Σε ποινή φυλάκισης 2 ετών με 3ετή αναστολή καταδικάστηκε χθες από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου μια κάτοικος της Ρόδου, κατηγορούμενη για απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας.
Στην υπόθεση είχαν εμπλακεί ως κατηγορούμενοι αρχικώς ακόμη δύο κάτοικοι της Ρόδου, συγγενείς της, αλλά και δύο δικηγόροι (για απλή συνέργεια). Η υπόθεση κινήθηκε κατόπιν της από 14 Δεκεμβρίου 2009 εγκλήσεως δύο κατοίκων της Ρόδου.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Δυνάμει πληρεξουσίου συμβολαιογράφου ο πατέρας της κατηγορούμενης της χορήγησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να πωλήσει, μεταβιβάσει, παραχωρήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή με οποιοδήποτε τίμημα και όρους ένα διαμέρισμα του Α’ ορόφου στην πόλη της Ρόδου.
Πέραν των λοιπών όρων, στο ως άνω πληρεξούσιο αναφερόταν και ο εξής όρος «Να εξαλείψει το υπάρχον βάρος, υπογράφοντας οποιοδήποτε έγγραφο». Στις 26 Ιανουαρίου 2009 και βάσει του προαναφερόμενου πληρεξουσίου, η κατηγορούμενη προέβη σε πώληση του ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των εγκαλούντων, για την οποία συντάχθηκε συμβόλαιο αγοραπωλησίας συμβολαιογράφου, με τίμημα αναγραφόμενο το ποσό των 90.000 ευρώ.
Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφερόταν στο 4° φύλλο αυτού, μεταξύ άλλων, ότι «δήλωσε ακόμη η αφενός συμβαλλόμενη υπό την εκτεθείσα ιδιότητά της, ότι υπόσχεται και εγγυάται το πωλούμενο ακίνητο του εντολέως της πωλητού ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, κατάσχεση συντηρητική ή αναγκαστική… από φόρους και τέλη δημόσια και δημοτικά παντός είδους και γενικά ελεύθερο από κάθε νομικό ελάττωμα και κάθε δικαστική ή εξώδικη φιλονικία, αμφισβήτηση και διένεξη». Αφού η πώληση του ακινήτου είχε ολοκληρωθεί το Σεπτέμβριο του 2009, ο πατέρας της φέρεται να ενημέρωσε τους εγκαλούντες ότι το ακίνητο βαρύνονταν με προσημείωση υποθήκης υπέρ της Alpha Bank, για το ποσό των 78.000 ευρώ.
Η εν λόγω δε προσημείωση δεν αφορούσε νέο δάνειο, που έλαβε ο πατέρας της, αλλά δάνειο της Γενικής Τράπεζας που ελήφθη τον Φεβρουάριο του 2005 με σχετική προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας, στην οποία είχε μεταφερθεί το 2003 στεγαστικό δάνειο της Εθνικής Τράπεζας, που είχε ληφθεί το 1997.
Την ύπαρξη δε του δανείου και της προσημείωσης, φέρεται να τα γνώριζε η κατηγορούμενη καθόσον, πέρα από την ενημέρωση από τον πατέρα της, στο προαναφερόμενο πληρεξούσιο αναφέρονταν η ύπαρξη του βάρους και η εντολή προς αυτήν για την εξάλειψή του.
Η κατηγορούμενη, προκειμένου να πωλήσει στους εγκαλούντες το προαναφερόμενο διαμέρισμα, φέρεται να απέκρυψε απ’ αυτούς την ύπαρξη του δανείου και της προσημείωσης υποθήκης υπέρ της τράπεζας και να παρέστησε σ’ αυτούς εν γνώσει της ψευδώς ότι το πωλούμενο διαμέρισμα είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, πείθοντάς τους έτσι να προβούν στην αγορά του ακινήτου, στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαιναν. Περαιτέρω, η εν λόγω προσημείωση υποθήκης δεν εντοπίστηκε από τους διενεργούντες τον κτηματολογικό έλεγχο δικηγόρους των συμβαλλομένων και παραστάσαντες κατά την υπογραφή του συμβολαίου και δη από το δικηγόρο των εγκαλούντων και το δικηγόρο του πωλητή.
Ο δε πατέρας της πέρα από τη χορήγηση του πληρεξουσίου δεν είχε άλλη ανάμιξη στην αγοραπωλησία, ήταν μάλιστα αυτός που ενημέρωσε τους εγκαλούντες για την ύπαρξη της προσημείωσης υποθήκης, ενώ και ο σύζυγός της, δεν είχε καμία σχέση με την αγοραπωλησία του ακινήτου.
Ως συνήγορος υπεράσπισής της παρέστη ο δικηγόρος κ. Στέλιος Αλεξανδρής και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Φώτης Κωστόπουλος.
