κρίση του 2008. Η συνακόλουθη ύφεση στην παγκόσμια οικονομία, η βαθύτερη πολλών δεκαετιών με ένα τεράστιο κύμα δυσαρεστημένων πολιτών από την έλλειψη θέσεων εργασίας, δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την οπισθοδρόμηση των κρατών από το ελεύθερο εμπόριο. Και έδωσε σε πολιτικούς το βήμα να κατακρίνουν κάθε πτυχή της παγκοσμιοποίησης, ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά της. Αποκαλυπτική είναι έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) για τα μέτρα εναντίον του ελεύθερου εμπορίου που έχουν υιοθετηθεί από το G20, των είκοσι ισχυρότερων κρατών του ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου. Από το 2008 έχουν καταγραφεί 1.671 προστατευτικά μέτρα από το G20, εκ των οποίων μόνον τα 408 είχαν απομακρυνθεί μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 2016. Παρά τη μείωση των μέτρων αυτών στα 1.263, το εξάμηνο από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, εξακολουθούν να παραμένουν σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα και αυξάνουν τις πιέσεις στις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Σε αχαρτογράφητα νερά η παγκοσμιοποίηση
Ανησυχητικά σημάδια εσωστρέφειας στο παγκόσμιο εμπόριο είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητά προ επταετίας, καθώς οι κυβερνήσεις κατέβαλαν προσπάθειες για να θωρακίσουν τις εύθραυστες οικονομίες τους μετά τη χρηματοπιστωτική
Ανησυχητική είναι, επίσης, η προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων από τον ΠΟΕ για την αύξηση του όγκου των συναλλαγών στο παγκόσμιο εμπόριο το 2016 από το 2,8% στο 1,7%, με εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης 2,2% στην παγκόσμια οικονομία. Εάν η πρόβλεψη αυτή επιβεβαιωθεί –όταν θα κλείσει το τρέχον έτος και έχει διαμορφωθεί μια σαφής εικόνα από τα επίσημα στοιχεία των κυβερνήσεων– τότε θα έχει καταγραφεί ο βραδύτερος ρυθμός αύξησης στο εμπόριο και την ανάπτυξη, παγκοσμίως, από τη χρηματοπιστωτική κρίση και ειδικότερα από το 2009. Θα είναι, παράλληλα, η πρώτη φορά εδώ και μια 15ετία που η αναλογία στην αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου ως προς την αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα κινηθεί χαμηλότερα από το 1:1.
Μειώνεται, ως εκ τούτου, η συμβολή του παγκόσμιου εμπορίου στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως. Μακροπρόθεσμα το παγκόσμιο εμπόριο αυξανόταν περίπου 1,5 φορά ταχύτερα από το παγκόσμιο ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους. Τη δεκαετία του ’90, μάλιστα, το παγκόσμιο εμπόριο επεκτεινόταν σε διπλάσιους ρυθμούς από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Τότε, όμως, ήταν αρκετά διαφορετική η ρητορική της παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας. Τη μερίδα του λέοντος στα προστατευτικά μέτρα έναντι του ελεύθερου εμπορίου έχουν τα μέτρα αντιντάμπινγκ και στόχος τους είναι τα βιομηχανικά προϊόντα.
Ο προστατευτισμός έχει πυροδοτηθεί από ένα κλίμα απαισιοδοξίας λόγω των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης που επικρατούν σήμερα σε σχέση με την προ χρηματοπιστωτικής κρίσης εποχή. Διάφορα μέτωπα έχουν συντελέσει σε αυτήν την υποτονική δραστηριότητα όπως η υψηλή μεταβλητότητα των κινεζικών αγορών, η πολιτική κρίση στη Βραζιλία και βέβαια το δημοψήφισμα για το Brexit. Στην καρδιά του προστατευτισμού, όμως, κρύβεται η μεγάλη δυσαρέσκεια ιδιαίτερα των πολιτών του ανεπτυγμένου κόσμου για την απώλεια θέσεων εργασίας.
Εκτός της ριζοσπαστικής επιλογής των ΗΠΑ να εκλέξουν τον Ντόναλντ Τραμπ ως τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, πιέσεις ασκούνται και στην Ευρώπη. Στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στα τέλη Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τους ηγέτες των κρατών-μελών να «χρησιμοποιήσουν προστατευτικά μέτρα στην πλήρη ισχύ τους», όπως δήλωσε ο πρόεδρός της, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει το 15% των εισαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά προστατευτικά μέτρα επιβάλλονται μόνον στο 0,21%.
