Κυριάκου Κόκκινου
Δικηγόρου-Ιδρυτή Κίνησης Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ-Αντιπροέδρου Συνδέσμου Ελλήνων Βατραχανθρώπων-Μέλους Κινήματος ΑΡΔΗΝ
Όταν εισήλθα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1983, στα μαθήματα ποινικού δικαίου άκουσα για πρώτη φορά για το σκοπό του νόμου και της ποινής, για την επιτέλεση μίας ειδικής λειτουργίας στα πλαίσια εξασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης κι ευημερίας, που ονομάζεται «ειδική και γενική πρόληψη», όπως περιέγραψε ο περίφημος Ιταλός ποινικολόγος Τσεζάρε Μπεκαρία στο έργο του «Περί εγκλημάτων και ποινών». Δηλαδή ότι η ποινή δεν αφορά την εκδίκηση του θύματος ή της κοινωνίας, κατά του δράστη, αλλά ότι σκοπός της είναι ο σωφρονισμός, αυτού που διέπραξε το αδίκημα κι ο παραδειγματισμός των άλλων.
Εργαζόμενος επί 26 έτη ως Δικηγόρος κι ερχόμενος σε καθημερινή σύγκρουση με το τέρας της Ελληνικής γραφειοκρατίας, των κακών αποφάσεων και στρεβλώσεων του πολιτικού και κοινωνικού μας συστήματος, διαπίστωσα με ένα τρόπο πασίδηλο και μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης, ότι η πορεία μας είναι στραβή και δεν φταίει ο «γιαλός» κι ότι οδηγούμαστε αναπόδραστα στον ηθικό ξεπεσμό, την πολιτική παρακμή και την κοινωνική αποσάθρωση. Ξεκινώντας με μία μεθοδικά διασπειρόμενη στην κοινωνία ανυποληψία των αξιών, που στηρίζουν το οικοδόμημα της Ελλάδας επί χιλιετίες, στο επίπεδο της παιδείας και των συνειδήσεων, οδηγούμαστε, αργά και σταθερά, στη μεταφορά της ανυποληψίας σε όλα τα επίπεδα συλλογικής οργάνωσης και θεσμικής δράσης εντός της Ελληνικής κοινωνίας.
Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της παρακμιακής πορείας είναι η πλήρης αποδυνάμωση και παραβίαση του ίδιου του Συντάγματος, από τους ίδιους τους θεσμικούς φορείς, που υφίστανται για τη διαφύλαξή του! Ένα σύνταγμα, το οποίο, αν και θεσπίστηκε με αιματηρούς κοινωνικούς εθνικούς αγώνες, ήδη από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822 ως το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στο «Βουλευτικό», στο «Εκτελεστικό» και στο «Δικαστικό», ως μέσου ελέγχου της εξουσίας εκάστου και δημοκρατικής αναφοράς και νομιμοποίησής τους, χρειάστηκαν λιγότερο από 200 χρόνια «ελεύθερου βίου» για το κουρέλιασμά του. Δεν εννοώ μόνο τον εξευτελισμό κάθε εννοίας δεσμευτικότητας κι αναγκαιότητάς του, που αναδείχθηκε τα τελευταία έτη, με αφορμή της δημοσιονομική κατάρρευση της Ελλάδας και την εφαρμογή, με ένα παντελώς παράνομο συνταγματικά τρόπο, των αποικιοκρατικών μνημονίων, αλλά ήδη και τη σε προγενέστερο χρόνο κουρελοποίησή του εκ των έσω.
Το διαπιστώνω δεκαετίες τώρα, καθώς η εκτελεστική εξουσία αυθαιρέτως άπλωσε τα πλοκάμια της εναλλάξ κομματοκρατούμενης διαπλοκής της, για να ελέγξει κατά τρόπο απόλυτο τη νομοθετική, το οποίο κι επέτυχε αναντίρρητα, αφού στη βουλή ψηφίζονται πάντα τα νομοθετήματα, που επιβάλει η κυβερνητική πλειοψηφία και μάλιστα με μία κακώς νοουμένη επιβολή κομματικής πειθαρχίας των υπάκουων πάντα βουλευτών. Το πέτυχε ωστόσο και αναφορικά με τη δικαστική εξουσία, όπου τούτο δεν ήταν ούτε λογικό, ούτε αναμενόμενο, ούτε αυτονόητο, ούτε κι εύκολο. Το πέτυχε εν μέρει εκλέγοντας την ηγεσία κι άρα την υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών στα ανώτατα κλιμάκια αυτής και στο βαθμό, που δεν της το επέτρεπε η συνείδηση των δικαστών ή ο κοινωνικός και δημοσιογραφικός έλεγχος «νομιμότητας», το πέτυχε με τη νομοθετική «δικτατορία» και την επιβολή ενίοτε άνομων νόμων, που ο έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας της επέτρεπε να εκλέγει, ως μέσο απόκρουσης κι αποδυνάμωσης δικαστικών πορισμάτων κι αποφάσεων.
