Περίπου το 80% της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της παραγωγής θα αναγκαστεί να δώσει η ΔΕΗ μέσω των δημοπρασιών ΝΟΜΕ ως το 2020, με βάση το μοντέλο που οι δανειστές ζητούν να εφαρμοστεί στο προσχέδιο του επικαιροποιημένου μνημονίου, το οποίο έχει παραδοθεί στην ελληνική πλευρά, στο πλαίσιο της τρέχουσας αξιολόγησης.
Η διαφωνία με το υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας προέκυψε από τον τρόπο ερμηνείας της σχετικής διάταξης για τα ΝΟΜΕ και το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού, όπως περιγράφονται στο 3ο μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς νόμους. Η πλευρά των δανειστών ζητά στο ετήσιο ποσοστό απελευθέρωσης της αγοράς, όπως προβλέπεται από τον νόμο να προστίθεται και το ποσοστό «ανοίγματος» της προηγούμενης χρονιάς, ενώ η ελληνική θεωρεί σαν αφετηρία το ποσοστό που προβλέπεται για κάθε χρόνο.
Αναλυτικότερα, ο νόμος προβλέπει ότι το 2016 το μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τον Αύγουστο του 2015 πρέπει να μειωθεί κατά 8% μέσω της δημοπράτησης της αναλογούσας ποσότητας λιγνιτικής και υδροηλεκτικής ενέργειας. Για το 2017 προβλέπει ότι πρέπει να δοθεί περαιτέρω 12%, πρόβλεψη που οι δανειστές ερμηνεύουν ως το 8% συν 12%, δηλαδή το 20% και η ελληνική πλευρά ως μόνον 12%. Κατά τον ίδιο τρόπο συνεχίζεται ο υπολογισμός για τα επόμενα έτη, το 2018 για το οποίο προβλέπεται περαιτέρω μείωση κατά 13% και για το 2019, έτος για το οποίο επίσης προβλέπεται η διάθεση ενός επιπλέον 13%.
Kαλά πληροφορημένες πηγές θεωρούν ότι αν υιοθετηθεί το μοντέλο που προτείνουν οι δανειστές η ΔΕΗ στο τέλος του 2019 θα πρέπει να δημοπρατεί περί τις 20 Twh λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας από τις περίπου 24 Twh που παράγει.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