«Χιλιάδες θέσεις εργασίας έχουν χαθεί από ορισμένες βιομηχανίες της Ε.Ε. Δεν μπορούμε να μείνουμε αδρανείς», συμπλήρωσε ο κ. Γιούνκερ, αναφερόμενος έμμεσα στις επιπτώσεις της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα από τις κινεζικές εισαγωγές. Βέβαια ο γενικός γραμματέας του ΠΟΕ, Ρομπέρτο Αζεβέντο, θεωρεί πως το ελεύθερο εμπόριο είναι το μοναδικό αντίδοτο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την καταπολέμηση των χαμηλών μισθών.
Προστάτις ελεύθερου εμπορίου η Μέρκελ
Μια διαμάχη μεταξύ προστατευτισμού και παγκοσμιοποίησης βρίσκεται σε εξέλιξη, με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ να αναλαμβάνει τον ρόλο της προστάτιδας του ελεύθερου εμπορίου. Η κ. Μέρκελ υποσχέθηκε πως η παγκοσμιοποίηση θα αποτελέσει ένα από τα κορυφαία θέματα στην ατζέντα του G20, όταν η Γερμανία αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία σε ένα χρόνο. Η θωράκιση του ελεύθερου εμπορίου αναμένεται να αποτελέσει, επίσης, μείζον πολιτικό ζήτημα και στο εσωτερικό της Γερμανίας, καθώς η οικονομική ευρωστία της εξαρτάται από τις εξαγωγές. «Αυτή η διαμάχη πάνω στην εμπορική εξωστρέφεια ή εσωστρέφεια θα μας απασχολήσει πολύ τα επόμενα χρόνια», προέβλεψε η κ. Μέρκελ σε συνάντηση της γερμανικής ένωσης εργοδοτών BDA. Η ίδια τόνισε πως η παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες, παροτρύνοντας όλες τις χώρες να συνάπτουν πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες αντί να υιοθετούν προστατευτικά μέτρα. Αυτές οι τοποθετήσεις εκλήφθηκαν ως έμμεσο και ηχηρό μήνυμα προς τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στο πρόσωπο του οποίου αποκρυσταλλώνονται οι σημερινές τάσεις του προστατευτισμού. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία έχει δεχθεί κριτική για πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αναμένεται να φθάσει σε νέο ρεκόρ το 2016. Οι επικριτές ισχυρίζονται πως η Γερμανία επωφελείται εις βάρος των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης, ενώ μερίδα οικονομολόγων αποδίδει το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της στη ραγδαία ανάπτυξη του αναδυόμενου κόσμου.
«Οχι» Τραμπ στην εμπορική συμφωνία του Ειρηνικού
Σε ένα σύντομο βιντεοσκοπημένο διάγγελμα, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πως οι ΗΠΑ θα παραιτηθούν από τη νέα Συμφωνία Συνεργασίας Ειρηνικού (ΤΡΡ) μόλις αναλάβει την προεδρία της χώρας στις 20 Ιανουαρίου, επιβεβαιώνοντας κάποιους από τους φόβους για αναδίπλωση των ΗΠΑ από το ελεύθερο εμπόριο. Απομένει να διαπιστωθεί, ωστόσο, εάν η αναδίπλωση αυτή επηρεάσει και τις ισχύουσες πολυμερείς συμφωνίες όπως η NAFTA ή, όπως φοβούνται πολλοί, εάν οι ΗΠΑ κηρύξουν εμπορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας.
Μεταξύ των 12 χωρών του Ειρηνικού που συμμετέχουν στην ΤΡΡ συγκαταλέγονται η Ιαπωνία, το Μεξικό, η Αυστραλία και ο Καναδάς, ενώ όλες μαζί αντιπροσωπεύουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Που σημαίνει πως είναι ήδη αρκετοί οι δυσαρεστημένοι ηγέτες και επιχειρηματίες τoυ κόσμου προτού ακόμη αναλάβει επίσημα ο κ. Τραμπ την προεδρία των ΗΠΑ.
