 4322/1995 Δ 1996. 1187, ΠολΠρΑθ 1268/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΘεσ 27248/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, σ. 206). Το ίδιο ισχύει και για τον αντίδικο του καλούντος, ο οποίος παρίσταται στη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής και δεν προβάλλει ένσταση περί της μη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης (ΕφΔωδ 185/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΘεσ 27248/2006 ό.π.), ιδίως αν πρόκειται για τον εναγόμενο, κατά παραδοχή ένστασης του οποίου διατάχθηκε η παραπομπή, ο οποίος στερείται εννόμου συμφέροντος προς τούτο (Ν. Νίκας, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ Ι, εκδ. 2000, 46 αρ. 12, Μ. Μαργαρίτης, ΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 46 αρ. 12).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη από 18-10-2013 και με αριθμό κατάθεσης 26227/22-10-2013 κλήση της ενάγουσας, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η από 10-6-2011 και με αριθμό κατάθεσης 25268/21-6-2011 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την έκδοση επ’ αυτής της 18450/5-9-2013 οριστικής απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό αφενός κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο για την εκδίκασή της και παρέπεμψε αυτήν στο παρόν Δικαστήριο ως καθ’ ύλην αρμόδιο προς τούτο, ανεξάρτητα αν δεν προκύπτει η τελεσιδικία της ανωτέρω απόφασης, αφού η μεν ενάγουσα είναι αυτή που εισάγει προς συζήτηση την υπόθεση, χωρίς καμία επιφύλαξη για την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο δε εναγόμενος είχε ισχυριστεί ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ήταν αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και ομοίως δεν αμφισβητεί την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Από το άρθρο 57 του ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητα του, νοούμενη ως προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 § 1) σύνολο αξιών οι οποίες απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.) δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε έκφανσης της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (ΑΠ 1813/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται να παραβιάζεται με την προσβολή και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 271/2012 ΔιΜΕΕ 2012. 504, ΕφΑθ 174/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3071/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην ένδικη περίπτωση, η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, επικαλείται ότι από τις 24-1-2009 έως τη σύνταξη του δικογράφου της, ο εναγόμενος, πέραν της σωματικής βλάβης της 24-1-2009, επανειλημμένα προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά της, σε διάφορους χώρους, ακόμα και στο χώρο εργασίας της, όπως και σε δημόσιους χώρους, ιδίως με εξυβρίσεις και απειλές, προκαλώντας έτσι σε αυτήν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης ποσού 60.044,00 ευρώ. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, αφού επιφυλάχθηκε για άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων για το ποσό των 44,00 ευρώ και αφού στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την εκεί συζήτηση της αγωγής στις 3-6-2013, παραδεκτά, κατ’ άρθρα 294, 295 και 297 ΚΠολΔ, δήλωσε ότι παραιτείται του αιτήματος περί παράλειψης της προσβολής στο μέλλον με απειλή χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός (1) μηνός για κάθε τέτοια περίπτωση, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 60.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως και να διαταχθεί η προσωπική του κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, διευκρινίζοντας, κατ’ άρθρο 236 ΚΠολΔ, με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ότι κανένα ποσό της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης δεν αφορά το διηγηματικά αναφερόμενο περιστατικό σωματικής βλάβης της 24-1-2009. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, κύριο και παρεπόμενα, η αγωγή αυτή αρμοδίως, κατά παραπομπή, όπως προαναφέρθηκε, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 46 ΚΠολΔ), και, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, είναι ορισμένη, εκτός από το παρακάτω αναφερόμενο μέρος, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (σε συνδ. και με τα άρθρα 333 και 361 ΠΚ), 299, 914, 932, 346 ΑΚ, 907, 908 § 1 περ. δ΄ και 1047 ΚΠολΔ. Διευκρινίζεται ότι το ορισμένο της αγωγής αφορά τις επικαλούμενες πράξεις του εναγόμενου οι οποίες προσδιορίζονται κατά τα ειδικότερα περιστατικά που τις συνιστούν και κατά το χρόνο που συνέβησαν, και όχι γενικόλογες επικλήσεις συμπεριφοράς του που δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα χρονικά, ήτοι ιδίως τις ενότητες υπό στοιχεία Α΄ και ΙΑ΄ των προσαπτόμενων σε αυτόν, και έτσι ως αόριστες δεν μπορούν να ελεγχθούν κατ’ ουσίαν. Επομένως, αφού έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις επ’ αυτού νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. το 4193342/10-6-2013 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Α΄ Θεσσαλονίκης, το 3108675/200/10-6-2013 γραμμάτιο είσπραξης και την 201/10-6-2013 απόδειξη είσπραξης του υποκαταστήματος 265 της Ε.