Τρία βασικά στελέχη του επιτελείου του επέλεξε χθες ο Ντόναλντ Τραμπ για ισάριθμες νευραλγικές θέσεις στα πεδία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης. Και οι τρεις αποδέχθηκαν τις προτάσεις που τους έγιναν, ενώ πυκνή ομίχλη εξακολουθεί να περιβάλει άλλα κρίσιμα αξιώματα, όπως τα υπουργεία Εξωτερικών, Αμυνας και Οικονομικών.
Ο απόστρατος αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, πρώην διευθυντής της υπηρεσίας Πληροφοριών του Πενταγώνου, της DIA, αναλαμβάνει καθήκοντα συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας – αξίωμα το οποίο δεν απαιτεί έγκριση της Γερουσίας. Στα 57 του χρόνια, ο Φλιν είναι γνωστός για τις άκρως επιθετικές τοποθετήσεις του έναντι του εξτρεμιστικού ισλάμ, αξιολογώντας το ως την υπ’ αριθμόν 1 απειλή για την αμερικανική εθνική ασφάλεια, γεγονός που τον φέρνει κοντά στις θέσεις του Τραμπ έναντι των μουσουλμάνων. Στην εξωτερική πολιτική τάσσεται υπέρ μιας πραγματιστικής προσέγγισης με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν αλλά και με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Απαλλάχθηκε των καθηκόντων του ως διευθυντής της DIA από τον Μπαράκ Ομπάμα, το 2014, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε έναν από τους σφοδρότερους επικριτές του, αν και ήταν εγγεγραμμένος ως Δημοκρατικός.
Το νευραλγικό πόστο του γενικού εισαγγελέα (ταυτόσημο, στις ΗΠΑ, με το αξίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης) περνάει στον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή της Αλαμπάμα Τζεφ Σέσιονς. Ο 69χρονος πολιτικός ήταν ο πρώτος γερουσιαστής που υποστήριξε την υποψηφιότητα Τραμπ και στάθηκε στο πλευρό του σε όλη της διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Η σκληρή γραμμή του για θέματα νόμου και τάξης, όπως και η εμπρηστική, κατά καιρούς, ρητορική του εναντίον των μεταναστών και των φυλετικών μειονοτήτων τον έφεραν ακόμη πιο κοντά στον νικητή των εκλογών. Ηδη, το 1986, επί κυβέρνησης Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Σέσιονς έγινε ο δεύτερος άνθρωπος που είχε επιλεγεί από την κυβέρνηση για το αξίωμα του ομοσπονδιακού εισαγγελέα και απορρίφθηκε από τη Γερουσία λόγω δηλώσεών του που χαρακτηρίστηκαν ρατσιστικές. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει την ιστορική Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) ως «αντιαμερικανική», αναβιώνοντας τη φρασεολογία του μακαρθισμού.
Η τρίτη επιλογή του Τραμπ, που έγινε χθες γνωστή, ήταν η ανάθεση της διοίκησης της CIA στον Ρεπουμπλικανό βουλευτή Κάνσας, Μάικ Παμπέιο. Μέλος της επιτροπής Μυστικών Υπηρεσιών της Βουλής, ο Παμπέιο έχει ταχθεί εναντίον της συμφωνίας με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Εκφράζει έντονα συντηρητικές θέσεις στα εσωτερικά θέματα, γεγονός που του εξασφαλίζει υποστήριξη από το δεξιό κίνημα Tea Party και την Ενωση Ελεύθερης Οπλοκατοχής.
Σε μια χειρονομία εξισορρόπησης των εντυπώσεων και αναζήτησης συμβιβασμού με το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει να συναντηθεί αύριο στη Νέα Υόρκη, όπου έχει εγκατασταθεί το επιτελείο του, με τον Μιτ Ρόμνεϊ, υποψήφιο του κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2012 απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα. Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ενδέχεται να προταθεί στον Ρόμνεϊ το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών. Ο Ρόμνεϊ έχει δηλώσει ότι θεωρεί τη Ρωσία «υπ’ αριθμόν 1 γεωστρατηγικό αντίπαλο» των ΗΠΑ, γεγονός που προοιωνίζεται εσωτερικές συγκρούσεις στο ενδεχόμενο συνύπαρξής του με τον Φλιν. Πάντως, τίποτα δεν είχε οριστικά κλείσει μέχρι χθες για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, καθώς εξακολουθούσαν να «παίζουν» πολλά άλλα ονόματα, συμπεριλαμβανομένων του Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δημάρχου Νέας Υόρκης και του νεοσυντηρητικού Τζον Μπόλτον, πρώην πρεσβευτή της χώρας στον ΟΗΕ.
Την Πέμπτη, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Αμπε έγινε ο πρώτος ξένος ηγέτης που συναντήθηκε με τον Τραμπ μετά την εκλογή του. Την ίδια μέρα, ο νεοεκλεγείς ηγέτης δέχθηκε τις νουθεσίες του 93χρονου Χένρι Κίσινγκερ για ευρύ φάσμα ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, στη διάρκεια της συνάντησης των δύο ανδρών, πάντα στον Πύργο Τραμπ της Νέας Υόρκης.
