Ο «καθυστερημένος» αλβανικός εθνικισμός, ο οποίος παραπέμπει στον ευρωπαϊκό 19ο αιώνα, αντιμετωπίζεται από την Αθήνα με σκεπτικισμό. Το
οκτάμηνο που ακολουθεί από σήμερα μέχρι και τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών στην Αλβανία θα αποδειχθεί μια σκηνή εθνικιστικού διαγκωνισμού, στην προσπάθεια προσέλκυσης ψηφοφόρων. Η εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση δεν αφορά την Αθήνα, στον βαθμό που αυτή δεν επηρεάζει τις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, τα ειδοποιητήρια κατεδάφισης των σπιτιών 19 Ελλήνων ομογενών στη Χειμάρρα, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της Αλβανίας Εντι Ράμα, πριν αλλά και μετά από το συγκεκριμένο περιστατικό, σε συνδυασμό με την υπονομευτική (για κάθε συνεννόηση) στάση που έχουν δείξει τα Τίρανα από τον περασμένο Ιούνιο, οδηγούν την Αθήνα στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας έχει επιλέξει την Ελλάδα ως άξονα προεκλογικής αντιπαράθεσης. Δεδομένου δε ότι πρόσωπα όπως ο αρχηγός του κόμματος των «Τσάμηδων» Σπετίμ Ιντρίζι, φορέας ρατσιστικής (σχεδόν φυλετικής), ανθελληνικής ρητορικής, αποτελεί κυβερνητικό εταίρο καθιστά την παραπάνω εκτίμηση ακόμα πιο σαφή.
Η ελληνική αντίδραση στην περίπτωση της Χειμάρρας κρίθηκε επιβεβλημένη για προφανείς λόγους, ωστόσο στην Αθήνα ο προβληματισμός αφορά το τι μέλλει γενέσθαι στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Στις αρχές Δεκεμβρίου θα κατατεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Εκθεση Προόδου για τις χώρες που είναι υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε. Αν κριθεί ότι η Αλβανία οφείλει να εκπληρώσει ορισμένες ακόμη προϋποθέσεις προκειμένου να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην Ε.Ε., η Αθήνα δεν έχει πρόβλημα.
Αν όμως η Επιτροπή κρίνει ότι η Αλβανία πρέπει να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τότε η Ελλάδα θα αναγκαστεί να εξετάσει ακόμη και την πιθανότητα βέτο, με αιτιολόγηση την καταπάτηση της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στη γειτονική χώρα. Κάτι που, ούτως ή άλλως, έχει υπονοηθεί και από τις επίσημες ανακοινώσεις του υπουργείου Εξωτερικών. Εμπειροι παρατηρητές τόνιζαν ότι, προφανώς, θα ήταν ευχής έργον να μη χρειαστεί η Ελλάδα να σπαταλήσει πολιτικό κεφάλαιο για κάτι τέτοιο.
Μια δεύτερη, λιγότερο ορατή πτυχή του αλβανικού εκνευρισμού έναντι της Ελλάδας είναι η ανάγκη δημιουργίας αντιπερισπασμού από τη δοκιμασία που διέρχονται οι σχέσεις Τιράνων – Αγκυρας λόγω της ανανεωμένης τουρκικής πίεσης να κλείσουν όλες οι σχολές του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Αλβανία.
Πριν από λίγες ημέρες, έγινε γνωστό ότι η κυβέρνηση Ράμα προχώρησε στην απομάκρυνση 12 διευθυντών από τις συγκεκριμένες σχολές, γεγονός το οποίο προκάλεσε πολιτική αντιπαράθεση ακόμη και στην αλβανική βουλή, όπου ο νυν πρωθυπουργός της χώρας επικρίθηκε για την πρωτοβουλία του.
Οι πολιτικές δυσκολίες γι’ αυτό το ζήτημα δεν αφορούν μόνο την κοινή γνώμη γενικότερα, αλλά και το γεγονός ότι σημαντική μερίδα της αλβανικής ελίτ έχει αποφοιτήσει από τις συγκεκριμένες σχολές.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