Τ.Ε.), η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς τα επίδικα συμβάντα των οποίων γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 367 § 1 περ. α΄ – δ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄ και δ΄). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρου 367 ΠΚ), για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, με την κατά τα ως άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερόμενες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ.), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363 – 362 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 931/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2012 ΕΠολΔ 2012. 378). Συγκεκριμένα, ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Η προβολή από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 § 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της ένστασης από την προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου (ΑΠ 69/2013 ΧρΙΔ 2014. 273).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πέραν της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, ο εναγόμενος, με τις έγγραφες προτάσεις του, στις οποίες αναφέρθηκε η πληρεξούσια Δικηγόρος του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ισχυρίζεται ότι συντρέχει περίπτωση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας και δικής του δράσης από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, καθώς εξωθήθηκε σε επίδικες πράξεις του, λόγω παρεμπόδισης από την πλευρά της ενάγουσας της επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα τους, που προκάλεσαν τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του που εκδηλώθηκε με τις πράξεις αυτές, με τις οποίες και απέβλεπε στη διαφύλαξη του ανωτέρω δικαιώματός του. Οι με τον τρόπο αυτό προβαλλόμενοι ισχυρισμοί προτείνεται παραδεκτά και συνιστούν καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις συνυπαιτιότητας και άρσης του αδίκου της προσβολής λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, που είναι νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 300 ΑΚ και 367 § 1 ΠΚ, κατά τα εκτιθέμενα ση μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προβάλλεται αντένσταση κατ’ άρθρο 367 § 2 ΠΚ από την ενάγουσα. Επίσης, αναφορικά με την κατ’ άρθρο 300 ΑΚ ένσταση πρέπει να διευκρινιστεί ότι σε αυτήν αξιολογείται και η επικαλούμενη από τον εναγόμενο περίσταση της προσβολής της ενάγουσας από δικαιολογημένη αγανάκτηση, η οποία από άποψη ποινικού δικαίου προβλέπεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 § 3 και 308 § 3 ΠΚ. Μετά ταύτα οι παραπάνω ενστάσεις που κρίθηκαν νόμιμες πρέπει να εξεταστούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Κατά το άρθρο 444 § 1 αριθ. 3 ΚΠολΔ ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, συνεπώς και οι μαγνητοταινίες, αφού αποτελούν την κύρια μορφή της φωνοληψίας. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου μηχανική απεικόνιση, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Κατά τη θεμελιώδη, όμως, διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντάγματος “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας”. Στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα και μάλιστα “πρωταρχικά”, αξία του ανθρώπου περιλαμβάνεται και η ελευθερία της επικοινωνίας, αφού μέσω και αυτής εκφράζεται και πραγματώνεται η αξία του ανθρώπου. Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, που ορίζει ότι “η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη”, καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι “το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων”. Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει – υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα – στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν. Εξ άλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου) η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του ΠΚ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 981/2009 ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007 ΝοΒ 2007. 