Είμαστε στο 1931. Οι κάτοικοι της πόλης μας έχουν πια κουραστεί να μαζεύουν το νερό από τα πηγάδια και να περιμένουν τα κανάτια με το καλό νερό από το Μαρούσι και την Καισαριανή για να ξεδιψάσουν.
Είμαστε σ’ ένα ιδιαίτερο πρωινό του 1931. Ένας άλλος «Μαραθωνοδρόμος» αναμένεται με την ίδια αγωνία όση και στα αρχαία χρόνια. Μας κουβαλά με απλοχεριά και άνεση το πολυτιμότερο αγαθό: το ΝΕΡΟ.
Μια δυνατή πένα, ο νεαρός τότε Δημήτρης Ψαθάς ήταν εκεί για να μεταφέρει στους αναγνώστες των «Αθηναϊκών Νέων» τα πρώτα στιγμιότυπα.
«Το δράμα του Αθηναίου… το νερό! Ήταν εποχή που παρ’ ολίγον να του κολλήσουν επάνω την ετικέτα «Είδος πολυτελείας»! Το γκαρσόνι σας το έφερνε στο καφενείο μετά φόβου Θεού πίστεως. Και στο σπίτι καθώς σας έβλεπαν να στάζετε στον νεροχύτη μερικές σταλαγματιές παραπάνω έκαναν επανάστασιν: Για όνομα του Θεού μη τόση σπατάλη! Είχαμε ξαφνικά μεταβληθή σε ένα τεράστιον καραβάνι που διάσχιζε την ατελείωτον έρημον με διαρκείς ψευδαισθήσεις οάσεων.
-Άχ αυτό το νερό, τι καϋμός! Πότε θα ανατείλη τέλος πάντων η ημέρα που θα βλέπαμε να τρέχη χωρίς καρδιοκτύπι;
Και αλλοίμονον! Η ημέρα αυτή μας φαινόταν τόσο μακρυά. Επερνούσαμε έξω από την δεξαμενήν και την ρωτούσαμε: Τι γίνεται; Θα το πιούμε καμμιά φορά το νερό χωρίς φόβον; Και μας απαντούσε: Τίκ, τίκ, τίκ… μη βιάζεστε, όλα θα γίνουν, όλα θα γίνουν.
Ένα πρωΐ εξυπνήσαμε κι’ ετρίβαμε τα μάτια μας. Ποταμοί αφρισμένοι μας είχαν κατακλύσει. Κάποιος θεόπνευστος Μωϋσής μας εχτύπησε την άσφαλτο της οδού Σταδίου κι’ έκανε να ορμήση ποτάμι το νερό. Εσπεύσαμε διψαλέοι με κάδους και λαγίνια. Αλλά ο Μωϋσής μας κορόϊδεψε.
-Εδώ κύριοι είνε νερό να χορταίνη μόνον το μάτι! Είνε νερό θαλάσσης. Αν θέλετε να κάνετε μπάνιο, ευχαρίστως. Αλλά για να πιήτε πέφτει λιγάκι αλμυρό.
Και η απογοήτευσις εδιπλασιάστηκε. Τι θα γινόταν αυτή η ιστορία; Μας το έστησαν βιτρίνα το νερό κι’ εμάς Τάνταλους απ’ έξω! Τα δουλικά τότε εκήρυξαν απεγνωσμένον αγώνα του ποσίμου νερού και του έκαναν κύκλωσι ολόγυρα από της βρύσες. Ούτε σταγώνα έξω από τους τενεκέδες. Δεν εννοούσαν να λυσσάξουν με το νερό του Φαλήρου. Ο αθηναίκός δρόμος είχε μεταβληθή σε κοσμικό σαλόνι όπου το καρνέ δεν πρόφτανε να σημειώνη ποδιές και τενεκέδες.
Η βρύσες έγιναν η πύλη τ’ ουρανού απ’ όπου ανεμένετο ο Μεσσίας.
-Ήλθε ακόμη. Μαρίτσα;
-Ακόμα… ακόμα…
-Το νού σου!
Ποτέ δεν ημπορούσατε να δήτε θηλυκά να αναμένουν με τόσην αγωνίαν. Ερωμένη ποτέ δεν επερίμενε τον φίλον της με το καρδιοχτύπι που επερίμενε η Μαρίτσα το νερό… Και επί τέλους κάποτε ερχόταν. Η στιγμή ήταν ιερά. Οι τενεκέδες ετοποθετούντο κάτω από το στόμιον της βρύσης με θρησκευτικήν ευλάβειαν και το νερό έτρεχεν με ύφος παλληκαριού του παραμυθιού που καλπάζει μέσα στης εξημμένες φαντασίες των θηλυκών. Κάποτε ήταν συνεπές στο ραντεβού του. Κάποτε όμως αλλοίμονον πεισμάτωνε και άρχιζε τα κόλπα. Αυτή είνε η τελευταία περίοδος. Ερχόταν ό, τι ώρα του κατέβαινε. Στης δύο το μεσημέρι ή στης δύο μετά τα μεσάνυχτα. Στης εννέα το πρωΐ ή στης εφτά το βράδυ. Είνε η τραγικώτερη περίοδος του δράματος. Ήταν ο διαρκώς αναμενόμενος νυμφίος που μπορούσε να φανή τώρα και που μπορούσε όμως κάλλιστα να’ ρθή σε είκοσι τέσσαρες ώρες. Το αθηναϊκό σπίτι ευρίσκετο σε επιστρατεία ημέρα και νύχτα.