Το έργο το είδαμε να παίζεται σε σειρά επεισοδίων, όπου από τη μία εκδίδονταν μη αρεστές στην κυβέρνηση δικαστικές αποφάσεις, για παράδειγμα προστασίας του περιβάλλοντος, σε υποθέσεις μεγάλων δημόσιων έργων ή νομιμοποίησης μεγάλης κλίμακας αυθαιρεσιών, που επιβαρύνουν δυσανάλογα το περιβάλλον, οι οποίες από κυβερνητικής πλευράς έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν με συνεχείς νομοθετικές προσαρμογές κι επεμβάσεις. Το είδαμε, ακόμη χειρότερα, οι ασχολούμενοι με το ποινικό δίκαιο, στο χώρο της απονομής ποινικής δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί έναν εξαιρετικά ευαίσθητο τομέα, όπου συντίθεται σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική ομόνοια κι ειρήνη. Η σύγκρουση των εξουσιών εκεί είχε άλλο χαρακτήρα, όπου μία απαίδευτη ή κοινωνικά ιδεοληπτική και με στρεβλές αντιλήψεις πολιτική ηγεσία θεώρησε ότι με αίτιο ή πρόσχημα την αντιμετώπιση των οικονομικών αδυναμιών της για την οργάνωση κι εγκαθίδρυση ενός ανθρώπινου κι ανεκτού σωφρονιστικού συστήματος, με σύγχρονα κι ανθρώπινα σωφρονιστικά καταστήματα, μπορούσε να παρέμβει νομοθετικά με παντελώς αντιεπιστημονικούς τρόπους, παρέχοντας ασπιρίνη αντί θεραπείας κι αλλοιώνοντας κι αδιαφορώντας για τις δικαστικές αποφάσεις και τον αντίκτυπο των κυβερνητικών – νομοθετικών επιλογών της στην ίδια την κοινωνία ή και την εθνική μας υπόσταση. Αυτό το έπραξε με δύο τρόπους, που και οι δύο οδήγησαν κι εγκαθίδρυσαν ένα καθεστώς ποινικής ανομίας, μία γενικευμένη αίσθηση ότι οι ποινές δεν έχουν καμμία δύναμη και λειτουργία πρόληψης και σωφρονισμού, είτε στο επίπεδο των δραστών είτε στο επίπεδο της κοινωνίας, που εσχάτως πλέον έχει λάβει το χαρακτήρα μίας επικίνδυνης πανδημίας ανασφάλειας των πολιτών κι ανάγκης λήψης μέτρων αυτοοργάνωσης σε επίπεδο πρόληψης και καταστολής.
Ο πρώτος τρόπος ήταν η θέσπιση κανόνων στο ποινικό δίκαιο για την αναστολή εκτέλεσης των ποινών (άρθρο 99 ΠΚ), που οδηγούν, στο επίπεδο πλημμεληματικών πράξεων, στη μη έκτιση της ποινής στο 99,99% των καταδικαστικών αποφάσεων και μάλιστα με έναν απόλυτα αυτοματοποιημένο τρόπο και παρά το γεγονός ότι ο νόμος διαθέτει ασφαλιστική δικλείδα, η οποία ουδέποτε ενεργοποιείται. Συγκεκριμένα το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι: «Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων».
Επειδή δε σπανίως τα δικαστήρια ασχολούνται με την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων, που να καθιστούν αναγκαία την έκτιση της ποινής, αρκούνται σε ένα τυποποιημένο αιτιολογικό ότι δεν ανέκυψαν τέτοια στοιχεία και μηχανικά στις ανωτέρω περιπτώσεις, που αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία των αδικημάτων, που ταλαιπωρούν την κοινωνία και μειώνουν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, αναστέλλουν την εκτέλεση των ποινών. Με τον τρόπο αυτό κανείς δεν έχει το φόβο ότι θα έχει κάποια κύρωση, αν υποπέσει σε κάποιο αδίκημα, ακόμη και με σημαντική κοινωνική απαξία κι η περιβόητη «πρόληψη» πάει περίπατο.