2390). Κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 4 «Στοιχεία επικοινωνίας» του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες – εγγυήσεις άρσης απορρήτου επικοινωνιών και διασφάλισή του», το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3115/2003, «1. Τα συγκεκριμένα στοιχεία επικοινωνίας, στα οποία είναι δυνατόν να αναφέρεται μία διάταξη άρσης του απορρήτου εξαρτώνται από το είδος της επικοινωνίας και εξειδικεύονται κατά περίπτωση ως εξής: … γ. Τηλεφωνική επικοινωνία: Επί συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι συνδρομητής ή χρήστης παρόχου υπηρεσιών σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είναι δυνατόν να ζητηθούν τα ακόλουθα συγκεκριμένα στοιχεία εισερχόμενων και απερχόμενων κλήσεων. αα. Καλών και καλούμενος αριθμός κλήσης και στις αναπάντητες κλήσεις. ββ. Καλών και καλούμενος συνδρομητής και πελάτης και στις αναπάντητες κλήσεις. γγ. Ώρα έναρξης και ώρα λήξης της επικοινωνίας. δδ. Γεωγραφικός εντοπισμός καλούντος και καλούμενου (στις κινητές επικοινωνίες) είτε ομιλούν, είτε πρόκειται για SMS, είτε είναι σε θέση stand by, είτε πραγματοποιούν αναπάντητη κλήση. εε. Περιεχόμενο επικοινωνίας (φωνή, εικόνα κ.λπ.). … ». Στην ένδικη περίπτωση αμφότεροι οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν πλήθος αποτυπώσεων μηνυμάτων SMS, είτε σε εκτυπωμένο κείμενο είτε σε φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου, χωρίς κανένας από αυτούς να επικαλείται και να προσκομίζει συγκεκριμένη εισαγγελική ή ανακριτική διάταξη ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου επιτρεπτικό μιας τέτοιας αποτύπωσης, δεδομένου ότι κατά το παραπάνω άρθρο του 4 του ΠΔ 47/2005 το κείμενο των μηνυμάτων αυτών, ως περιεχόμενο της εν λόγω μορφής τηλεφωνικής επικοινωνίας, εμπίπτει στα προστατευόμενα από το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας στοιχεία. Αυτή η χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις αποτύπωση (εξωτερίκευση) των κειμένων αυτών και αποδεικτική χρήση τους σε υπόθεση που δεν αφορά απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, όχι μόνο κατά το γράμμα των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την προαναφερόμενη ratio απαγόρευσης της αποδεικτικής αξιοποίησής τους, και ως εκ τούτου, καμία από τις προσκομιζόμενες αποτυπώσεις κειμένου SMS δεν μπορεί να συναξιολογηθεί αποδεικτικά, καθώς αυτές συνιστούν απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία σημειώνεται ότι καταλέγονται οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο φωτογραφίες χώρων και προσώπων (ΚΠολΔ 444 § 1 περ. γ΄), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα, όπως και ότι ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων λαμβάνονται υπόψη οι 444 και 445/8-3-2011 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, καθώς, μπορεί να μην προκύπτει κλήτευση του ήδη εναγομένου, αλλά δόθηκαν για τις ανάγκες άλλης δίκης, ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ των αυτών διαδίκων (βλ. σχ. ΑΠ 725/2006 ΕλλΔνη 2006. 1012, ΑΠ 722/2004 ΕλλΔνη 2006. 1012), μερικά από τα οποία (έγγραφα) μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να έχει παραλειφθεί κανένα από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη αφενός, κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη που προηγήθηκε, οι προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποτυπώσεις μηνυμάτων SMS, είτε σε εκτυπωμένο κείμενο είτε σε φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου, και αφετέρου τα έγγραφα που απαραδέκτως προσκομίζουν οι διάδικοι (η ενάγουσα μια εκτύπωση χάρτη Google και ο εναγόμενος την από 29-10-2014 βεβαίωση της Διευθύντριας του 10ου Δημοτικού Σχολείου Ευόσμου και την από 6-3-2014 βεβαίωση αποδοχών της ενάγουσας) με την αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (ΚΠολΔ 237 § 4), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, που απασχολείται ως βοηθός λογιστή, και ο εναγόμενος, που υπηρετεί ως τελωνειακός υπάλληλος στο Τελωνείο Δοϊράνης, τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά το θρησκευτικό τύπο στις 18-8-2001 στο Μόδι Θεσσαλονίκης, από τον οποίο απέκτησαν μία θυγατέρα, τη …, η οποία γεννήθηκε στις 28-1-2003. Η έγγαμη συμβίωσή τους κλονίστηκε στις 24-1-2009 και έπαυσαν να συμβιώνουν στις 19-2-2009, ενώ ήδη έχει απαγγελθεί η λύση του γάμου τους, λόγω υπερδιετούς συνεχούς διάστασης, με την 16045/18-5-2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών), που προσδιόρισε την έναρξη της διάστασης των διαδίκων στην προαναφερόμενη ημερομηνία, κατά της οποίας απόφασης δεν προκύπτει η άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου, ούτε