Τριάντα εργαζόμενοι στην ανώνυμη εταιρεία Σταθερές Συγκοινωνίες Ανώνυμη Εταιρία (ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε) έχασαν τη μάχη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Το Δικαστήριο έκανε προ ημερών δεκτή την
αίτηση αναστολής της ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε κατά προσωρινά εκτελεστής απόφασης αναφορικά με την επιδίκαση μειωμένων αποδοχών τους σύμφωνα με τον νόμο 4093/2012.
Το Δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση αναστολής εκτέλεσης πιθανολογώντας ότι η έφεση της ανώνυμης εταιρείας θα ευδοκιμήσει τουλάχιστον ως προς έναν εκ των νομικών λόγων που επικαλείται! Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τα σημειώματά τους.
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, τελικά, με την υπ’ αριθμόν 763/2016 απόφαση του έκρινε πως «κατά τη διάταξη του άρθρου 912 παρ. 1 ΚΠολΔ αν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή έφεση κατά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, σύμφωνα με το άρθρο 908 ή 910, μπορεί έως τη συζήτηση στο ακροατήριο της ανακοπής ή της έφεσης, να διαταχθεί, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε, να ανασταλεί ολικά ή εν μέρει η εκτέλεση, ώσπου να εκδοθεί η οριστική απόφαση με τον όρο να δοθεί εγγύηση, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής ή της έφεσης. Από τη διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την αναστολή εκτέλεσης απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, σύμφωνα με το άρθρο 908 ή 910 του ΚΠολΔ, είναι αφενός η εμπρόθεσμη άσκηση τακτικού ένδικου μέσου και αφετέρου η πιθανολόγηση ευδοκίμησης αυτού. (ΜΠρΑθ 3782/83 Δ 15, 58-ΜΠρΑθ 17897/81 Δ 13, 208-ΕιρΑθ 1058/89 Δ 21, 72)».
Η ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε. ζητούσε να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί αγωγής που άσκησαν οι εργαζόμενοι, η οποία έγινε δεκτή και την υποχρέωσε να τους καταβάλει τα ποσά για μισθούς και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, για το ποσό των 2.000 ευρώ στον καθένα.
Το Ειρηνοδικείο τονίζει πως: «Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τους ισχυρισμούς και ομολογίες τους, που περιλαμβάνονται στα σημειώματά τους και απ’ όλη γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκε η βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου της εφέσεως: Συγκεκριμένα πιθανολογήθηκε ότι θα ευδοκιμήσει ο δεύτερος λόγος έφεσης, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε εσφαλμένα ότι οι εκ νέου από 1-1-2013 περικοπές των αποδοχών των καθ΄ ων εργαζομένων έγιναν κατά παράβαση του Νόμου διότι η αιτούσα προέβη σε εκ νέου ρύθμιση 25%, χωρίς να υπολογίσει το 25% που είχε ήδη περικοπεί την 1-1-2011, καθόσον οι επίμαχες περικοπές προβλέφθηκαν νομοθετικά, δυνάμει του άρθρου 29 παρ 2 του Ν. 4024/2011 και της παρ. 2 Υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ του Ν. 4093/2012, καθόσον συνέτρεξαν έκτακτοι και σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επέβαλαν την ανάγκη λήψεως νομοθετικών μέτρων με αντικείμενο μεταξύ άλλων την περικοπή αποδοχών εργαζομένων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους στο πλαίσιο μέτρων αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, οι οποίοι λόγοι δεν έχουν αναιρεθεί μέχρι σήμερα και επέβαλαν περαιτέρω περικοπές στις αποδοχές των άνω εργαζομένων και διά των προαναφερθεισών διατάξεων από 1-1-13 υπό την πρόσθετη επισήμανση ότι για τις επίδικες περικοπές από 1-1-13 εκ μέρους της αιτούσας πέραν των οριζομένων στις διατάξεις του ν. 4093/2012, δεν ήταν αναγκαία η έκδοση εφαρμοστικών υπουργικών αποφάσεων. Επομένως οι επίμαχες περικοπές είναι νόμιμες, δεν προσβάλλουν την συνδικαλιστική ελευθερία και την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ούτε τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας, ούτε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνάδουν με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, λόγω εξυπηρέτησης του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (βλ. προσαγ. ΜΠΑ 724/2015, ΕιρΑθ 696/2015)».
Η Άποψη