Αυτό δε δεν είναι άμοιρο κοινωνικών συνεπειών, διότι η ποινή κι ο τρόπος επιβολής της , όπως προείπαμε έχει κι ένα παιδευτικό χαρακτήρα, τον οποίο όμως ο ανωτέρω μηχανιστικός τρόπος επιβολής της τον έχει παντελώς απολέσει. Για παράδειγμα στην Ελλάδα θεωρώ – από προσωπική αντίληψη, εμπειρία και μελέτη – ότι οι πολίτες διαθέτουν μία εξαιρετικά υψηλή άνεση να καταθέτουν ψευδώς ενόρκως και να εξαπατούν τα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του αισθήματος ανομίας κι έλλειψης λειτουργίας των θεσμικών μέσων αποτροπής της αδικίας. Έχουν δε αυτήν την αίσθηση διότι ακόμη κι αν καταδικαστούν για τέτοια σοβαρά αδικήματα, μαντέψτε τι «κακό» θα υποστούν! Φυλάκιση με αναστολή … Θα ήταν αστείο, αν δεν είχε τόσο σοβαρές συνέπειες!
Ο δεύτερος τρόπος επιβολής της εκτελεστικής εξουσίας , μέσω του απόλυτου ελέγχου της στη νομοθετική, επί της δικαστικής κι η πλήρης ακύρωση του ρόλου και των δύο ως άνω διακριτών εξουσιών, είναι η θέσπιση τα τελευταία χρόνια και σχεδόν κάθε έτος κι ενός νόμου για την αποσυμφόρηση των φυλακών!!! Τι κάνουν αυτοί οι νόμοι; Παραγράφουν τις ποινές, που είχαν ήδη επιβληθεί από τα Δικαστήρια και δεν είχαν εκτιθεί ή ακόμη και τις άδικες πράξεις, που δεν έχουν δικαστεί αμετάκλητα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα ακόμη κι όσες ποινές δεν είχαν ανασταλεί ή εκτίονταν για οιονδήποτε λόγο, να παύουν αυτομάτως, μέσω πολιτειακής, κυβερνητικής κι εκτελεστικής παρέμβασης, που «εκτελεί» ωστόσο κάθε σωφρονιστική δυνατότητα στο ποινικό δίκαιο. Αίτιο και πρόσχημα η αποσυμφόρηση των φυλακών!
Το χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα επιβολής της εκτελεστικής εξουσίας επί της νομοθετικής και δικαστικής είναι ο πρόσφατος νόμος 4322/2015 (Παρασκευόπουλου), που σε μία κλιμακούμενη τάση αυθαίρετης ακύρωσης της διάκρισης των εξουσιών, έκανε το ίδιο με μία οριζόντια κι αδιάκριτη μεταχείριση ακόμη και εξαιρετικά σοβαρών κακουργημάτων!!! Στο άρθρο 12, που τιτλοφορείται «Έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης», προβλέπεται η απόλυση καταδικασμένων, εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι τρία έτη, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δέκατο αυτής, εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης της κάθειρξης, καθώς και εάν η ποινή φυλάκισης τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής , αν εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, αν έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής κι αν εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα ετών, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Οι διατάξεις εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα έως τις 28 Αυγούστου 2017!!!
Χωρίς καμμία άλλη προϋπόθεση δηλαδή, χωρίς κανέναν έλεγχο συμπεριφοράς, σωφρονισμού ή μη, με μία οριζόντια διάταξη γενικής εφαρμογής, σκληρότατοι εγκληματίες , που έχουν κριθεί ένοχοι από το μόνο αρμόδιο να κρίνει την ενοχή και να επιβάλει ποινή Δικαστήριο, σε μία ποινή για παράδειγμα δεκαπέντε ετών κάθειρξης, αφέθηκαν ελεύθεροι, αν είχαν εκτίσει τα πέντε, επειδή έτσι έκρινε η Κυβέρνηση κι όχι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που θα μπορούσε να απονείμει «χάρη»! Πλείστοι εξ αυτών, για να διαπράξουν εκ νέου, στυγερά εγκλήματα και να φτύσουν κατά πρόσωπο τον ψεύτικο κι ανόητο ανθρωπισμό και την ασύνετη κοινωνική πολιτική, που αρνείται να ελέγξει τις επιλογές της σε αναφορά με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, αρκούμενη