κάτι τέτοιο ισχυρίζεται οποιοσδήποτε από τους διαδίκους. Την ημέρα εκείνη (19-2-2009) οι διάδικοι κατέληξαν στη σύνταξη δύο ιδιωτικών συμφωνητικών, ενός για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων και ενός για τη ρύθμιση των σχέσεών τους με την ανήλικη θυγατέρα τους, κάνοντας αμοιβαία αποδεκτό ότι ο ήδη εναγόμενος θα βαρυνόταν με την καταβολή στην ήδη ενάγουσα ποσού 300,00 ευρώ ως μηνιαίας διατροφής της ανήλικης θυγατέρας τους και ότι θα επικοινωνούσε μαζί της δύο εργάσιμες ημέρες την εβδομάδα (Τρίτη και Πέμπτη), δύο Σαββατοκύριακα το μήνα (πρώτο και τρίτο), κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα από μία εβδομάδα και συνολικά ένα μήνα κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, ρυθμίζοντας ειδικά και την επικοινωνία του για τις ημέρες των γενεθλίων και της ονομαστικής της εορτής. Οι μεταξύ τους διαπροσωπικές σχέσεις ήταν ιδιαίτερα τεταμένες από την κατά τα ανωτέρω έναρξη της διάστασής τους μέχρι και την έκδοση της 14098/23-5-2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ο ήδη εναγόμενος υποχρεώθηκε στην τήρηση του ασφαλιστικού μέτρου της μη προσέγγισης της ήδη ενάγουσας, όπως και της οικίας της και του χώρου εργασίας της, σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων (200) μέτρων, εκτός από τους χρόνους που είχαν ήδη καθοριστεί με την 9906/18-3-2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ως εναρκτήριοι και καταληκτικοί της επικοινωνίας με την ανήλικη θυγατέρα του, κατά τους οποίους του απαγορεύθηκε να απευθύνει το λόγο στην ήδη ενάγουσα, εκτός από τα απολύτως αναγκαία για την πραγματοποίηση της επικοινωνίας, όπως και να μην καλεί αυτήν στο τηλέφωνο της εργασίας της και να μην αποστέλλει στον ίδιο χώρο τηλεομοιοτυπίες (fax) με απειλητικό και εξυβριστικό περιεχόμενο. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (2/2009 – 6/2011), μεταξύ των διαδίκων συνέβησαν τα ακόλουθα: I) Στις 29-6-2009 o εναγόμενος απέστειλε στο χώρο εργασίας της εναγόμενης στη ΒΙ.ΠΕ. Σίνδου Θεσσαλονίκης, στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… ΑΒΕΕ», τηλεομοιοτυπία με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ενημέρωση – … (:) Καλησπέρα, επειδή μου απαγόρευσες οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία ακόμη και για θέματα που αφορούν το παιδί μου καθώς και το τηλεφωνικό κέντρο να δέχεται οποιαδήποτε μήνυμα, σου ενημερώνω για το εξής: Έχω ενημερώσει το παιδί μου και ήταν σύμφωνο ότι η προγραμματισμένη για αύριο το απόγευμα επικοινωνία μου μαζί της δεν θα γίνει, ώστε να ετοιμάσω κάποια πράγματα. Θα περάσω στις 10 το πρωί στις 01/07/2009 να πάρω το παιδί μου». II) Στις 6-8-2009 ο εναγόμενος απέστειλε ομοίως στον εργασιακό χώρο της εναγόμενης, τηλεομοιοτυπία με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Καλησπέρα, επιλογή σου να διαλύσεις την οικογένειά μας, επιλογή σου να φτάσεις στην ανέχεια τη …, επιλογή σου να ακούσεις όσους ζήλευαν την ζωή μας κ πάνω απ’ όλα τους ‟φίλους σου”, επιλογή σου να επιλέξεις τον βούρκο. ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ Η ΜΙΚΡΗ ΟΤΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΤΗΣ ΛΕΩ ΝΑ ΣΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΙ Κ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ, ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣ ΤΟ ΠΑΙΔΙ κ ΕΜΕΝΑ, έχω ενημερώσει την Δικηγόρο μου. Υπ’ όψιν κ. ….». Η τηλεομοιοτυπία αυτή, όπως και η προηγούμενη, δεν παραλήφθηκε άμεσα από την ενάγουσα, αλλά δια συναδέλφων της. III) Στις 18-10-2009, κατά την τότε επιστροφή της ανήλικης θυγατέρας τους, μετά την επικοινωνία που είχε μαζί της ο εναγόμενος, υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ των διαδίκων για αντικείμενα που ο τελευταίος ήθελε να παραδώσει στην ενάγουσα, τέτοιας έντασης που εκείνος έκρινε σκόπιμο να εμφανιστεί ενώπιον του αρμόδιου Α.Τ. Ευόσμου και να διατυπώσει παράπονα σε βάρος της ενάγουσας, αιτιώμενος ότι αυτή αρνήθηκε να παραλάβει προσωπικά είδη της ανήλικης θυγατέρας τους, τα οποία ήθελε το τέκνο τους, και τον εξύβρισε ενώπιον του, στα οποία απάντησε η ενάγουσα προσερχόμενη ενώπιον της ίδιας αστυνομικής αρχής στις 2-11-2009 και δηλώνοντας ότι αρχικά αρνήθηκε την παραλαβή, αλλά στο τέλος παρέλαβε τα προσωπικά είδη της ανήλικης, γιατί ο ήδη εναγόμενος της είχε προηγουμένως ζητήσει να επιστρέψει ενδύματα που είχε αγοράσει για τη θυγατέρα τους και της είχε δώσει, ενώ αρνήθηκε ότι τον εξύβρισε (βλ. ιδίως αντίστοιχες καταγραφές από το βιβλίο αδικημάτων – συμβάντων του παραπάνω Α.