-Κυρία δεν φαίνεται… Τι θα κάνουμε απόψε;
-Το νού σου μη σε πάρη ο ύπνος κακομοίρα! Θα ξενυχτίσουμε πάλι!
Έτσι το δουλικό βρισκόταν εν επιφυλακή. Η κυρία λαγοκοιμόταν. Τα παιδιά της περισσότερες φορές περίμεναν κι’ αυτά. Ολόκληρος η νύχτα –αναλόγως της ώρας που ερχόταν το νερό, περνούσε όπως στα χαρακώματα που περιμένουν την επίθεσι. Και αν καμμιά φορά το δουλικό παρέδιδε το καταπονημένον πνεύμα του εις τας αγκάλας του Μορφέως, εθεωρείτο λιποταξία από το καθήκον. Και η γλώσσα της κυρίας έκοβε και έραβε επί ατελείωτον χρονικόν διάστημα…
Ήταν πολλές φορές την νύχτα το θέαμα γραφικόν. Συχνά καθώς επερνούσα αργά από τον συνοικιακόν δρόμον έβλεπα μία ολόκληρη σειρά τενεκέδων που είχαν σχηματίση ουράν μπροστά εις την βρύση και επερίμεναν υπομονετικά. Ήταν τενεκέδες παντός ποιού και χρώματος. Παληοί και καινούργιοι, σκουργιασμένοι και αστραφτεροι, όλοι όμως απελπιστικά άδειοι και διψασμένοι. Από πάνω το φεγγάρι τους εγέμιζε με το φώς του και κορόϊδευε.
-Διψάτε; Ορίστε σας προσφέρω τον δικό μου τον δίσκο.
-Δίσκο χωρίς ποτήρια;… απαντούσε κάποιος από τους τενεκέδες. Να τον φυλάξης για τον εαυτό σου!
-Δεν μου λές… ρωτούσε άλλος, πεθαμένος από την νύστα, εσύ που είσαι εκεί ψηλά και βλέπεις, αργεί ακόμα το νερό; Που βρίσκεται;
-Ού… απαντούσε το φεγγάρι, στο δρόμο είνε. Τρέχει τον Μαραθώνειο. Τα ξημερώματα θα φθάση… Και οι τενεκέδες εβυθίζοντο σε απελπισίαν κι’ εσιωπούσαν.
Σήμερα όμως το πρωΐ ακριβώς ο πρωτότυπος Μαραθωνοδρόμος έφτασε. Και μας ανήγγειλε:
-Ενικήσαμεν εις την εν Μαραθώνι ναυμαχίαν
-Εις την εν Μαραθώνι ναυμαχίαν; Μα τι λές παιδί μου, τρελλάθηκες;
-Όχι καθόλου. Ο Μαραθών δεν είνε όπως τον ξέρατε: στεριά όπου μπορούν να πολεμήσουν πεζοί. Είνε θάλασσα! Είνε μια απέραντη θάλασσα, όπου μπορείτε να πέσετε με τα μούτρα και να σβύσετε την δίψα σας. Ειδοποιήστε την κυρία πως είμαι εδώ, έξω από την πόρτα σας και εις την διάθεσίν σας.
Την όασιν λοιπόν που εβλέπαμε έως τώρα μέσα εις οπτικάς απάτας και διαρκώς μας το έσκαζε καθώς την επλησιάζαμε, την έπιασε η πρόοδος από το αυτί και μας την έφερε στα πόδια μας. Ο τενεκές, το ξενύχτι, η αγωνία, ο συναγερμός των δουλικών, όλα αυτά μαζί αποτελούν ένα γραφικόν κομμάτι της ιστορίας της πρωτευούσης, που ημέρα με την ημέρα γράφεται με στυλ περισσότερο μοντέρνο. Ο Μωϋσής που μας κορόϊδεψε την πρώτη φορά και μας προσέφερε το νερό του Φαλήρου, σήμερα μας έστειλε το δροσερώτερο και αφθονώτερο νερό που ημπορούσε να αποκτήση η πόλις.
Οι συμπολίται συνεπώς ημπορούν από σήμερα να σβύσουν την δίψα τόσων αιώνων…».
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)