στην εγωιστική εφαρμογή ακόμη και των πιο ακραίων κι επικίνδυνων ιδεοληψιών της. Δεν είναι δε μόνον η κοινωνική διάσταση, που θα πρέπει να μας προβληματίσει όλους, καθώς η κατάρρευση με τις ανωτέρω μεθοδεύσεις, του συστήματος σωφρονισμού, οδηγεί ολοένα και περισσότερο στην υποκατάσταση των θεσμών από μορφές αυτοοργάνωσης κι αυτοάμυνας των πολιτών, που δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν πάντα θεμιτές κατευθύνσεις. Είναι κι η εθνική διάσταση και πολύ περισσότερο αυτή, γιατί όταν το φαινόμενο της αδυναμίας διάγνωσης του κινδύνου, επαναλαμβάνεται ακόμη κι όταν αφορά το εθνικό συμφέρον, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν. Αναφέρομαι στην σύλληψη στις 14 Νοεμβρίου 2016 δύο Αλβανών κρατικών υπαλλήλων, που συνελήφθησαν στο συνοριακό σταθμό της Κακαβιάς, γιατί μετέφεραν, με συμβατικό αυτοκίνητο και πολιτικές ταυτότητες, ανθελληνικό προπαγανδιστικό υλικό , προς υποστήριξη των αλυτρωτικών βλέψεων της γείτονος με χάρτες της μεγάλης Αλβανίας μέχρι την Πρέβεζα , όπου η Ήπειρος εμφανίζεται ως Τσαμουριά! Παραλήπτης των περίπου 1.500 βιβλίων φερόταν η αλβανική πρεσβεία στην Αθήνα. Οι δύο οδηγοί – πράκτορες δικάστηκαν κατά την αυτόφωρη διαδικασία στα Ιωάννινα και καταδικάστηκαν ερήμην σε 30 μήνες φυλάκιση, μαντέψτε … με αναστολή!!! Αναρωτιέμαι τι άλλο θα έπρεπε να κάνουν οι συγκεκριμένοι για να ενεργοποιήσουν τα εθνικά ανακλαστικά και των δικαστών και να αντιμετωπιστούν με την ιδιότητα, που έχουν, αυτήν των εχθρικών πρακτόρων, που σε κάθε βεβαίως ευκαιρία θα επαναλάβουν τις ανθελληνικές τους πράξεις; Στη συγκεκριμένη περίπτωση το αυτόφωρο έπρεπε να είναι αυτόφωρο, οι συλληφθέντες δεν θα έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι να επιστρέψουν στη χώρα τους, αλλά θα έπρεπε για εθνικούς λόγους να παρευρεθούν στο Δικαστήριο, με την αναβαθμισμένη παρουσία αντίστοιχων υπηρεσιών από πλευράς πολιτείας, προς διερεύνηση της υπόθεσης σε βάθος κι υποστήριξη της κατηγορίας, ενώ η Αλβανία θα έπρεπε να κληθεί να δώσει εξηγήσεις και να ελεγχθεί διεθνώς για τις άκρως παράνομες και προκλητικές της πρακτικές. Τελικώς έπρεπε να καταδικαστούν και να εκτίουν σήμερα πραγματικά την ποινή τους στις Ελληνικές φυλακές, ώστε η ποινή να επιτελεί το ρόλο της , τόσο για ειδική όσο και γενική πρόληψη, σε εθνικό και διεθνές πλέον επίπεδο. Αντ’ αυτών οι πράκτορες πήγαν σπίτι τους, με μία ποινή με αναστολή, εμείς ως πολιτεία υπομείναμε για άλλη μία φορά την παραβίαση των δικαίων μας, για να μην προκαλέσουμε (!!!), δεχόμενοι ήδη σήμερα και την αντίδραση του Υπουργού Εξωτερικών της Αλβανίας Μπουσάτι, που αιτιάται παραβίαση του διεθνούς δικαίου εκ μέρους της Ελλάδας, γιατί δεν αντιμετώπισε τους συλληφθέντες με τη .,. διακριτικότητα του διπλωματικού υπαλλήλου! Τα πράγματα αγαπητοί μου αδελφοί είναι ιδιαίτερα κρίσιμα, τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδος κι όλοι μας οφείλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, οφείλουμε να ορθώσουμε το ανάστημά μας, να διασυνδεθούμε μεταξύ μας και να ενεργοποιηθούμε σε μία νέα προσπάθεια αναγέννησης του Ελληνισμού και αναβίωσης των αξιών, που πάντα αποτελούσαν τη ζωογόνο πηγή της ύπαρξης και της μεγαλοσύνης του λαού μας. Ο δρόμος είναι μπροστά μας, είναι ανηφορικός και αναμένει την ελεύθερη επιλογή μας!!! Αξίζει να τον βαδίσουμε μαζί, γιατί έτσι η ανάβαση γίνεται ευκολότερη κι ενίοτε κι απολαυστική και μας ετοιμάζει όλους για τη δίκαιη νομή των πραγματικών Αγαθών! |