Τ.). IV) Στις 27-10-2009, υπήρξε νέα αντιπαράθεση των διαδίκων, όταν η ενάγουσα ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι η ανήλικη θυγατέρα τους θα παρέμενε μαζί της στον προαναφερόμενο χώρο εργασίας της, επικαλούμενη ότι δεν μπορούσε να βρει κάποιο άτομο για να την προσέχει κατά την ημέρα εκείνη που δεν θα λειτουργούσε το σχολείο της, με τον εναγόμενο ομοίως να εμφανίζεται ενώπιον του Α.Τ. Ευόσμου και να διατυπώνει παράπονα, επικαλούμενος ότι η εκεί παραμονή του ανηλίκου εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία του και ότι υφίσταται απαγόρευση εισόδου ανηλίκων σε τέτοιες εγκαταστάσεις και ζήτησε να κληθεί η ενάγουσα για να γίνουν οι δέουσες συστάσεις, η δε ενάγουσα που κλήθηκε τηλεφωνικά, επιβεβαίωσε ότι το ανήλικο τέκνο τους ήταν μαζί της στο εργοστάσιο, διότι δεν υπήρχε διαθέσιμο πρόσωπο για την επίβλεψή της (βλ. ιδίως σχετική καταγραφή από το Β.Α.Σ. του ίδιου Α.Τ.). V) Αρχές του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2009, η ενάγουσα μετέβη εκ νέου στην εργασία της με την ανήλικη θυγατέρα τους και ο εναγόμενος που το πληροφορήθηκε, δεν περιορίστηκε να εκφράσει εκ νέου τις αντιρρήσεις του στην ενάγουσα, αλλά αναζήτησε και τους εργοδότες της για να συστήσει σε αυτούς να μην επιτρέπουν στην ενάγουσα να μεταβαίνει στο χώρο εργασίας της με το ανήλικο τέκνο τους, συνομιλώντας σχετικά, σε έντονο ύφος, με τη …, ιδιαίτερα γραμματέα του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της εργοδότριας εταιρίας της ενάγουσας, στις 22-12-2009, (βλ. ιδίως κατάθεση μάρτυρος ενάγουσας σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στην 444/8-3-2011 ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης). VI) Τέλη του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2010 και αρχές του μηνός Φεβρουαρίου του ίδιου έτους υπήρξε έντονη αντιπαράθεση των διαδίκων για την εκτέλεση όσων είχαν γίνει αμοιβαία αποδεκτά με το παραπάνω από 19-2-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, που κατέληξε με τον εναγόμενο να εμφανίζεται ενώπιον του Α.Τ. Ευόσμου στις 5-2-2010 και να εκφράζει παράπονα ότι η ενάγουσα δεν είχε επιτρέψει την επικοινωνία με την ανήλικη θυγατέρα του στις 28-1-2010 (γενέθλια ανήλικης), 30-1-2010, 31-1-2010 και 4-2-2010 (ημερομηνία κατά την οποία είχαν προγραμματίσει να επισκεφθούν από κοινού γιατρό για τη θυγατέρα τους), προσκομίζοντας σχετικά και το από 5-2-2010 έγγραφο του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για συστάσεις ειρηνικής επίλυσης της διαφοράς, και την ενάγουσα να προσέρχεται στο ανωτέρω Α.Τ. στις 12-2-2010 και να δηλώνει ότι στις 30 και 31/1/2010 δεν ήταν Σαββατοκύριακο επικοινωνίας του εναγόμενου με τη θυγατέρα τους, ενώ στις 28-1-2010 και στις 4-2-2010 η ανήλικη ήταν αδιάθετη (βλ. ιδίως σχετική καταγραφή στο Β.Α.Σ. του ίδιου Α.Τ.). VII) Στις 14-10-2010 και περί ώρα 17.00΄ ο εναγόμενος μετέβη στην οικία της ενάγουσας στην οδό … στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, καθώς ήταν ημέρα επικοινωνίας με την ανήλικη θυγατέρα του. Η τελευταία κατέβηκε μόνη της στην είσοδο της οικοδομής και μπήκε στο αυτοκίνητο του εναγόμενου πατέρα της, που της είπε ότι την ημέρα εκείνη δεν μπορούσε να διαθέσει χρόνο για να επικοινωνήσει μαζί της και της ζήτησε να επιστρέψει στη μητέρα της. Η ανήλικη χτύπησε το κουδούνι της εξώθυρας, αλλά δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τη μητέρα της και έτσι παρέμεινε έξωθεν της οικίας, οπότε ο πατέρας της ζήτησε να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Λίγα λεπτά αργότερα η ενάγουσα αποχώρησε από την οικία της, επιβαίνοντας στο αυτοκίνητό της. Ο ενάγων την ακολούθησε με το αυτοκίνητό του και φτάνοντας στην οδό Βενιζέλου στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης επιχείρησε να ανακόψει την πορεία της, υποχρεώνοντας την σε στάση, επιταχύνοντας και αποκλείοντας την πορεία της με το δικό του αυτοκίνητο. Η εναγόμενη έκανε όπισθεν για να απεμπλακεί και στη συνέχεια κινήθηκε στην εκεί οδό Αγίου Κωνσταντίνου, όπου ο εναγόμενος την πρόφθασε εκ νέου και πρόλαβε και κατέβηκε από το αυτοκίνητό του και χτύπησε με το χέρι του το τζάμι στο παράθυρο της πόρτας του οδηγού του αυτοκινήτου της ενάγουσας για να το ανοίξει εκείνη. Η ενάγουσα μη γνωρίζοντας τις προθέσεις του εναγόμενου και αισθανόμενη απειλούμενη από αυτόν, δεν του μίλησε, ούτε άνοιξε το παράθυρο, και απομακρύνθηκε, με τον εναγόμενο να βαίνει όπισθεν αυτής με το αυτοκίνητό του στην οδό 25ης Μαρτίου στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, μέχρις ότου η ενάγουσα έφθασε οδηγώντας στο Αστυνομικό Τμήμα Ευόσμου με τον εναγόμενο να συνεχίζει να την ακολουθεί με το αυτοκίνητό του. Όταν εκεί αμφότεροι εξήλθαν των αυτοκινήτων τους, υπήρξε νέα αντιπαράθεσή τους, που κατέληξε με