Ο απόστρατος αντιστράτηγος Μάικλ Φλιν, πρώην διευθυντής της υπηρεσίας Πληροφοριών του Πενταγώνου, της DIA, αναλαμβάνει καθήκοντα συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας – αξίωμα το οποίο δεν απαιτεί έγκριση της Γερουσίας. Στα 57 του χρόνια, ο Φλιν είναι γνωστός για τις άκρως επιθετικές τοποθετήσεις του έναντι του εξτρεμιστικού ισλάμ, αξιολογώντας το ως την υπ’ αριθμόν 1 απειλή για την αμερικανική εθνική ασφάλεια, γεγονός που τον φέρνει κοντά στις θέσεις του Τραμπ έναντι των μουσουλμάνων. Στην εξωτερική πολιτική τάσσεται υπέρ μιας πραγματιστικής προσέγγισης με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν αλλά και με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Απαλλάχθηκε των καθηκόντων του ως διευθυντής της DIA από τον Μπαράκ Ομπάμα, το 2014, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε έναν από τους σφοδρότερους επικριτές του, αν και ήταν εγγεγραμμένος ως Δημοκρατικός.
Το νευραλγικό πόστο του γενικού εισαγγελέα (ταυτόσημο, στις ΗΠΑ, με το αξίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης) περνάει στον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή της Αλαμπάμα Τζεφ Σέσιονς. Ο 69χρονος πολιτικός ήταν ο πρώτος γερουσιαστής που υποστήριξε την υποψηφιότητα Τραμπ και στάθηκε στο πλευρό του σε όλη της διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Η σκληρή γραμμή του για θέματα νόμου και τάξης, όπως και η εμπρηστική, κατά καιρούς, ρητορική του εναντίον των μεταναστών και των φυλετικών μειονοτήτων τον έφεραν ακόμη πιο κοντά στον νικητή των εκλογών. Ηδη, το 1986, επί κυβέρνησης Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο Σέσιονς έγινε ο δεύτερος άνθρωπος που είχε επιλεγεί από την κυβέρνηση για το αξίωμα του ομοσπονδιακού εισαγγελέα και απορρίφθηκε από τη Γερουσία λόγω δηλώσεών του που χαρακτηρίστηκαν ρατσιστικές. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει την ιστορική Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU) ως «αντιαμερικανική», αναβιώνοντας τη φρασεολογία του μακαρθισμού.
Η τρίτη επιλογή του Τραμπ, που έγινε χθες γνωστή, ήταν η ανάθεση της διοίκησης της CIA στον Ρεπουμπλικανό βουλευτή Κάνσας, Μάικ Παμπέιο. Μέλος της επιτροπής Μυστικών Υπηρεσιών της Βουλής, ο Παμπέιο έχει ταχθεί εναντίον της συμφωνίας με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Εκφράζει έντονα συντηρητικές θέσεις στα εσωτερικά θέματα, γεγονός που του εξασφαλίζει υποστήριξη από το δεξιό κίνημα Tea Party και την Ενωση Ελεύθερης Οπλοκατοχής.
Σε μια χειρονομία εξισορρόπησης των εντυπώσεων και αναζήτησης συμβιβασμού με το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ο Ντόναλντ Τραμπ σχεδιάζει να συναντηθεί αύριο στη Νέα Υόρκη, όπου έχει εγκατασταθεί το επιτελείο του, με τον Μιτ Ρόμνεϊ, υποψήφιο του κόμματος στις προεδρικές εκλογές του 2012 απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα. Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι ενδέχεται να προταθεί στον Ρόμνεϊ το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών. Ο Ρόμνεϊ έχει δηλώσει ότι θεωρεί τη Ρωσία «υπ’ αριθμόν 1 γεωστρατηγικό αντίπαλο» των ΗΠΑ, γεγονός που προοιωνίζεται εσωτερικές συγκρούσεις στο ενδεχόμενο συνύπαρξής του με τον Φλιν. Πάντως, τίποτα δεν είχε οριστικά κλείσει μέχρι χθες για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, καθώς εξακολουθούσαν να «παίζουν» πολλά άλλα ονόματα, συμπεριλαμβανομένων του Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δημάρχου Νέας Υόρκης και του νεοσυντηρητικού Τζον Μπόλτον, πρώην πρεσβευτή της χώρας στον ΟΗΕ.
Την Πέμπτη, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σίνζο Αμπε έγινε ο πρώτος ξένος ηγέτης που συναντήθηκε με τον Τραμπ μετά την εκλογή του. Την ίδια μέρα, ο νεοεκλεγείς ηγέτης δέχθηκε τις νουθεσίες του 93χρονου Χένρι Κίσινγκερ για ευρύ φάσμα ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, στη διάρκεια της συνάντησης των δύο ανδρών, πάντα στον Πύργο Τραμπ της Νέας Υόρκης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