Διατηρεί τα «σκήπτρα» της παγκόσμιας ναυτιλίας η Ελλάδα, καθώς με βάση την τελευταία ετήσια έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας εμπορίου των Ηνωμένων Εθνών, της UNCTAD, το μερίδιο του ελληνόκτητου στόλου ανέρχεται σε 16,36%, έναντι 16,1% πριν από ένα χρόνο και 15,5% το 2014.
Πρόκειται για κατάταξη με βάση το ποσοστό που ελέγχει η κάθε χώρα επί της συνολικής χωρητικότητας του παγκόσμιου στόλου, ενώ τα στοιχεία που παρουσίασε χθες η UNCTAD αφορούσε την περίοδο μέχρι τις αρχές του 2016. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, οι Ελληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν συνολικά 4.136 πλοία, έναντι 4.017 πλοίων το 2015, μια αύξηση κατά 119 πλοία. Από τα εν λόγω πλοία, όμως, μόλις τα 728 έχουν υψώσει την ελληνική σημαία, ενώ πέρυσι ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 796 πλοία. Το μέγεθος του ελληνόκτητου στόλου με βάση τη χωρητικότητα ανέρχεται πλέον σε 293 εκατ. τόνους dwt (περιλαμβάνονται πλοία 1.000 τόνων και πάνω), έναντι 279,4 εκατ. τόνων πέρυσι. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της UNCTAD, σχεδόν το 78% του στόλου (με βάση τη χωρητικότητα) είναι εγγεγραμμένο σε ξένα νηολόγια.
Στην ελληνική σημαία είναι νηολογημένα πλοία χωρητικότητας «μόλις» 64,7 εκατ. τόνων, από 70 εκατ. τόνους πέρυσι. Συνολικά, υπολογίζοντας και τα μικρότερα πλοία (από 100 τόνους και άνω), την ελληνική σημαία φέρουν 1.386 πλοία, ενώ με βάση τη χωρητικότητα, το μερίδιο του ελληνικού νηολογίου δεν ξεπερνά το 4,07% σε παγκόσμια βάση. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η ελληνική σημαία έχει απολέσει το 2,49% της χωρητικότητάς της, ενώ κατατάσσεται στην 9η θέση διεθνώς.
Μετά την Ελλάδα, στη δεύτερη θέση με βάση τη χωρητικότητα του στόλου της κατατάσσεται και πάλι η Ιαπωνία με μερίδιο της τάξεως του 12,78% (από 13,3% πέρυσι), αριθμώντας συνολικά 3.969 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 229 εκατ. τόνους dwt. Ακολουθεί η Κίνα, η οποία παρότι διαθέτει τα περισσότερα πλοία παγκοσμίως με 4.960, εντούτοις, το μερίδιό της με βάση τη χωρητικότητα δεν ξεπερνά το 8,87%, από 9,1% πέρυσι. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Γερμανία με μερίδιο της τάξεως του 6,65%, επίσης μειωμένο από το 7,04% του προηγούμενου έτους, ενώ η πρώτη πεντάδα συμπληρώνεται από τη Σιγκαπούρη, της οποίας το μερίδιο διαμορφώνεται σε 5,32%, ενισχυμένο σημαντικά από το 4,84% που είχε καταγραφεί πέρυσι.
Πρόκειται για κατάταξη με βάση το ποσοστό που ελέγχει η κάθε χώρα επί της συνολικής χωρητικότητας του παγκόσμιου στόλου, ενώ τα στοιχεία που παρουσίασε χθες η UNCTAD αφορούσε την περίοδο μέχρι τις αρχές του 2016. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, οι Ελληνες πλοιοκτήτες ελέγχουν συνολικά 4.136 πλοία, έναντι 4.017 πλοίων το 2015, μια αύξηση κατά 119 πλοία. Από τα εν λόγω πλοία, όμως, μόλις τα 728 έχουν υψώσει την ελληνική σημαία, ενώ πέρυσι ο αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 796 πλοία. Το μέγεθος του ελληνόκτητου στόλου με βάση τη χωρητικότητα ανέρχεται πλέον σε 293 εκατ. τόνους dwt (περιλαμβάνονται πλοία 1.000 τόνων και πάνω), έναντι 279,4 εκατ. τόνων πέρυσι. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της UNCTAD, σχεδόν το 78% του στόλου (με βάση τη χωρητικότητα) είναι εγγεγραμμένο σε ξένα νηολόγια.
Στην ελληνική σημαία είναι νηολογημένα πλοία χωρητικότητας «μόλις» 64,7 εκατ. τόνων, από 70 εκατ. τόνους πέρυσι. Συνολικά, υπολογίζοντας και τα μικρότερα πλοία (από 100 τόνους και άνω), την ελληνική σημαία φέρουν 1.386 πλοία, ενώ με βάση τη χωρητικότητα, το μερίδιο του ελληνικού νηολογίου δεν ξεπερνά το 4,07% σε παγκόσμια βάση. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η ελληνική σημαία έχει απολέσει το 2,49% της χωρητικότητάς της, ενώ κατατάσσεται στην 9η θέση διεθνώς.
Μετά την Ελλάδα, στη δεύτερη θέση με βάση τη χωρητικότητα του στόλου της κατατάσσεται και πάλι η Ιαπωνία με μερίδιο της τάξεως του 12,78% (από 13,3% πέρυσι), αριθμώντας συνολικά 3.969 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 229 εκατ. τόνους dwt. Ακολουθεί η Κίνα, η οποία παρότι διαθέτει τα περισσότερα πλοία παγκοσμίως με 4.960, εντούτοις, το μερίδιό της με βάση τη χωρητικότητα δεν ξεπερνά το 8,87%, από 9,1% πέρυσι. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Γερμανία με μερίδιο της τάξεως του 6,65%, επίσης μειωμένο από το 7,04% του προηγούμενου έτους, ενώ η πρώτη πεντάδα συμπληρώνεται από τη Σιγκαπούρη, της οποίας το μερίδιο διαμορφώνεται σε 5,32%, ενισχυμένο σημαντικά από το 4,84% που είχε καταγραφεί πέρυσι.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