αμφότερους προσαγόμενους ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, κατόπιν των προφορικών μηνύσεων που κατέθεσε ο ένας κατά του άλλου, με τον εναγόμενο καταμηνυόμενο για ενδοοικογενειακή απειλή και την ενάγουσα για εξύβριση και ψευδή καταμήνυση. Για τα συμβάντα της εν λόγω ημέρας (14-10-2010), μπορεί ο εναγόμενος να αμφισβητεί ότι είχε πρόθεση απειλής της ενάγουσας, ωστόσο το γεγονός ότι ακολούθησε κατά τον ανωτέρω τρόπο με το αυτοκίνητό του εκείνο της ενάγουσας, πέραν των όσων κατέθεσε η μητέρα της ενάγουσας …, εξεταζόμενη ως μάρτυρας απόδειξης, ουσιαστικά το συνομολογεί και ο ίδιος ο εναγόμενος εμμέσως με τα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις του, και περισσότερο με την από 14-10-2010 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα στο Α.Τ. Ευόσμου, ενώ δεν κλονίζονται από όσα περί μη «καταδίωξης» υποστήριξε, εξ ακοής και περισσότερο ως εκτίμηση, και όχι από ιδία αντίληψη του περιστατικού, ο …, φίλος του εναγόμενου που εξετάστηκε από αυτόν ως μάρτυρας στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Αντίθετα, ιδίως ενόψει της προαναφερόμενης αδυναμίας χρήσης ως αποδεικτικών μέσων των προσκομιζόμενων είτε σε εκτυπωμένο κείμενο είτε σε φωτογραφίες (κλασικές ή ψηφιακές) οθόνης κινητού τηλεφώνου μηνυμάτων SMS μεταξύ των διαδίκων, δεν μπορεί να σχηματιστεί η αναγκαία δικανική πεποίθηση για όσα περιστατικά η ενάγουσα επικαλείται ως προσβλητικά της προσωπικότητάς της, εξ αφορμής ή δια τέτοιων μηνυμάτων (εμπεριεχόμενα στην ενότητα πραγματικών περιστατικών υπό στοιχείο Ζ΄ της αγωγής της). Επίσης, δεν αποδεικνύεται αν και τι ακριβώς συνέβη μεταξύ των διαδίκων και δη αν συνέτρεξε περίπτωση εξύβρισης ή απειλής της ενάγουσας από τον εναγόμενο στις 2-2-2010, στις 2-4-2010, στις 17-4-2010, στις 15-5-2010, στις 12-6-2010, στις 17-6-2010 και 21-10-2010, όπως αυτή επικαλείται, καθόσον όσα γενικά κατέθεσε η μητέρα της ……, εξεταζόμενη ως μάρτυρας από αυτή στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, μη εξειδικευόμενα από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο ως προς το ότι έστω σε κάποια από τις παραπάνω ημέρες η φραστική αντιπαράθεση της ενάγουσας με τον εναγόμενο υπερέβη από την πλευρά του τελευταίου το αναγκαίο μέτρο, δεν επαρκούν προς το σχηματισμό της αναγκαίας δικανικής πεποίθησης για αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω ειδικά επικαλούμενες στην αγωγή κρίσιμες ημερομηνίες (βλ. σχ. και την από 9-9-2010 βεβαίωση του Α.Τ. Ωραιοκάστρου στην περιοχή αρμοδιότητας του οποίου κατοικεί ο εναγόμενος ότι δεν έγινε καμία καταγγελία σε βάρος του, μεταξύ άλλων ημερομηνιών, στις 2-4-2010, 17-4-2010, 15-5-2010 και 12-6-2010, όπως και την από 16-9-2010 υπηρεσιακή βεβαίωση του Α.Τ. Ευόσμου ότι δεν υπήρξε κλήση περιπολικού του για μετάβαση στην εκεί οικία της ενάγουσας, μεταξύ άλλων ημερομηνιών, στις 2-4-2010, 17-4-2010 και 15-5-2010), ενώ κατά το αυτό ως άνω σκεπτικό δεν κρίνεται αποδεδειγμένη συγκεκριμένη δια λόγου εξύβριση ή απειλή της ενάγουσας και στα περιστατικά υπό στοιχεία III – VII ανωτέρω. Ειδικότερα για το επικαλούμενο περιστατικό της 2-2-2010, το οποίο σημειώνεται ότι δεν υπερκαλύπτεται σε έκταση στο δικόγραφο της αγωγής από την περιγραφή οποιουδήποτε από τα παραπάνω έξι αιτιώμενα περιστατικά της 2/4, 17/4, 15/5, 12/6, 17/6 και 21/10/2010 για τα οποία δεν προέκυψε οτιδήποτε συγκεκριμένο, η ανωτέρω κρίση (μη απόδειξης) υποστηρίζεται από το γεγονός ότι, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα μετέβη στο αρμόδιο Α.Τ. Ευόσμου στις 12-2-2010 για εξηγήσεις στα από 5-2-2010 παράπονα του εναγόμενου και αναφέρθηκε στο χρονικό διάστημα από 28-1-2010 έως 4-2-2010, ουδέν διέλαβε για την επικαλούμενη εξύβρισή της στις 2-2-2010 (βλ. σχετικό αντίγραφο Β.Α.Σ. του ανωτέρω Α.Τ.), όπως ήταν το αναμενόμενο να πράξει αν πράγματι είχε εξυβριστεί από τον εναγόμενο προ δεκαημέρου, συνεκτιμωμένου προς τούτο και ότι η προσφυγή της στις αστυνομικές αρχές δεν ήταν άγνωστος τρόπος αντίδρασής της στη συμπεριφορά του (σχετ. η από 24-1-2009 έκθεση ένορκης εξέτασής της με δήλωση επιθυμίας ποινικής του δίωξης, η από 3-6-2009 εμφάνισή της για παράπονα, η από 14-10-2010 έκθεση προφορικής μήνυσής της). Επίσης, μπορεί ο θείος της ενάγουσας … να αναφέρεται στο επικαλούμενο περιστατικό της 17-6-2010 στην 445/8-3-2011 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Θεσσαλονίκης, πλην όμως, από το αποδεικτικό αυτό μέσο, συναξιολογούμενο με τα λοιπά, δεν μπορεί να συναχθεί εξύβριση της ενάγουσας από τον εναγόμενο κατά την ημέρα εκείνη, καθόσον ακόμα και ο προαναφερόμενος θείος της αναλώνεται στην περιγραφή μιας τότε αντιπαράθεσης των διαδίκων για την