Πολλοί είναι οι αναλυτές που θέλουν τον κ. Τραμπ να μην υλοποιεί εξ ολοκλήρου τις προεκλογικές υποσχέσεις του. «Δεν θα γίνουν εμπορικοί πόλεμοι», δήλωσε ο επικρατέστερος μέχρι την Παρασκευή υποψήφιος για το υπουργείο Εμπορίου, Γουίλμπουρ Ρος. Ο κ. Ρος, μεγαλοεπενδυτής στον κλάδο των private equity και σύμβουλος του κ. Τραμπ, έχει ασκήσει σκληρή κριτική στις διεθνείς συμφωνίες των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα υποβαθμίζει σενάρια για την επιβολή δασμών 45% στις κινεζικές εισαγωγές. Το γερμανικό ινστιτούτο Ifo, ωστόσο, προειδοποίησε πως μια εποχή αμερικανικού προστατευτισμού θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ίδια τη χώρα. «Εάν οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς 45% στις εισαγωγές και μη δασμολογικούς φραγμούς 15% σε όλους τους εμπορικούς εταίρους, τότε το αμερικανικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 9,3%», αναφέρει σε επιστολή του Ifo o Γκάμπριελ Φελμπερμάγιερ, υπεύθυνος του τμήματος διεθνών οικονομικών στο ινστιτούτο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, που είναι το χειρότερο όλων, το γερμανικό ΑΕΠ θα υποχωρούσε κατά 19 δισ. ευρώ ή 0,6%. Με αυτό το ακραίο σενάριο μπορεί να φανταστεί κανείς τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προκαλούνταν εάν «κλειστεί στον εαυτό της» η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, της οποίας το πιο ζωτικό κομμάτι είναι η κατανάλωση. Τα δύο τρίτα του αμερικανικού ΑΕΠ πηγάζουν από την κατανάλωση και έτσι είναι πολλές οι οικονομίες που εξαρτώνται από τις καταναλωτικές συνήθειες των Αμερικανών. «Πάνω από 1,5 εκατ. θέσεις εργασίας στη Γερμανία εξαρτώνται από το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Περίπου το 2,5% της απασχόλησης στη Γερμανία στηρίζεται άμεσα ή έμμεσα από τις εξαγωγές στις ΗΠΑ, κάτι που μεταφράζεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας», αναφέρεται στην πρόσφατη επιστολή του Ifo. Ακόμη 630.000 θέσεις εργασίας στη Γερμανία έχουν δημιουργηθεί από εταιρείες που τις διαχειρίζονται αμερικανικά συμφέροντα.
Ο κ. Ρος υποστήριξε πως έχει παρεξηγηθεί η προεκλογική απειλή του κ. Τραμπ να επιβάλει δασμούς 45% στις κινεζικές εισαγωγές και πως μια τέτοια θέση εκ μέρους των ΗΠΑ θα εντασσόταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διαπραγματευτικής πολιτικής. Αναμφισβήτητα, ο κ. Τραμπ θα επαναφέρει στον ΠΟΕ υποθέσεις ενάντια στην Κίνα και θα επιβάλει μέτρα αντιντάμπινγκ στον κινεζικό χάλυβα και άλλες εισαγωγές σε πολύ χαμηλές τιμές, καταλήγουν οικονομικοί αναλυτές. Η γλώσσα, δε, που θα χρησιμοποιήσει μπορεί να είναι αρκετά σκληρή.
Οι σχέσεις με την Κίνα
Η αβεβαιότητα είναι ένας παράγοντας που δεν είναι αρεστός ούτε στις κυβερνήσεις ούτε στις αγορές. Ας μη λησμονούμε πως ο κ. Τραμπ έχει, επίσης, υποσχεθεί πως εντός των πρώτων 100 ημερών της προεδρίας του θα δώσει εντολή στο υπουργείο Οικονομικών να μεταχειριστεί την Κίνα ως χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της. Είναι μια στάση που απέφυγε να υιοθετήσει ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, για να μην προκαλέσει το Πεκίνο, σχολιάζουν οι Σον Ντόναν και Τομ Μίτσελ των Financial Times. Κατά συνέπεια, η «αποστολή» της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας γίνεται πιο περίπλοκη λόγω της «τεράστιας αβεβαιότητας», δηλώνει στο πρακτορείο Bloomberg ο Λάρι Χιο της Macquarie Securities του Χονγκ Κονγκ. «Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ποια θα είναι η πολιτική του κ. Τραμπ σε σχέση με την προεκλογική ρητορική του», προσθέτει ο ίδιος.
Εάν ο κ. Τραμπ υιοθετήσει μια στάση κατά της παγκοσμιοποίησης, τότε είναι πολύ πιθανό να βελτιωθεί το κύρος του γουάν στις διεθνείς αγορές, σχολιάζει ο Γουάν Τάο, πρώην αναπληρωτής διευθυντής της Κρατικής Υπηρεσίας Συναλλάγματος της Κίνας.
Από την άλλη πλευρά, η σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τη Βρετανία, σε μια κρίσιμη συγκυρία για την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, είναι μια πιθανή πρωτοβουλία του κ. Τραμπ, όπως έχει αφήσει να εννοηθεί ο ίδιος. Μια τέτοια πρόβλεψη, όμως, είναι ένα ταξίδι προς το άγνωστο. Αφενός, διότι ο κ. Τραμπ έχει αποδείξει πόσο απρόβλεπτος μπορεί να γίνει. Αφετέρου, επειδή η βρετανική κυβέρνηση φαίνεται πως δεν έχει ακόμη χαράξει μια ξεκάθαρη στρατηγική για τις διαπραγματεύσεις του Brexit.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Προηγούμενο άρθροΕως 250 εκατ. θα κοστίσει στο Δημόσιο το καρτέλ κατασκευαστών