αρχές και του κόστους των ποινών για τις ατασθαλίες τους. Εν ολίγοις, ο ζήλος των εποπτικών αρχών του τραπεζικού τομέα στερεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία και ενδεχομένως ανακόπτει την ανάπτυξή της. Στην προειδοποίηση αυτή προέβησαν ορισμένα στελέχη τραπεζών σε συνέδριο που είχαν τη περασμένη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο του οποίου δημοσιοποιήθηκε ότι το συνολικό κόστος που έχουν καταβάλει οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες για δικαστικά έξοδα μετά το 2008 έχει ανέλθει στα 275 δισ. δολάρια. Αλλοι παράγοντες του κλάδου που τοποθετήθηκαν στο εν λόγω συνέδριο επισήμαναν ότι οι ποινές σε τράπεζες για «ξέπλυμα» χρήματος είχαν σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμα να αποκοπούν ορισμένες αναδυόμενες αγορές από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οπως επισημαίνει το σχετικό ρεπορτάζ της Wall Street Journal, οι ρυθμιστικές αρχές επιμένουν ότι το ύψος των προστίμων και ο ζήλος για την επιβολή τους αντανακλά την έκταση των ατασθαλιών του κλάδου. Προσθέτουν, μάλιστα, πως ο μοναδικός τρόπος για να περιορισθεί το κόστος της συμμόρφωσης με τους κανόνες δεοντολογίας είναι να βελτιώσουν οι τράπεζες τη συμπεριφορά τους. Πρόκειται για συνέδριο που διοργάνωσε η Federal Reserve της Νέας Υόρκης, με θέμα την «Αναμόρφωση της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών». Στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν οι νέες στρατηγικές που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις για να ασκήσουν περαιτέρω πίεση στις τράπεζες, ώστε να αλλάξουν τακτική και να συμμορφωθούν με τις υφιστάμενες νομοθεσίες.
Η αμερικανική εφημερίδα τονίζει, άλλωστε, πως πολλές τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους και έχουν αναδιαρθρώσει τις επιχειρήσεις τους μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Το κόστος, όμως, της συμμόρφωσης με τους νέους κανόνες εξακολουθεί να επιβαρύνει τον κλάδο. Ενδεικτικά, η WSJ παραθέτει το ηχηρό παράδειγμα του γερμανικού κολοσσού Deutsche Bank, καθώς οι συνεχείς διαπραγματεύσεις της με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης για την εμπλοκή της στην κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων έχει καταφέρει καίριο πλήγμα στην τιμή της μετοχής της και, παράλληλα, η γερμανική τράπεζα πιέζεται να πληρώσει στις ΗΠΑ πρόστιμο 14 δισ. δολαρίων.
Ο τραπεζικός κλάδος έχει, άλλωστε, επιβαρυνθεί τα τελευταία χρόνια από πρόστιμα πολλών δισ. δολαρίων, εξαιτίας ατασθαλιών άσχετων με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Μεταξύ άλλων, τα πρόστιμα οφείλονταν σε παραβιάσεις του εμπάργκο που επέβαλαν οι ΗΠΑ σε χώρες που υποθάλπουν την τρομοκρατία, σε τακτικές φοροαποφυγής, αλλά και στην εμπλοκή τους σε σκάνδαλα χειραγώγησης δεικτών και επιτοκίων. Το περασμένο έτος, πέντε μεγάλες διεθνείς τράπεζες συναίνεσαν να πληρώσουν 5,6 δισ. δολάρια για πρόστιμα με τα οποία έκλεισαν οι ανακρίσεις για τη χειραγώγηση συναλλαγματικών ισοτιμιών η οποία αποσκοπούσε σε ιδιοτελές όφελος τραπεζικών στελεχών. Δεν μπορεί, πάντως, να εκτιμηθεί κατά πόσον αυτά τα πρόστιμα ήταν όντως υπεύθυνα για τη μείωση του δανεισμού.
Τουλάχιστον στις ΗΠΑ οι τράπεζες αποδίδουν την αναιμική πιστωτική επέκταση στη μείωση της ζήτησης και όχι σε δική τους ανικανότητα να χορηγήσουν την απαιτούμενη πίστωση. Σε τελική ανάλυση, οι τράπεζες έχουν άφθονες καταθέσεις. Στα οκτώ χρόνια από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης που εκδηλώθηκε το τρίτο τρίμηνο του 2008, ο μέσος όρος των δανείων που χορηγήθηκαν ήταν το 74% των καταθέσεων, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ. Εν ολίγοις, οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να χορηγήσουν επιπλέον πιστώσεις. Σε ό,τι αφορά τους κανόνες κατά του «ξεπλύματος» χρήματος, η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ έχει επισημάνει πως «οι μεγάλες τράπεζες εγκαταλείπουν τις αναδυόμενες οικονομίες», αν και δεν κάλεσε τις ρυθμιστικές αρχές να χαλαρώσουν τους κανονισμούς που διέπουν το ακανθώδες θέμα του «ξεπλύματος» χρήματος.
Έντυπη