ανήλικη θυγατέρα τους, χωρίς την οποιαδήποτε εξειδίκευση του καταγραφόμενου στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση «φωνάζοντας και βρίζοντας» από τον εναγόμενο προς την ενάγουσα και χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά στη στάση της ίδιας της ενάγουσας απέναντι σε εκείνον, αν δηλαδή αυτή είχε ενεργήσει κατά τρόπο που ενδεχομένως να προκάλεσε αντίδραση του εναγόμενου, η εκτίμηση της οποίας είναι αναγκαία για την ορθή αξιολόγηση της συμπεριφοράς του εναγόμενου. Σύμφωνα με τα παραπάνω δεκτά γενόμενα, από τα περιστατικά που εκτέθηκαν υπό στοιχεία Ι – VII ανωτέρω, για τα υπό στοιχεία Ι, ΙΙΙ, IV, V και VI δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου. Ειδικότερα: α) Στο υπό στοιχείο Ι μπορεί να εμπεριέχεται μια «ενόχληση» της ενάγουσας στο χώρο εργασίας της, αλλά από το ίδιο το περιεχόμενό του δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι πρόκειται για το μέσο που ο εναγόμενος έκρινε ως το μοναδικό διαθέσιμο προκειμένου να ρυθμίσει την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του. Ως εκ τούτου, το άδικο από την όποια αρνητική επενέργεια στην προσωπικότητα της ενάγουσας προκάλεσε η παραλαβή της ανωτέρω τηλεομοιοτυπίας στο χώρο εργασίας της αίρεται επειδή πρόκειται για μια εκδήλωση κατ’ ενάσκηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του εναγόμενου. Β) Για το υπό στοιχείο ΙΙΙ ανωτέρω περιστατικό, καθώς δεν προκύπτει καμία συγκεκριμένη λεκτική υπερβολή, είτε με τη μορφή εξύβρισης, είτε με τη μορφή απειλής, του εναγόμενου προς την ενάγουσα, μόνο το γεγονός της σε δημόσιο χώρο έντονης αντιπαράθεσής τους και δη για θέμα συνδεόμενο με την επικοινωνία – επιμέλεια της ανήλικης, δεν αρκεί για την κατάφαση της τότε επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας. Γ) Για τα προαναφερόμενα υπό στοιχεία IV και V περιστατικά, από την ίδια την περιγραφή τους, είναι προφανής η συνάρτησή τους με το ενδιαφέρον του εναγόμενου η ανήλικη θυγατέρα του να μην παραμένει σε ένα περιβάλλον που αυτός θεωρούσε ως δυνητική πηγή κινδύνων για εκείνη, όπως το ευρύτερο εργασιακό περιβάλλον της ενάγουσας. Έπεται ότι, ομοίως, κατά τα εκτιθέμενα υπό το στοιχείο Α΄ ανωτέρω, οι εκδηλώσεις αυτές δικαιολογούνται ακριβώς από το γονεϊκό ενδιαφέρον του. Ειδικότερα, αναφορικά με την περίπτωση V ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδεχόμενο να μη μίλησε ευπρεπώς στη … κατά την τότε μεταξύ τους συνομιλία της, δεν συνιστά παράλληλα και αδικοπραξία προς την ενάγουσα. Δ) Επίσης, ούτε για το υπό στοιχείο VΙ ανωτέρω περιστατικό, δεν προκύπτει καμία συγκεκριμένη λεκτική υπερβολή, όχι με τη μορφή απειλής, αλλά ούτε με τη μορφή εξύβρισης, του εναγόμενου προς την ενάγουσα, και, όπως προαναφέρθηκε, μόνο το γεγονός μιας αντιπαράθεσής τους, δεν αρκεί για την κατάφαση της επικαλούμενης προσβολής της ενάγουσας, πολύ περισσότερο που και αυτή η αντιπαράθεση συνδέεται άμεσα με ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενάγοντος με την ανήλικη θυγατέρα του, ήτοι πρόκειται για εκδηλώσεις του κατ’ ενάσκηση του παραπάνω δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του. Αντίθετα, προσβλητικά της προσωπικότητας της ενάγουσας είναι τα περιστατικά υπό στοιχεία ΙΙ και VII ανωτέρω. Ειδικότερα, στην τηλεομοιοτυπία της 6-8-2009 (την αποστολή της οποίας δεν αμφισβητεί ο εναγόμενος), μπορεί στο δεύτερο μέρος της να γίνεται κάποια αναφορά σε ζήτημα σχετικό με την επικοινωνία του εναγόμενου με την ανήλικη θυγατέρα του, ωστόσο, το πρώτο μέρος της, που έχει πλήρη νοηματική αυτοτέλεια από το δεύτερο, ανάγεται αποκλειστικά στις σχέσεις των διαδίκων και οι εμπεριεχόμενες σε αυτό κρίσεις («… επιλογή σου να διαλύσεις την οικογένειά μας, επιλογή σου να φτάσεις στην ανέχεια τη Θεανώ, επιλογή σου να ακούσεις όσους ζήλευαν την ζωή μας κ πάνω απ’ όλα τους ‟φίλους σου”, επιλογή σου να επιλέξεις τον βούρκο») είναι απαξιωτικές για εκείνη. Θεμελιώνεται έτσι εξύβριση της ενάγουσας, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε ως εκδήλωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του εναγόμενου αναγόμενου στο γονεϊκό δικαίωμα επικοινωνίας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, πλήρως διακρίνεται νοηματικά, από το λοιπό του κειμένου, αλλά ούτε και ως απόρροια οποιασδήποτε μορφής προηγούμενης συνυπαιτιότητας της ενάγουσας, αφού καμία τέτοια προηγούμενη ενέργειά της δεν αποδεικνύεται σε εύλογη χρονική συνάφεια με το επίδικο αυτό περιστατικό. Περαιτέρω, για τα συμβάντα της 14-10-2010, μπορεί ο εναγόμενος να αμφισβητεί ότι είχε πρόθεση απειλής της ενάγουσας, ωστόσο το γεγονός ότι ακολούθησε με το αυτοκίνητό του εκείνο της ενάγουσας εντός αστικής περιοχής σε δημόσιες οδούς και επί ικανό χρονικό διάστημα υπό συνθήκες αντιληπτές από τρίτους (απογευματινή ώρα της ημέρας εκείνης), παρεμποδίζοντας μάλιστα ενίοτε και την κυκλοφορία του, συνιστά μορφή εξύβρισης αυτής (βλ. σχ. ΣυμβΕφΑθ 1259/1998 ΠοινΧρον 1998. 