Η θέση των οικονομικών συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης, ότι η αναπτυξιακή νομισματική πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη για την Ευρωζώνη, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη απήχηση μεταξύ των Ευρωπαίων οικονομολόγων. Το Κέντρο Μακροοικονομικών (CFM) και το Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR ) έθεσαν την άποψη των Πέντε Σοφών υπό την κρίση 64 οικονομολόγων και διαπίστωσαν ότι το 75% των ερωτηθέντων δεν συμμερίζεται την άποψη ότι πρέπει να επιβληθεί σκληρότερη περιοριστική νομισματική πολιτική. Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες δεν πείθονται από τις προειδοποιήσεις των Γερμανών οικονομικών συμβούλων ότι η άκρως χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ συγκαλύπτει τα διαρθρωτικά προβλήματα, διευκολύνοντας τις κυβερνήσεις να μην προβούν σε μεταρρυθμίσεις.
Στην ετήσια έκθεσή τους, οι Πέντε Σοφοί επισήμαναν ότι «παραμένουν τα διαρθρωτικά προβλήματα, έχει μειωθεί η διάθεση για μεταρρυθμίσεις και ορισμένα κράτη-μέλη δεν διαθέτουν την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία» και εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι «η νομισματική πολιτική απειλεί ολοένα και περισσότερο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Ερωτώμενοι οι Ευρωπαίοι καθηγητές Οικονομικών αν συμφωνούν ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη, οι απαντήσεις ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές. Διαφωνεί το 78% και μόλις το 15% των ερωτηθέντων φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη των Πέντε Σοφών.
Ξεχώρισαν η απάντηση του Κώστα Μήλα (Πανεπιστήμιο Λίβερπουλ), που επικαλέστηκε τον πληθωρισμό, τονίζοντας ότι, «όταν βρίσκεται κάτω από τον στόχο επί τρία και πλέον χρόνια, είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς με τους Γερμανούς ειδικούς». Υπενθύμισε πως οι προβλέψεις «καταδεικνύουν πως ο δείκτης θα βρίσκεται κάτω από τον στόχο, στο 1,8%, σε πέντε χρόνια». Ομοίως και ο Μάικλ Μακ Μάχον (Πανεπιστήμιο Γουόργουικ), που τόνισε ότι, «αν η κεντρική τράπεζα δεν προσπαθεί να επιτύχει τον στόχο που έχει θέσει, υπονομεύει την αξιοπιστία της». Πάντως, πολλοί από τους ερωτηθέντες υποστήριξαν ότι η νομισματική πολιτική απλούστατα δεν αρκεί από μόνη της για να λύσει το πρόβλημα.
Ο Ζόρντι Γκάλι (Πανεπιστήμιο Πονπέου Φάβρα, Βαρκελώνη) υπογράμμισε ότι «η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να συνοδεύεται από μια αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική, η οποία να στοχεύει κυρίως σε όσες χώρες είναι ελλιπής η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και εμφανίζονται αποπληθωριστικές πιέσεις». Ορισμένοι έμειναν εμβρόντητοι από τις θέσεις που διατύπωσαν οι Πέντε Σοφοί. Ανάμεσά τους ο Σάιμον Γκρεν Λιους (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης), που τόνισε ότι η επικρατούσα αντίληψη στη Γερμανία προδίδει «μακροοικονομικό αναλφαβητισμό». Ο ίδιος επικαλέστηκε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που δείχνουν όλες τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, πλην Γερμανίας, να εμφανίζουν αρνητική ανάπτυξη και πληθωρισμό κάτω του 1%.
Σε αντίθεση με την κοινή επιχειρηματολογία των διαφωνούντων με τους Πέντε Σοφούς, όσοι συμμερίζονται τις απόψεις τους επικαλούνται ποικίλες αιτίες. Σύμφωνα με τον Σιλβέστερ Αϊφινγκερ (Πανεπιστήμιο Τίλμπουργκ), «η πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν δίνει ώθηση στην ανάπτυξη και υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στρεβλώνοντας τις τιμές των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης».
Στην ετήσια έκθεσή τους, οι Πέντε Σοφοί επισήμαναν ότι «παραμένουν τα διαρθρωτικά προβλήματα, έχει μειωθεί η διάθεση για μεταρρυθμίσεις και ορισμένα κράτη-μέλη δεν διαθέτουν την απαιτούμενη δημοσιονομική πειθαρχία» και εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι «η νομισματική πολιτική απειλεί ολοένα και περισσότερο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Ερωτώμενοι οι Ευρωπαίοι καθηγητές Οικονομικών αν συμφωνούν ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη, οι απαντήσεις ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές. Διαφωνεί το 78% και μόλις το 15% των ερωτηθέντων φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη των Πέντε Σοφών.
Ξεχώρισαν η απάντηση του Κώστα Μήλα (Πανεπιστήμιο Λίβερπουλ), που επικαλέστηκε τον πληθωρισμό, τονίζοντας ότι, «όταν βρίσκεται κάτω από τον στόχο επί τρία και πλέον χρόνια, είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς με τους Γερμανούς ειδικούς». Υπενθύμισε πως οι προβλέψεις «καταδεικνύουν πως ο δείκτης θα βρίσκεται κάτω από τον στόχο, στο 1,8%, σε πέντε χρόνια». Ομοίως και ο Μάικλ Μακ Μάχον (Πανεπιστήμιο Γουόργουικ), που τόνισε ότι, «αν η κεντρική τράπεζα δεν προσπαθεί να επιτύχει τον στόχο που έχει θέσει, υπονομεύει την αξιοπιστία της». Πάντως, πολλοί από τους ερωτηθέντες υποστήριξαν ότι η νομισματική πολιτική απλούστατα δεν αρκεί από μόνη της για να λύσει το πρόβλημα.
Ο Ζόρντι Γκάλι (Πανεπιστήμιο Πονπέου Φάβρα, Βαρκελώνη) υπογράμμισε ότι «η νομισματική πολιτική θα έπρεπε να συνοδεύεται από μια αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική, η οποία να στοχεύει κυρίως σε όσες χώρες είναι ελλιπής η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και εμφανίζονται αποπληθωριστικές πιέσεις». Ορισμένοι έμειναν εμβρόντητοι από τις θέσεις που διατύπωσαν οι Πέντε Σοφοί. Ανάμεσά τους ο Σάιμον Γκρεν Λιους (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης), που τόνισε ότι η επικρατούσα αντίληψη στη Γερμανία προδίδει «μακροοικονομικό αναλφαβητισμό». Ο ίδιος επικαλέστηκε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που δείχνουν όλες τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, πλην Γερμανίας, να εμφανίζουν αρνητική ανάπτυξη και πληθωρισμό κάτω του 1%.
Σε αντίθεση με την κοινή επιχειρηματολογία των διαφωνούντων με τους Πέντε Σοφούς, όσοι συμμερίζονται τις απόψεις τους επικαλούνται ποικίλες αιτίες. Σύμφωνα με τον Σιλβέστερ Αϊφινγκερ (Πανεπιστήμιο Τίλμπουργκ), «η πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν δίνει ώθηση στην ανάπτυξη και υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στρεβλώνοντας τις τιμές των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ευρωζώνης».
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