Πηγή:www.dimokratiki.gr
Στην υπόθεση είχαν εμπλακεί ως κατηγορούμενοι αρχικώς ακόμη δύο κάτοικοι της Ρόδου, συγγενείς της, αλλά και δύο δικηγόροι (για απλή συνέργεια). Η υπόθεση κινήθηκε κατόπιν της από 14 Δεκεμβρίου 2009 εγκλήσεως δύο κατοίκων της Ρόδου.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Δυνάμει πληρεξουσίου συμβολαιογράφου ο πατέρας της κατηγορούμενης της χορήγησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να πωλήσει, μεταβιβάσει, παραχωρήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή με οποιοδήποτε τίμημα και όρους ένα διαμέρισμα του Α’ ορόφου στην πόλη της Ρόδου.
Πέραν των λοιπών όρων, στο ως άνω πληρεξούσιο αναφερόταν και ο εξής όρος «Να εξαλείψει το υπάρχον βάρος, υπογράφοντας οποιοδήποτε έγγραφο». Στις 26 Ιανουαρίου 2009 και βάσει του προαναφερόμενου πληρεξουσίου, η κατηγορούμενη προέβη σε πώληση του ως άνω ακινήτου κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των εγκαλούντων, για την οποία συντάχθηκε συμβόλαιο αγοραπωλησίας συμβολαιογράφου, με τίμημα αναγραφόμενο το ποσό των 90.000 ευρώ.
Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφερόταν στο 4° φύλλο αυτού, μεταξύ άλλων, ότι «δήλωσε ακόμη η αφενός συμβαλλόμενη υπό την εκτεθείσα ιδιότητά της, ότι υπόσχεται και εγγυάται το πωλούμενο ακίνητο του εντολέως της πωλητού ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, κατάσχεση συντηρητική ή αναγκαστική… από φόρους και τέλη δημόσια και δημοτικά παντός είδους και γενικά ελεύθερο από κάθε νομικό ελάττωμα και κάθε δικαστική ή εξώδικη φιλονικία, αμφισβήτηση και διένεξη». Αφού η πώληση του ακινήτου είχε ολοκληρωθεί το Σεπτέμβριο του 2009, ο πατέρας της φέρεται να ενημέρωσε τους εγκαλούντες ότι το ακίνητο βαρύνονταν με προσημείωση υποθήκης υπέρ της Alpha Bank, για το ποσό των 78.000 ευρώ.
Η εν λόγω δε προσημείωση δεν αφορούσε νέο δάνειο, που έλαβε ο πατέρας της, αλλά δάνειο της Γενικής Τράπεζας που ελήφθη τον Φεβρουάριο του 2005 με σχετική προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας, στην οποία είχε μεταφερθεί το 2003 στεγαστικό δάνειο της Εθνικής Τράπεζας, που είχε ληφθεί το 1997.
Την ύπαρξη δε του δανείου και της προσημείωσης, φέρεται να τα γνώριζε η κατηγορούμενη καθόσον, πέρα από την ενημέρωση από τον πατέρα της, στο προαναφερόμενο πληρεξούσιο αναφέρονταν η ύπαρξη του βάρους και η εντολή προς αυτήν για την εξάλειψή του.
Η κατηγορούμενη, προκειμένου να πωλήσει στους εγκαλούντες το προαναφερόμενο διαμέρισμα, φέρεται να απέκρυψε απ’ αυτούς την ύπαρξη του δανείου και της προσημείωσης υποθήκης υπέρ της τράπεζας και να παρέστησε σ’ αυτούς εν γνώσει της ψευδώς ότι το πωλούμενο διαμέρισμα είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, χρέος, υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, πείθοντάς τους έτσι να προβούν στην αγορά του ακινήτου, στην οποία διαφορετικά δεν θα προέβαιναν. Περαιτέρω, η εν λόγω προσημείωση υποθήκης δεν εντοπίστηκε από τους διενεργούντες τον κτηματολογικό έλεγχο δικηγόρους των συμβαλλομένων και παραστάσαντες κατά την υπογραφή του συμβολαίου και δη από το δικηγόρο των εγκαλούντων και το δικηγόρο του πωλητή.
Ο δε πατέρας της πέρα από τη χορήγηση του πληρεξουσίου δεν είχε άλλη ανάμιξη στην αγοραπωλησία, ήταν μάλιστα αυτός που ενημέρωσε τους εγκαλούντες για την ύπαρξη της προσημείωσης υποθήκης, ενώ και ο σύζυγός της, δεν είχε καμία σχέση με την αγοραπωλησία του ακινήτου.
Ως συνήγορος υπεράσπισής της παρέστη ο δικηγόρος κ. Στέλιος Αλεξανδρής και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Φώτης Κωστόπουλος.
Πηγή:www.dimokratiki.gr