518, Δ. Σπινέλλης, Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος – Εγκλήματα κατά της τιμής, εκδ. 2010, σ. 79, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΠΚ, εκδ. 2009, 361 αρ. 11 – 12), με τον εναγόμενο να εκδηλώνει κατά τον ανωτέρω τρόπο καταφρόνηση της ενάγουσας ως ελευθέρως κινούμενου προσώπου, ενεργώντας κατά τρόπο εξωτερικά αντιληπτό σαν επρόκειτο για αστυνομικό εντός συμβατικού αυτοκινήτου που ακολουθεί το προπορευόμενο ενός κακοποιού (σημειώνεται ότι μπορεί η ενάγουσα να μη χαρακτηρίζει τα επιμέρους αυτά περιστατικά ως εξύβριση, αλλά να δίνει έμφαση σε αυτά ως απειλή, ωστόσο με την προαναφερόμενη κρίση γίνεται η δέουσα νομική αξιολόγηση των ανωτέρω περιστάσεων που ήταν και αγωγικά επικαλούμενες ως συνιστώσες ενός προσβλητικού της προσωπικότητας της ενάγουσας περιστατικού). Ο εναγόμενος επιχειρεί να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του αυτή επικαλούμενος ότι ήθελε να ομιλήσει στην ενάγουσα σχετικά με τη θυγατέρα τους, αλλά ως προς την ανωτέρω πράξη ο ισχυρισμός του αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι αν η πρόθεσή του ήταν αποκλειστικά πραγματικά αυτή και όχι να «καταδιώξει» κατά τα ανωτέρω την ενάγουσα, θα αρκούταν σε μία προσέγγιση του αυτοκινήτου της και δεν θα ακολουθούσε αυτό μέχρι το αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Επίσης, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκλήθηκε από την ενάγουσα, καθώς το να μην ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου της και να μη συνομιλήσει μαζί του στη «μέση» του δρόμου, παρίστανται εύλογες αντιδράσεις από τη δική της πλευρά ενόψει των μέχρι τότε αντιπαραθέσεών τους. Συνακόλουθα, ως προς τα δύο προαναφερόμενα περιστατικά, της 6-8-2009 και της 14-10-2010, αποδεικνύονται ουσιαστικά αβάσιμες οι κατ’ άρθρα 367 § 1 ΠΚ και 300 ΑΚ ενστάσεις του εναγόμενου. Ενόψει δε των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκαν οι δύο αυτές αδικοπρακτικές προσβολές της προσωπικότητας της ενάγουσας, του τρόπου και της έκτασης των προσβολών αυτών, της έντασης του δόλου του εναγομένου, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, της στενοχώριας και θλίψης που η ενάγουσα δοκίμασε εξ αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει βάσιμη αξίωση κατά του εναγομένου για χρηματική ικανοποίηση συνολικού ποσού 2.000,00 ευρώ για αμφότερες, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από τις παραπάνω πράξεις του εναγόμενου, χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζεται το ποσό των 44,00 ευρώ για το οποίο αυτή έχει επιφυλαχθεί για άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων. Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, αφού απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κατ’ άρθρο 300 ΑΚ ένσταση που πρότεινε ο εναγόμενος, αλλά γίνει δεκτή εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη η κατ’ άρθρο 367 § 1 ΠΚ ένσταση που ο ίδιος πρότεινε, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η σχετική διάταξη δεν κηρύσσεται προσωρινά εκτελεστή, έστω εν μέρει, επειδή δεν αποδεικνύεται η συνδρομή προς τούτο κάποιου εξαιρετικού λόγου κατ’ άρθρο 908 ΚΠολΔ, και μόνη η τέλεση αδικοπραξίας δεν συνιστά άνευ ετέρου λόγο περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Επίσης, ενόψει του άνω επιδικαζόμενου ποσού, δεν δύναται να διαταχθεί προσωπική κράτηση του εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας μετά την τελεσιδικία της, αφού το ποσό αυτό υπολείπεται του ήδη ισχύοντος και εφαρμοζόμενου ακόμα και σε επιδικία υποθέσεις ελάχιστου νομίμου ορίου των 30.000,00 ευρώ (βλ. διάταξη του άρθρου 1047 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011, και σε συνδυασμό με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 § 12 του ίδιου νόμου). Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 § 2 ΚΠολΔ, λόγω της μερικής νίκης και ήττας, ο εναγόμενος, πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή ανάλογου μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που υπέβαλε σχετικό παρεπόμενο αίτημα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο να πληρώσει στην ενάγουσα μέρος από τα δικαστικά της έξοδα, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 2 Μαρτίου 2015 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιες Δικηγόροι τους, στις 4 Μαρτίου 2015.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